Το, κατ’ αυτόν, κεντρικό δίλημμα των επόμενων εθνικών εκλογών έθεσε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, που δεν είναι άλλο από την εκλογή πρωθυπουργού, όπως επεσήμανε σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό της Πάτρας, «Max FM 93,4». Για τα μέτρα ελάφρυνσης, μετά την παρατήρηση ότι από την αρχή της κυβερνητικής θητείας έχουν δοθεί 51 δισ., διαβεβαίωσε πως όσο υπάρχει αυτή η κρίση, η κυβέρνηση θα στηρίζει εκείνους που έχουν ανάγκη.
Αναλυτικά, για το διακύβευμα των εκλογών, ο υπουργός Επικρατείας απάντησε σημειώνοντας πως «δεν πρόκειται να υποκύψουμε σε διχαστικό λόγο ούτε σε πολιτική τοξικότητα. Θα παραμείνουμε πιστοί στο δικό μας πολιτικό πρόγραμμα, στην ατζέντα μας -κι αυτήν θα θέσουμε στην κρίση των πολιτών. Έχουμε πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στην κρίση τους, οι επόμενες εκλογές είναι εκλογές για την ανάδειξη πρωθυπουργού. Οι πολίτες θα κληθούν να ψηφίσουν για πρωθυπουργό και σε αυτήν την επιλογή υπάρχουν πολύ νωπές οι εικόνες της δικής μας διακυβέρνησης όσο και της προηγούμενης».
Με άλλα λόγια, «οι πολίτες θα μπορέσουν να συγκρίνουν τα πεπραγμένα της δικής μας διακυβέρνησης σε σχέση με τα πεπραγμένα της προηγούμενης. Να αξιολογήσουν τι από εκείνα που η κάθε κυβέρνηση υποσχέθηκε προεκλογικά, υλοποιήθηκε. Ποια κυβέρνηση πήγε λίγο πιο μπροστά τη χώρα και κυρίως ποια είναι η κυβέρνηση που εμπιστευόμαστε για να φέρει τη χώρα στο πεδίο που της αξίζει. Εμείς έχουμε κάνει πολλά στο πεδίο των εθνικών συμφερόντων, επίσης στο κομμάτι της οικονομίας, της εργασίας, της κοινωνίας».
Πάντως, συνέχισε, «η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχουν πολλά ακόμη να γίνουν. Ο πολιτικός χρόνος της προηγούμενης τριετίας ήταν πάρα πολύ πυκνός και κατέστη έτι πυκνότερος λόγω των κρίσεων που είχαμε. Κρίσεις που περιόριζαν τον ωφέλιμο πολιτικό χρόνο για τη χάραξη δημόσιων πολιτικών», συμπέρανε ο υπουργός Επικρατείας με την ταυτόχρονη επισήμανση: «Έχουμε ένα πρόγραμμα, στο οποίο δεν σκεφτόμαστε μόνο το σήμερα και το αύριο, αλλά την επόμενη 10ετία».
Στο ερώτημα εάν η κυβέρνηση σχεδιάζει να ανακοινώσει και νέα μέτρα στήριξης των πολιτών, ο υπουργός Επικρατείας ξεκίνησε θυμίζοντας ότι «κατά τη διάρκεια των δύο μεγάλων κρίσεων, της ενεργειακής και της υγειονομικής, η Ελλάδα έδωσε 51 δισ. ευρώ. Δόθηκαν στους πιο ευάλωτους από τους συμπολίτες μας, δόθηκαν για να διατηρηθεί όρθια η οικονομία και η κοινωνία. Το αποτέλεσμα ήταν, εν μέσω κρίσης, η ανεργία μας να σημειώνει τη μεγαλύτερη πτώση μεταξύ των 27 κρατών μελών της ΕΕ. Να έχει μειωθεί σχεδόν κατά 5%, να έχουν δημιουργηθεί 200.000 νέες θέσεις εργασίας και σήμερα να αντιμετωπίζουμε το ανάστροφο πρόβλημα, της έλλειψης εργατικού δυναμικού σε συγκεκριμένους κλάδους».
Και, ερχόμενος στο σήμερα, «θα συνεχίσουμε την πολιτική μας, που είναι πολιτική στοχευμένης ενίσχυσης των ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Χωρίς να θέτουμε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική ισορροπία, εμείς θα συνεχίσουμε για όσο θα απαιτηθεί και υπάρχει αυτή η κρίση, να στηρίζουμε εκείνους που έχουν ανάγκη», ήταν η υπόσχεση που έδωσε.
Αλλάζοντας κλίμα, σε ερώτημα για τις πολιτικές έρευνες κοινής γνώμης, σχολίασε κατ’ αρχάς ότι ναι μεν είναι χρήσιμα πολιτικά εργαλεία οι δημοσκοπήσεις, αλλά δεν αποτελούν κάτι παραπάνω από την αποτύπωση μίας στιγμής. Όμως, πρόσθεσε, «εκείνο που προκύπτει από όλες τις δημοσκοπήσεις, ακόμη κι εκείνες που εκπορεύονται από μέσα προσκείμενα στην αντιπολίτευση, (είναι ότι) υπάρχει ένας κορμός εμπιστοσύνης προς την παρούσα κυβέρνηση. Υπάρχει μία διαφορά που δεν μειώνεται. Καμία κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης τρία χρόνια μετά την ανάληψη της κυβέρνησης δεν είχε σταθεί τόσο καλά, υπήρχε μία κυβερνητική φθορά που θεωρείτο σχεδόν αυτονόητη. Σήμερα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, υπάρχει πολύ σταθερή πρωτοπορία της κυβερνώσας παράταξης -κι αυτό αναδεικνύει την εμπιστοσύνη, την ασφάλεια που έχουν οι πολίτες απέναντι στον επαγγελματισμό και το έργο της κυβέρνησης. Σκοπός μας δεν είναι τα καλά αποτελέσματα στις δημοσκοπήσεις, σκοπός μας είναι να προσφέρουμε στην πατρίδα, να κριθούμε από τους Έλληνες πολίτες. Είμαστε πολύ αισιόδοξοι ότι θα κριθούμε εν τέλει θετικά για το έργο μας», τόνισε.
Και για το χρόνο των εκλογών, σε συνέχεια όσων είπε ο πρωθυπουργός στο Κοινοβούλιο την Τετάρτη, «δεν έχουμε σηκώσει μολύβια καθόλου, δουλεύουμε πάρα πολύ σκληρά, προετοιμαζόμαστε με πολύ πλούσιο νομοθετικό έργο και πρωτοπόρες, νέες δημόσιες πολιτικές για το επόμενο 12μηνο. Δεν υπάρχει ζήτημα προεκλογικών παροχών», επέμεινε εξ άλλου, διευκρινίζοντας πως «καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης τριετίας, βάσει και του προεκλογικού μας προγράμματος, δίναμε εκείνα τα οποία είχαμε υποσχεθεί (φορολογικές ελαφρύνσεις, αναπτυξιακά κίνητρα, μέτρα ενίσχυσης της εργασίας)».
Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, «ο πρωθυπουργός είναι πάρα πολύ θεσμικός, αντίθετα με ό,τι κατά κανόνα συμβαίνει στην ελληνική πολιτική ιστορία. Θεωρεί πως ό,τι προβλέπει το Σύνταγμα είναι επιταγή». Ως εκ τούτου και όπως λέει και το Σύνταγμα, «στο μέτρο που δεν υπάρχει κρίσιμο εθνικό θέμα, θα πάμε σε εκλογές στο τέλος της τετραετίας», ξεκαθάρισε ο Γ. Γεραπετρίτης.
Άλλωστε, συνέχισε, «δεν υπάρχει κρίσιμο εθνικό θέμα, οι πολίτες εμπιστεύονται την κυβέρνηση και η Βουλή έχει μια πολύ συμπαγή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Δεν υπάρχει θέμα αλλαγής του μείγματος πολιτικής επί τη βάσει του οποίου έχουμε εκλεγεί, παραμένουμε πιστοί στις θέσεις μας, δεν υπάρχει κανένας λόγος προσφυγής σε πρόωρες κάλπες», δήλωσε εν κατακλείδι.
Και στο ερώτημα για τον εκλογικό νόμο, είπε ότι «δεν πρόκειται να φτιάξουμε χρόνο εκλογών όπως μας βολεύει, δεν πρόκειται να έχουμε νέο εκλογικό σύστημα όπως μας συμφέρει. Θα παραμείνουμε πιστοί στους όρους του πολιτικού παιχνιδιού, όπως τους ορίζουν το Σύνταγμα και ο νόμος».
Ενώ σε άλλο ερώτημα, για το χρόνο διεξαγωγής ευρωεκλογών και αυτοδιοικητικών εκλογών ειδικότερα, διευκρίνισε ότι ο χρόνος διεξαγωγής των ευρωεκλογών είναι ένα θέμα που ρυθμίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι από τα κράτη μέλη. Ο χρόνος διεξαγωγής εθνικών και αυτοδιοικητικών εκλογών καθορίσθηκε από τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης, «δεν θα υπάρξουν εκπλήξεις», διεμήνυσε ακόμη. Ερωτηθείς δε, για το ενδεχόμενο τρίτης κάλπης, είπε ότι «είναι πολύ μακρινό το σενάριο». Εξήγησε δε, πως το κυβερνών κόμμα θα αναζητήσει την αυτοδυναμία και, αναλόγως της θέσης που θα του δώσει ο ελληνικός λαός, «θα αναζητήσουμε τις συνθέσεις εκείνες για να πορευθούμε με ασφάλεια και κυρίως για το συμφέρον της χώρας».
Η συνέντευξη έκλεισε με τα έργα τοπικού ενδιαφέροντος, με τον υπουργό να προχωρά σε ένα γενικότερο σχόλιο, καθώς εξέφρασε την ελπίδα, «τα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα να μετατραπεί σε εργοτάξιο για υποδομές που θα φέρουν ανάπτυξη και θα βελτιώσουν την καθημερινότητα του πολίτη». Και ειδικώς, «η Δυτική Ελλάδα, ιδίως η Αχαΐα, είναι στο επίκεντρο αυτών των νέων υποδομών».