Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Σπύρου Δημητρίου – δικηγόρου
Στατιστικά, μία εκ των πλέον βίαιων και θανατηφόρων παραβάσεων είναι η παραβίαση ερυθρού σηματοδότη. Στη χώρα μας σημειώνονται καθημερινά άνω των χιλίων τέτοιες παραβιάσεις, οι οποίες επιφέρουν σοβαρούς τραυματισμούς έως και θάνατο. Αρκεί να αναφερθεί ότι φωτεινοί σηματοδότες σε κεντρικές οδούς καταγράφουν τουλάχιστον 900 παραβιάσεις του ερυθρού καθεστώτος την ημέρα έκαστος. Ο ποινικός νομοθέτης λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις στατιστικές απεικονίσεις και το κοινωνικό αποτύπωμα της τραγωδίας που συντελείται καθημερινά στους δρόμους θέλησε να αναδείξει την επικινδυνότητα της παράβασης του ερυθρού σηματοδότη μεταξύ άλλων θεμελιώνοντας το στην τροποποιημένη με τον νέο ΠΚ διάταξη 290 Α.
Βάσει του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα η διάπραξη και η αντιμετώπιση τροχαίου δυστυχήματος συνεπεία παραβίασης ερυθρού σηματοδότη συνοψιζόταν σε τέσσερις λέξεις: πλημμέλημα, ανθρωποκτονία από αμέλεια. Αντιστοίχως, η αμέλεια αποδιδόταν και σε περιπτώσεις πρόκλησης σωματικών βλαβών. Ο Ν. 5090/2024 ήρθε να αλλάξει, λοιπόν, τα νομικά αλλά συνάμα τα κοινωνικά δεδομένα αυστηροποιώντας το πλαίσιο της ποινικής αντιμετώπισης των εν λόγω παραβατών.
Αναλυτικότερα, μετεβλήθη -δικαίως- η επαπειλούμενη ποινική δίωξη σε κακουργηματικού χαρακτήρα, με δεδομένο ότι η παραβίαση ερυθρού σηματοδότη συνιστά αποδοχή του δράστη ενός ενδεχόμενου αποτελέσματος θανατηφόρου ή μη. Στην ουσία ο δράστης αποδέχεται τον τίτλο ενός εν δυνάμει ανθρωποκτόνου, τον κίνδυνο να τραυματίσει, να τραυματισθεί, να αφαιρέσει μία ή και περισσότερες ζωές.
Η γνώση της έλευσης του πιθανού τραγικού αποτελέσματος από μία ενέργεια και η αποδοχή αυτού συνιστά τον λεγόμενο ενδεχόμενο δόλο. Στο νομικό κόσμο, με μία απλουστευτική προσέγγιση, η έννοια αυτή αποτυπώνεται ως εξής: κάποιος προβλέπει ότι από την πράξη του ίσως προκληθούν συνέπειες, και δη αξιόποινες, ωστόσο δεν απέχει από την πράξη αποδεχόμενος το αποτέλεσμα και ελπίζοντας προς αποφυγή του. Διαφορετική παρουσιάζεται η περίπτωση διώξεως για αδίκημα εξ αμελείας τελούμενο καθώς ο νομικός όρος της αμέλειας σημαίνει ότι ο δράστης τελεί σε γνώση των πιθανών κινδύνων και συνεπειών αλλά φέρει τη βεβαιότητα από τα μέτρα, που έχει λάβει, ότι αυτές δεν θα επέλθουν.
Ως προς την επιβαλλόμενη ποινή η αναβάθμιση της κατηγορίας από πλημμέλημα σε κακούργημα πρακτικά σημαίνει ότι ο δράστης, ο οποίος παραβίασε ερυθρό σηματοδότη προξενώντας σωματικές βλάβες ή επιφέροντας θάνατο, θα έρθει αντιμέτωπος με τον κίνδυνο επιβολής βαρύτατης ποινής καθείρξεως και όχι φυλάκισης, ως ίσχυε πριν την τελευταία τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το σύνολο των δραστών θα βρεθούν… πίσω από τα κάγκελα κάποιου καταστήματος κράτησης, δηλαδή δίχως το προνόμιο της αναστολής της ποινής που θα έφεραν αν τους είχε επιβληθεί η μέχρι προσφάτως οριζόμενη ποινή φυλάκισης.
Συμπερασματικά, η ανωτέρω αναλυθείσα τροποποιημένη διάταξη φέρει τη λογική μίας αφενός προληπτικής και αφετέρου κατασταλτικής δράσης. Έχει σκοπό να κατευνάσει την εμπόλεμη ζώνη της ασφάλτου που αδιάλειπτα σημειώνει επιθετικές και συχνά εγκληματικές οδηγικές συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα το δυστύχημα που σημειώθηκε προ ολίγων ημερών στην εθνική οδό Πατρών – Αθηνών με δύο νεαρά παιδιά να χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας της ασυνείδητης πράξης οδηγού ΙΧ που παραβίασε ερυθρό σηματοδότη. Με μέριμνα, λοιπόν, της Πολιτείας και τη νέα τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα αναβιώνει η έντονη ελπίδα μείωσης των τροχαίων ατυχημάτων και του μετριασμού του βαρέος συντελεσθέντος φόρου αίματος.