Οι βουλευτικές εκλογές πήραν αναβολή για την άνοιξη, αλλά όχι και η προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων. Το βασικό τους δίλημμα παραμένει και θα είναι το κυρίαρχο στους μήνες που έρχονται. Τι είδους κυβέρνηση θέλουμε; Μονοκομματική για σταθερότητα που προτείνει ο κος Μητσοτάκης, σ’ έναν, όντως, ασταθή περίγυρο ή συνεργασίας προοδευτικών δυνάμεων για «πολιτική αλλαγή», που ζητά ο κος Τσίπρας;
Και μαζί με αυτό το δίλημμα υπεισέρχεται εκ νέου η συζήτηση για την αλλαγή του εκλογικού νόμου, με την επαναφορά του μπόνους των 50 εδρών, κάτι που ο κος Μητσοτάκης είχε αρνηθεί κατηγορηματικά να θέσει στο τραπέζι παλαιότερα…
Γιατί χωρίς αλλαγή του εκλογικού νόμου, μετά από έναν ιδιαίτερα βαρύ ενεργειακά και οικονομικά χειμώνα, η αυτοδυναμία εκτιμάται πως θα απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο. Προς τι λοιπόν το νεοδημοκρατικό σύνθημα περί σταθερότητας;
Η αλήθεια πάντως είναι, πως πέραν του «εκτσογλανισμού» της πολιτικής και των αθλιοτήτων που προσφέρθηκαν αφειδώς την εβδομάδα που πέρασε, το βαθύ πρόβλημα της χώρας είναι αυτό που θέτουν τα κόμματα. Τι είδους κυβέρνηση μπορεί τα επόμενα χρόνια να προχωρήσει τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, να διασφαλίσει τα εθνικά συμφέροντα της χώρας, να προσφέρει ασφάλεια και να κλείσει το οικονομικό χάσμα με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, προς όφελος των πολιτών;
Το δίλημμα
Το δίλημμα, λοιπόν, αυτοδυναμία της Ν.Δ. ή κυβερνήσεις συνεργασίας, θα αποτελέσει τη βασική «τροφή» στο δημόσιο λόγο εκ μέρους του Μεγάρου Μαξίμου, με στόχο τους κεντρώους πολίτες και τη μεσαία τάξη που δεν επιθυμούν αναποφασιστικότητα, ρωγμές και αναταράξεις στη διακυβέρνηση της χώρας, έχοντας πάντα πικρή εμπειρία από παλαιότερες κυβερνήσεις συνεργασίας.
Εδώ, όμως, τίθεται ένα σοβαρό ερώτημα για τον κο Μητσοτάκη. Αν το διακύβευμα των εκλογών, όπως λέει, είναι η πολιτική και κυβερνητική σταθερότητα, τότε γιατί μπροστά στο μείζον ο πρωθυπουργός αρνείται το έλασσον, που είναι η αλλαγή του εκλογικού νόμου;
Κυβερνήσεις συνεργασίας με αρνητικό πρόσημο
Η ιστορία των κυβερνήσεων συνεργασίας στη χώρα μας τον δικαιώνει, αφού είναι μια ιστορία αναγκαστικών συμπλεύσεων με αστοχίες και λάθη.
Κατ’ εκτίμηση, η χειρότερη κυβέρνηση που πέρασε μεταπολιτευτικά από τη χώρα θεωρείται η Οικουμενική και η αμέσως χειρότερη η σύμπραξη αντίθετων ιδεολογιών για την εξουσία, του Αλέξη Τσίπρα με τον Πάνο Καμμένο, ακολουθεί η κυβέρνηση Παπαδήμου, και βεβαίως, η συνεργασία Σαμαρά με Βενιζέλο και Κουβέλη που δεν ευόδωσε, καθώς «ξέφτισε» στη διαδρομή με την πρώτη κρίση -το κλείσιμο της ΕΡΤ- και «πάγωσε» από το φόβο του πολιτικού κόστους, με τα σκληρά μέτρα του δεύτερου μνημονίου.
Δεν αναφέρομαι καν στην κυβέρνηση συνεργασίας ειδικού σκοπού, που συγκροτήθηκε από Ν.Δ., ΚΚΕ και Συνασπισμό (το ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της εποχής), για να στείλει τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο.
Ποια από αυτές τις κυβερνήσεις άφησε καλές εντυπώσεις στην ελληνική κοινωνία, ποια παραμένει με θετικές μνήμες στο μυαλό μας και στη σύγχρονη πολιτική μας ιστορία;
Δυστυχώς, το ερώτημα είναι ρητορικό.
Οι διαφορετικές στρατηγικές
Ωστόσο, το όνειρο της εξουσίας για τον Αλέξη Τσίπρα περνά μέσα από μια τέτοια κυβέρνηση, κυβέρνηση συνεργασίας. Βέβαια, τώρα δεν υπάρχει Καμμένος, υπάρχει όμως Βαρουφάκης και Ανδρουλάκης, προς τους οποίους ρίχνει καθημερινά τα δίχτυα του, χωρίς αποτέλεσμα.
Ο κος Τσίπρας θα πρέπει να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να βελτιώσει την εικόνα των κυβερνήσεων συνεργασίας και ιδιαίτερα της δικής του, προκειμένου να ακουμπήσει το μεσαίο χώρο, εκείνους τους ψηφοφόρους που αποφασίζουν ακόμα και πάνω στην κάλπη και δίνουν κυβερνήσεις.
Απέναντι στην πολιτική πρόταση του κου Τσίπρα υπάρχει η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για αυτοδύναμη κυβέρνηση, για πολιτική σταθερότητα, με ολοκληρωμένο σχέδιο πριν τις εκλογές και όχι σχέδιο μετεκλογικών συμβιβασμών για την πορεία της χώρας.
Άλλο Βερολίνο, άλλο Αθήνα
Ιστορικά, κυβερνήσεις συνεργασίας συστήθηκαν μόνο σε περιόδους κρίσεων.
Επρόκειτο, κυρίως, για αναγκαστικές συγκλίσεις κομμάτων, χωρίς σαφή οδικό χάρτη τετραετίας -αν εξαιρέσουμε τα μνημόνια- που κυβερνούσαν μέσα από συμβιβασμούς, ισορροπίες, χωρίς λεπτομερή πολιτική ατζέντα.
Στο Βερολίνο, απαιτούνται μήνες διαπραγματεύσεων για να καταλήξουν σε μια τέτοιου είδους λεπτομερή συμφωνία. Εδώ, διαθέτουν μόνο τρεις μέρες για να καταλήξουν σε συμφωνία και να αποκτήσει η χώρα πρωθυπουργό και υπουργικό συμβούλιο. Και αφού ορκιστούν, θα καθίσουν να διαπραγματευτούν για το πρόγραμμά τους.
Η Μέρκελ παρέμεινε μήνες στην καγκελαρία μετά τις τελευταίες γερμανικές εκλογές. Οι εκλογές διεξήχθησαν στις 17 Σεπτεμβρίου του 2021 και η Μέρκελ παρέδωσε την εξουσία στις 8 Δεκεμβρίου.
Μονόδρομος για την Ελλάδα η αυτοδυναμία
Δεν είναι ότι δεν έχουμε κουλτούρα, δεν έχουμε θεσμούς για σωστές και αποτελεσματικές κυβερνήσεις συνεργασίας, προς όφελος των πολιτών. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας εξυπηρετούν κυρίως τα κόμματα που συμμετέχουν σε αυτές, καθώς μοιράζουν την εξουσία και ποσοτικοποιούν τις προσλήψεις και τα ρουσφέτια, ανάλογα με τη δύναμή τους στη Βουλή.
Οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις, για την Ελλάδα, μοιάζουν με μονόδρομο.
Θα ζήλευαν τη σταθερότητά τους πολλές χώρες της βόρειας Ευρώπης. Μια σταθερή πλειοψηφία με πρόγραμμα, στόχους, πολιτική και πρόσωπα από την αρχή γνωστά στους ψηφοφόρους.
Αλλά τώρα, για να υπάρξει αυτοδυναμία, όποτε κι αν γίνουν οι εκλογές, απαιτείται επαναφορά του αρχικού εκλογικού συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής, που χωρίς προβλεπτικότητα πέταξε στο καλάθι των αχρήστων ο κος Γεραπετρίτης.
Στο Μέγαρο Μαξίμου συζητήθηκε η αλλαγή του εκλογικού νόμου το χειμώνα και οι συνεργάτες του πρωθυπουργού που το πρότειναν, έλαβαν κατηγορηματική απάντηση από τον κο Μητσοτάκη, πως το ζήτημα της αλλαγής του εκλογικού νόμου έχει κλείσει και να μην επανέλθει στον «Πρωινό καφέ».
Ωστόσο, τώρα ο κος Μητσοτάκης έχει μπροστά του αρκετό χρόνο να το σκεφτεί ξανά. Γιατί το δίλημμα που προβάλλει, «σταθερότητα ή αστάθεια» για τη χώρα, εξυπηρετείται, πρωτίστως, από την αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου