0

Ο ορισμός του κύματος φυγής εργαζομένων «Η μεγάλη παραίτηση» σε όλον τον κόσμο –εσχάτως και στην Ελλάδα– ενδεχομένως να μην είναι απολύτως ανταποκρίσιμος στα πραγματικά κίνητρα όσων λαμβάνουν τη μεγάλη απόφαση να μη συνεχίσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον εργασιακό χώρο που δούλευαν. Ας αναλογιστούμε. Παραιτούνται της εργασίας τους οι εργαζόμενοι; Παραιτούνται του εισοδήματός τους; Παραιτούνται των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους; Αν πιάσετε κουβέντα με ανθρώπους που αποχώρησαν από μικρές ή μεγάλες επιχειρήσεις, θα γίνει αντιληπτό ότι δεν παραιτήθηκαν εν θερμώ αλλά διαμήνυσαν με τη στάση τους ότι επιζητούν καλύτερη ποιότητα ζωής.

Εκατοντάδες αναλυτές ανά τον κόσμο κάνουν λόγο για μια εσωτερική αναζήτηση των εργαζομένων. Μέσα στη διετή πανδημική κρίση είχαν τη δυνατότητα –κυρίως ως τηλεεργαζόμενοι– να σκεφθούν τους όρους, τις συνθήκες, τα ωράρια και την ίδια την προσωπική τους ανέλιξη, όχι απαραίτητα με τους στενούς καριερίστικους όρους. Είχαν τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσουν και να ιεραρχήσουν τις πραγματικές τους ανάγκες, προτεραιότητες, τα προσωπικά τους «θέλω».

Στους εργαζόμενους –και σε πολλούς Έλληνες πλέον– φαίνεται πως εισήλθε ως βασικό κριτήριο απασχόλησης η προσωπική ικανοποίηση, η ευχαρίστηση, το αίσθημα ότι «δεν ξοδεύουν άχαρα τη ζωή τους». Και αυτό στη χώρα μας έχει και μια πολύ σημαντική δεύτερη ανάγνωση. Ότι πολλοί εργαζόμενοι έχουν πλέον τη δυνατότητα της επιλογής. Μετά από 3 επαχθή Μνημόνια, όπου οι μισθοί υπέστησαν οριζόντια καθίζηση και η ανεργία απογειώθηκε, ισοπεδώνοντας στην ουσία τη δυνατότητα επιλογής αντικειμένου και όρων εργασίας, η απασχόληση φαίνεται –και το συνομολογεί και η σημαντική μείωση της ανεργίας– ότι λαμβάνει πιο ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Με απλά λόγια, η επιλογή εργασίας δεν γίνεται πλέον στενά μόνον για την επιβίωση, για τα απολύτως βασικά, «για να γεμίσει το ψυγείο» και αυτή είναι μια μεγάλη και σημαντική εξέλιξη. Η εργασία λαμβάνει ποιοτικά χαρακτηριστικά για τον εργαζόμενο –και για όρους αμοιβής και ωραρίου και αντικειμένου και εργασιακού περιβάλλοντος. Και αυτά τα χαρακτηριστικά δηλώνουν μια μεγάλη «παραίτηση» από κακές ή μη ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας, αλλά και μια μεγάλη στροφή της ελληνικής πραγματικότητας στην κανονικότητα. Τόσο οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας όσο και η μείωση της ανεργίας νομοτελειακά οδηγούν σε αυτή την κατεύθυνση.

Ωστόσο, η ελληνική αγορά εργασίας δεν έχει δια μαγείας μεταμορφωθεί, διότι  όπως και στο τανγκό, «θέλει δύο», δηλαδή και τα δύο μέρη, εργαζόμενους και εργοδότες να «χορεύουν».

Η αλήθεια είναι ότι πάρα πολλοί εργαζόμενοι, κυρίως σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, ιδίως στην καφεστίαση, δεν λαμβάνουν καν τον βασικό μισθό -για δώρα ούτε λόγος- και τα ένσημά τους δεν ανταποκρίνονται ποτέ στις ώρες εργασίας τους. Και αυτοί οι εργαζόμενοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν καταγγείλουν τον εργοδότη τους, κινδυνεύουν να μη βρουν δουλειά σε μαγαζί με παρεμφερές αντικείμενο στη γειτονιά τους…

Νεοπροσλαμβανόμενη με μισθό κατά 15% πάνω από τον βασικό, ως βοηθός λογιστή, μού έλεγε ότι συμφώνησε για 8 ώρες, τελικά εργάζεται πάντα 9ωρο και θεωρεί μεγάλη της «κατάκτηση» ότι πλέον μπορεί το μεσημέρι να τρώει μέσα σε ένα δεκάλεπτο το κολατσιό, που έχει φέρει από το σπίτι. Το αντικείμενο, επίσης, εργασίας της δεν είναι αυτό που έχει γραπτώς και προφορικώς συμφωνηθεί. Εκτελεί και χρέη γραμματέως, πέραν του λογιστικού αντικειμένου. Ήδη, παράλληλα, η συγκεκριμένη εργαζόμενη δίνει συνεντεύξεις για να βρει δουλειά σε άλλες επιχειρήσεις…εξηγώντας: «Πώς θέλει ο εργοδότης μου να είμαι εγώ σε όλα εντάξει, να ανταποκρίνομαι πλήρως, όταν άλλα έχουμε συμφωνήσει και άλλα γίνονται; Δεν έχω αντίρρηση να κάνω επιπλέον εργασία, ωστόσο, δεν μου είχε ειπωθεί ότι δεν έχουν γραμματέα και ότι θα είμαι και γραμματέας. Δεν θα πρέπει να αμείβομαι –και μάλιστα ικανοποιητικά– και για τα δύο διαφορετικά αντικείμενα; Να με πληρώνει σωστά, να μου δείχνει ότι με σέβεται, να μείνω στην εταιρεία του. Δεν ήρθα για να αράξω. Να δουλέψω ήρθα και θα είναι κερδισμένος ο ίδιος πρώτα, αν εγώ είμαι ικανοποιημένη. Αλλιώς θα αναγκαστώ να φύγω με την πρώτη ευκαιρία».

Απόλυτο δίκιο έχει η εργαζόμενη. Τι θα καταφέρει στο τέλος ο εργοδότης που αθετεί τα υπεσχημένα ή που εξαντλεί τον εργαζόμενό του; Μια τρύπα στο νερό.

Όλα αυτά βέβαια για να αλλάξουν, ή τουλάχιστον για να βελτιωθούν, απαιτούν αλλαγή νοοτροπίας από τους ίδιους τους εργοδότες. Το μοντέλο αφεντικού–εργαζόμενου ανήκει στο παρελθόν. Η ομαδική εργασία με καταμερισμό ρόλων και επίτευξη στόχων είναι το σύγχρονο μοντέλο, όπου οι επιχειρήσεις –ακόμη και της καφεστίασης και του επιτισμού– οφείλουν να υιοθετήσουν. Αφεντικά έχουν οι σκύλοι. Οι εργαζόμενοι έχουν εργοδότες και οι έξυπνοι εργοδότες έχουν καλούς συνεργάτες. Όσοι εργοδότες το έχουν καταλάβει απογειώνουν τις επιχειρήσεις τους. Είναι και αυτός ένας νόμος της ελεύθερης αγοράς. Από τους άγραφους.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις