0

Δημοσιεύθηκε στην έντυπη TODAY PRESS του Σαββάτου

Η τραγωδία των Τεμπών συνεχίζει να στοιχειώνει το πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας, σαν μια ανοιχτή πληγή που δεν λέει να επουλωθεί. Είναι ένα τραύμα συλλογικό, μια οργή που σιγοβράζει, μια αίσθηση αδικίας που φουντώνει κάθε φορά που έρχονται στο φως νέα στοιχεία, κάθε φορά που το παρελθόν επιστρέφει με τη μορφή ενός αδηφάγου παρόντος. Η μνήμη των θυμάτων δεν ησυχάζει, και μαζί της δεν ησυχάζει ούτε η κοινωνία, που αισθάνεται ότι άλλοι θα επιθυμούσαν να σβήσουν τα ίχνη της αλήθειας κι άλλοι να πατήσουν πάνω σε μισές αλήθειες για να δρέψουν εκλογικά κέρδη.

Για την κεντροαριστερά, η τραγωδία αυτή είναι διπλό στοίχημα. Από τη μία, αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία να ηγηθεί της αντικυβερνητικής κριτικής και να εκφράσει μια γενικευμένη αγανάκτηση που θα ξεκινά απ’ το θέμα των Τεμπών και θα γενικευτεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Από την άλλη, είναι μια παγίδα. Αν η διαχείρισή της φανεί κυνική, αν η οργή των πολιτών εργαλειοποιηθεί απλώς για εκλογικά οφέλη, τότε η ίδια θα κατηγορηθεί για πολιτική εκμετάλλευση της τραγωδίας. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η λεπτή γραμμή που χωρίζει το ηθικό από το ανήθικο, το πολιτικό από το καιροσκοπικό.

Ο φόβος της συγκάλυψης και η κυβερνητική φθορά

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ένα συντριπτικό ποσοστό της κοινής γνώμης πιστεύει πως υπήρξε –και εξακολουθεί να υπάρχει– συγκάλυψη του εγκλήματος. Δεν είναι μόνο οι τραγικές ελλείψεις στο σιδηροδρομικό δίκτυο, οι εγκληματικές παραλείψεις των υπευθύνων, η αργοπορία στη διαλεύκανση της υπόθεσης. Είναι και η αίσθηση ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να κλείσει όπως-όπως το ζήτημα, να περάσει στη λήθη, να γλιτώσει το πολιτικό κόστος.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται αντιμέτωπος με τη σοβαρότερη κρίση της δεύτερης θητείας του. Η επικοινωνιακή του υπεροχή έχει ραγίσει. Οι πολίτες αμφισβητούν όχι μόνο την επάρκεια του κρατικού μηχανισμού, αλλά και τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης να φτάσει την υπόθεση ως το τέλος. Ο πρωθυπουργός επιχειρεί να αντιδράσει με ανασχηματισμούς, με στροφή στην καθημερινότητα, με νέα αφήγηση για μια πιο «αποτελεσματική» διακυβέρνηση. Η στρατηγική του είναι σαφής. Να μιλήσει για το μέλλον, αποφεύγοντας να σκαλίσει άλλο το παρελθόν.

Όσο κι αν τα καινούρια βίντεο που εμφανίστηκαν τις τελευταίες μέρες φαίνεται να ενισχύουν το κυβερνητικό αφήγημα ότι μέσα στην εμπορική αμαξοστοιχία δεν μεταφερόταν επικίνδυνο υγρό, ούτε το γενικό κλίμα αλλάζει, ούτε ο Μητσοτάκης δείχνει να ξεστριμώχνεται. Ίσα-ίσα που η συζήτηση μεταφέρεται στον χρόνο που χρειάστηκε για να εμφανιστούν αυτά τα βίντεο, προσθέτοντας ξανά στο αφήγημα περί μαγειρεμάτων και συγκάλυψης.

Τελικά, η πολιτική δεν είναι μόνο ορθολογισμός. Είναι και συναίσθημα. Και το συναίσθημα που γέννησαν τα Τέμπη δεν υποχωρεί εύκολα.

Η διάσπαση της κεντροαριστεράς και η χαμένη ευκαιρία

Μπροστά σε αυτή την κρίση, η κεντροαριστερά είχε μια μοναδική ευκαιρία να αναδειχθεί σε κυρίαρχη αντιπολιτευτική δύναμη. Όμως, αντί για μια συντεταγμένη και ενιαία στρατηγική, παρουσιάζει εικόνα κατακερματισμού. Το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να κρατήσει αποστάσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ, θέλοντας να διατηρήσει ένα προφίλ «υπεύθυνης αντιπολίτευσης». Ο ΣΥΡΙΖΑ, πληγωμένος από τις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες, αναζητά νέο βηματισμό, με τον Σωκράτη Φάμελλο να προσπαθεί να δώσει στο κόμμα του έναν διαφορετικό τόνο. Πλην αποτυγχάνει παταγωδώς. Η Νέα Αριστερά, από την πλευρά της, φλερτάρει με τη ριζοσπαστική αντιπολίτευση, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο τις όποιες προσπάθειες σύγκλισης.

Την ίδια στιγμή, ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει μια σκιά που πλανιέται πάνω από τον χώρο της κεντροαριστεράς. Η παρουσία του, ακόμα και εκτός ηγεσίας, είναι καθοριστική. Υπάρχουν αυτοί που θα ήθελαν την επιστροφή του και εκείνοι που θεωρούν ότι ο κύκλος του έχει κλείσει. Όμως, αν κάτι είναι βέβαιο, είναι πως ο Τσίπρας δεν έχει πει την τελευταία του λέξη, η οποία είναι άγνωστο αν θα είναι προωθητική ή καταστροφική για τον χώρο.

Γιατί κερδίζουν τα αντισυστημικά κόμματα

Και μέσα σε όλα αυτά, η μεγάλη ειρωνεία. Ενώ η κεντροαριστερά ηγείται της αντικυβερνητικής κριτικής, τα πραγματικά οφέλη από τη φθορά της Νέας Δημοκρατίας φαίνεται να τα καρπώνονται τα αντισυστημικά κόμματα. Η οργή των πολιτών, που δεν βρίσκει οργανωμένη και πειστική έκφραση στον θεσμικό χώρο της αντιπολίτευσης, διοχετεύεται σε πολιτικούς σχηματισμούς που εκφράζουν μια γενικευμένη απόρριψη του συστήματος.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται η βαθύτερη αδυναμία της κεντροαριστεράς. Οι πολίτες δεν αρκούνται μόνο στην καταγγελία της συγκάλυψης. Θέλουν λύσεις. Θέλουν πρόταση διακυβέρνησης. Θέλουν κάποιον που να τους εμπνέει εμπιστοσύνη ότι μπορεί να αλλάξει την κατάσταση. Αν η κεντροαριστερά δεν βρει έναν κοινό βηματισμό, αν δεν παρουσιάσει ένα συνεκτικό αφήγημα που να υπερβαίνει τη φωνή της καταγγελίας, τότε η οργή θα συνεχίσει να διοχετεύεται αλλού.

Το συναίσθημα ως πολιτικό όπλο

Η πολιτική είναι μια μάχη ανάμεσα στο συναίσθημα και τον ορθολογισμό. Η τραγωδία των Τεμπών γέννησε ένα βαθύ, ακατέργαστο συναίσθημα. Θλίψη, θυμό, δυσπιστία. Όμως, ο θυμός των μαζών δεν οδηγεί πάντα σε ορθολογικές πολιτικές επιλογές. Αντιθέτως, συχνά γίνεται εργαλείο είτε της δημαγωγίας είτε της αδράνειας. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι με τον χρόνο η κοινωνική μνήμη θα ξεθωριάσει. Η αντιπολίτευση ποντάρει στο ότι η οργή δεν θα καταλαγιάσει. Όμως, τίποτα από τα δύο δεν αρκεί από μόνο του για να αλλάξει το πολιτικό τοπίο.

Η κεντροαριστερά έχει μπροστά της έναν δρόμο δύσβατο. Μπορεί να συνεχίσει να καταγγέλλει, να αποκαλύπτει, να διαμαρτύρεται. Όμως, αν δεν καταφέρει να αρθρώσει μια πειστική εναλλακτική διακυβέρνησης, αν δεν δείξει ότι μπορεί να μετατρέψει την οργή σε πρόγραμμα και το θυμικό σε πολιτική πράξη, τότε κινδυνεύει να μείνει θεατής των εξελίξεων.

Και το χειρότερο που μπορεί να συμβεί για την ίδια, αλλά και για την ίδια τη δημοκρατία, είναι η οργή να μετατραπεί σε απάθεια. Γιατί τότε, το πραγματικό έγκλημα δεν θα είναι αυτό που έγινε στα Τέμπη, αλλά αυτό που θα ακολουθήσει.

Κι αν επικρατήσουν οι αντισυστημικοί;

Το ερώτημα δεν είναι άτοπο. Έχει νόημα. Με την κυβέρνηση τραυματισμένη και την κεντροαριστερά εξίσου αποδυναμωμένη, τα δημοσκοπικά στοιχεία δείχνουν ραγδαία άνοδο της Ζωής Κωνσταντοπούλου, της Αφροδίτης Λατινοπούλου και του Κυριάκου Βελόπουλου. Είναι απορίας άξιο όμως, τι μπορεί να προκύψει αν κυριαρχήσουν δυο αρχηγικά ακροδεξιά κόμματα δίχως κανένα άλλο στέλεχος στις τάξεις τους και ένα ακροαριστερό. Πως μπορεί να πάει η διακυβέρνηση του τόπου μεσοπρόθεσμα ή και μετά τις επόμενες εκλογές; Η εξίσωση δεν βγαίνει. Τα Τέμπη μπορούν να ρίξουν μια κυβέρνηση, δεν μπορούν όμως και να φτιάξουν κυβέρνηση. Οδεύουμε κατ’ ευθείαν σε πολιτική κρίση και ακυβερνησία. Η οποία μπορεί να γεννήσει κάτι καλό;

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις