Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Του Δ. Γιαννακόπουλου
Το φαινόμενο δεν είναι άγνωστο και όσοι κατά καιρούς επιχειρούν να το ερμηνεύσουν δήθεν για να το αντιμετωπίσουν, καταντούν παρακολούθημα του συρόμενοι από τις τραγικές έως ολέθριες συνέπειες του.
Στην προκειμένη περίπτωση εξελίχθηκε σε δύο χρονικές φάσεις. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη Γάζα, μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023 της Χαμάς σε βάρος Ισραηλινών, το Ισραήλ χορήγησε 2.800 διαπιστεύσεις σε ανταποκριτές, απαγορεύοντας τους όμως την είσοδο στην εμπόλεμη Λωρίδα, παρά μόνο τη συμμετοχή τους σε αυστηρά ελεγχόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Την περασμένη Κυριακή η κυβέρνηση Νεντανιάχου υπέγραψε το κλείσιμο των γραφείων του Καταριανού τηλεοπτικού σταθμού Al Jazeera στο Ισραήλ, κατέσχεσε τον εξοπλισμό μετάδοσης, απέκοψε το δίκτυο από τηλεγραφικές και δορυφορικές εταιρίες μπλοκάροντας παράλληλα τους ιστότοπους του. Κρίθηκε ότι οι δημοσιογράφοι ασκούν σφοδρή κριτική για τους στρατιωτικούς χειρισμούς κι ως εκ τούτου η μετάδοση πληροφοριών και σχολίων συνιστά εθνική απειλή.
Το βαρύ πλήγμα εναντίον της ελευθεροτυπίας και συνακόλουθα σε βάρος των δημοκρατικών θεσμών και του πλουραλισμού, αποτελεί κρίκο στη μακρά αλυσίδα όσων επιδιώκουν με τη λογοκρισία και τις διαρκείς απαγορεύσεις να ποδηγετήσουν τις καταστάσεις, αποκρύπτοντας τις εφιαλτικές πτυχές της πραγματικότητας.
Η «τελική επίθεση» προαναγγέλλεται καιρό, στο μεσοδιάστημα όμως τουλάχιστον 35.000 έχουν χάσει τη ζωή τους, 500.000 έχουν μετακινηθεί προς τα όμορα κράτη κι άλλοι τόσοι λιμοκτονούν στη Ράφα, τη νότια πλευρά της Γάζας, όπου το Ισραήλ σχεδιάζει -κατά τις φιλοκυβερνητικές διαρροές- να μεταβιβάσει τον έλεγχο του συνοριακού περάσματος σε «ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας η οποία απασχολεί πρώην επίλεκτους στρατιώτες των ΗΠΑ και ειδικεύεται στη διασφάλιση στρατηγικών περιοχών στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή».
Λόγω της καθολικής «σιγής ασυρμάτου» στην ενημέρωση, δεν πρόκειται να γίνει γνωστή η έκταση της σφαγής ενώ οι στρατιές των μισθοφόρων θα γλιτώσουν τους πολιτικούς αξιωματούχους, ως είθισται, από τις κατηγορίες για «εγκλήματα πολέμου». Το οξύμωρο είναι πως οι εταίροι της κυβέρνησης του Τελ Αβίβ απειλούν με αποχώρηση εάν δεν ληφθούν σκληρότερα αντίποινα «ενθαρρύνοντας» τα ΜΜΕ στην προβολή των θέσεων τους!
Κατάλογος
Την ίδια στιγμή, στη γειτονική Τουρκία 9 δημοσιογράφοι φιλοκουρδικών μέσων ενημέρωσης που είχαν συλληφθεί λίγο πριν από το Πάσχα στην Άγκυρα, την Κωνσταντινούπολη και την Σανλιούρφα, οδηγήθηκαν στις φυλακές με κατηγορίες για τρομοκρατική δραστηριότητα, ενώ από το 2022 -όταν τέθηκε σε εφαρμογή ο γνωστός και ως «νόμος λογοκρισίας» που απαγορεύει «τη διάδοση παραπλανητικών πληροφοριών»- έχουν πραγματοποιηθεί πάνω από 400 προσαγωγές δημοσιογράφων, πολλοί εκ των οποίων κρατήθηκαν ή κρατούνται ακόμη.
Η ΜΚΟ «Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων», αξιολογώντας τα όποια στοιχεία δημοσιοποιούνται κατέταξε πρόσφατα την Τουρκία, την Κίνα, τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο στην κορυφή της λίστας των χωρών όπου παρατηρείται η πιο έντονη λογοκρισία.
Βεβαίως από μια τέτοια καταλογοποίηση δεν θα μπορούσε να λείπει η Ρωσία, ωστόσο οι διαθέσιμες αναφορές είναι ελάχιστες και προκύπτουν μόνο μέσα από δολοφονίες και… αιφνίδιους θανάτους αντιφρονούντων.
Τουρκία
Από το καλοκαίρι του 2016 και την απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν, η τουρκική κυβέρνηση επιβάλλει κάθε τόσο απαγόρευση ειδήσεων για «λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας». Το AKP βρίσκεται στην εξουσία 21 χρόνια ήδη, ενώ από το 2011 καταγράφηκαν πάνω από 1.000 περιπτώσεις λογοκρισίας. Πάνω από το 90% των ΜΜΕ ελέγχονται από την κυβέρνηση και μάλιστα ένας επιχειρηματίας συμμετέχει στις περισσότερες εκδοτικές επιχειρήσεις.
Ο Γκεκάν Ντουρμούς, επικεφαλής του Συνδικάτου Τούρκων Δημοσιογράφων TGS αναφέρει ότι τα τελευταία χρόνια η δουλειά των δημοσιογράφων έχει γίνει εξαιρετικά δύσκολη. «Δεν λαμβάνουμε αντικειμενικές πληροφορίες. Δεν γνωρίζουμε τι πραγματικά συμβαίνει στη χώρα» λέει χαρακτηριστικά.
Τον περασμένο χρόνο, το Ανώτατο Συμβούλιο Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (RTÜK) επέβαλε τεράστια χρηματικά πρόστιμα και αναστολές προγραμμάτων σε Halk TV, Flash TV, Tele 1 και KRT για σχόλια που έγιναν από δημοσιογράφους της αντιπολίτευσης.
Σε πρόσφατη έρευνα της Ένωσης Τούρκων Δημοσιογράφων (TGS), το 42,8% των δημοσιογράφων δήλωσαν ότι είχαν υποβληθεί σε λογοκρισία λόγω πολιτικών λόγων ή εργοδοτικών σχέσεων, το 25 % ισχυρίζεται ότι ασκεί συχνά αυτολογοκρισία και 1 στους 4 σκέφτεται να αλλάξει επάγγελμα καθώς αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες στη διαδικασία του ρεπορτάζ, όπως μήνυση, αποκλεισμός πρόσβασης στις πηγές του, σωματική επίθεση και κατάσχεση του ψηφιακού του υλικού.
Στην Κίνα
Από την εποχή της «Πολιτιστικής Επανάστασης», τη δεκαετία του 1950, όταν ο Μάο ζήτησε από τον πνευματικό κόσμο να επιστρέψει στην πατρίδα του και να δημοσιεύσει… άφοβα κριτικές, κείμενα, λογοτεχνήματα ώστε να «ανθίσουν όλα τα λουλούδια» και κατόπιν να τα «κόψει», η παντελής έλλειψη ελευθερίας του τύπου λογίζεται ως θεμέλιος λίθος του ιδιότυπου κοινωνικο- κομμουνιστικού καθεστώτος. Στην Κίνα δεν διεξάγονται ποτέ εκλογές και όλες οι δραστηριότητες εντός και εκτός επικράτειας ελέγχονται από το Κομμουνιστικό κόμμα, το κράτος ως προέκταση του και τους «δορυφόρους» του.
Η οργάνωση Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα κατατάσσει την κατάσταση του τύπου της Κίνας στην κατηγορία «Πολύ Σοβαρή», όσoν αφορά την ελευθερία του, ενώ το διεθνές Ινστιτούτο Freedom House χαρακτηρίζει τον τύπο ως «Μη ελεύθερο», προσθέτοντας πως «ο κρατικός έλεγχος στα μέσα μαζικής ενημέρωσης της Κίνας επιτυγχάνεται μέσω ενός περίπλοκου συνδυασμού ελέγχου του περιεχομένου, νομικών απαγορεύσεων για τους δημοσιογράφους, και οικονομικών κινήτρων για αυτολογοκρισία».
Στην τηλεόραση, διεθνή δίκτυα όπως το CNN, το BBC World Service και το Bloomberg TV λογοκρίνονται μέσω της διακοπής της μετάδοσης τους ακόμη και στη διάρκεια ζωντανών μεταδόσεων. Στο διαδίκτυο 18.000 ιστοσελίδες έχουν μπλοκαριστεί (έρευνα Χάβαρντ) μεταξύ των οποίων το Wikipedia, το Google σε μεγάλο βαθμό, το YouTube, το Flickr κτλ.
Αναφέρεται επίσης ότι η Google, η Microsoft, η MySpace και η Yahoo, λογοκρίνουν πρόθυμα το περιεχόμενο των υπηρεσιών τους, έτσι ώστε να τους επιτραπεί η επιχειρηματική δραστηριότητα στην χώρα.
Ρωσία
Λίγο μετά την εισβολή στην Ουκρανία, τον Μάρτιο του 2022 οι Ρώσοι νομοθέτες υποστήριξαν την «Τρίτη νομοθεσία» που επιτρέπει στους εισαγγελείς να κλείνουν ξένα μέσα ενημέρωσης χωρίς δικαστική εντολή, στην τελευταία κίνηση κατά του Τύπου ενώ συνεχίζεται η εισβολή στην Ουκρανία.
Η Κάτω Βουλή ενέκρινε σε πρώτη ανάγνωση τροπολογίες που επιτρέπουν στις αρχές «να ανταποκρίνονται γρήγορα και να δίνουν μια απάντηση σε μη φιλικές ενέργειες κατά των μέσων ενημέρωσης μας στο εξωτερικό».
Στην προκειμένη περίπτωση το νόμισμα έχει δύο όψεις καθώς πολλές δυτικές χώρες είχαν επιβάλει νωρίτερα απαγορευτικό στη αναμετάδοση των ρωσικών κρατικών μέσων ενημέρωσης συμπεριλαμβανομένου του τηλεοπτικού δικτύου RT και του πρακτορείου ειδήσεων Sputnik.
Στη σημερινή Ρωσία παραμένει ενεργός ο Σοβιετικός «νόμος των αντιφρονούντων».
Όσοι διαφωνούν έντονα είτε χαρακτηρίζονται αντιφρονούντες είτε «πράκτορες της Δύσης».
Υπολογίζεται ότι 350 δημοσιογράφοι την τελευταία διετία έχουν συλληφθεί ή εξαφανιστεί στη Μόσχα, στην Πετρούπολη και σε διάφορες περιφέρειες της αχανούς χώρας ενώ ανέστειλαν τη λειτουργία τους 400-460 ενημερωτικά μέσα έντυπης ή ηλεκτρονικής μορφής.