0

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press

της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα

Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας

Σήμερα κλείνουν εννέα χρόνια από το δημοψήφισμα που θα έκρινε την παραμονή της χώρας μας στο ευρώ. Όλα ξεκίνησαν στη φορτισμένη συνεδρίαση το βράδυ της 27ης Ιουνίου. Τότε στην ολομέλεια της Βουλής ο Πάνος Καμμένος ανέφερε: «Μας ζητούν να εγκαταλείψουμε τις σημαίες. Μας ζητούν να εγκαταλείψουμε την εθνική μας κυριαρχία! Μας ζητούν να υποστείλουμε την πατρίδα». Δάκρυσε, μάλιστα, επικαλούμενος τον Όρκο των Αθηναίων Εφήβων: «Την πατρίδα δε ουκ ελάσσω παραδώσω, πλείω δε και αρείω όσης αν παραδέξωμαι». Έτσι και αυτός δήλωσε πως υποχρέωση του κάθε υπουργού Εθνικής Άμυνας είναι να παραδώσει την πατρίδα του ούτε ένα χιλιοστό μικρότερη, αλλιώς θα πρέπει να πηδήξει από την Ακρόπολη.

Η αναφορά στην Ακρόπολη συνοδεύτηκε αμέσως από αναφορά στην Ορθοδοξία για να ακολουθήσει η ψυχολογική ανησυχία των θεωριών συνομωσίας. «Δεν καταλαβαίνουμε ποια θέλουν να είναι η τάξη πραγμάτων; Η νέα τάξη πραγμάτων που περιέγραψαν και οι Πατέρες της Ορθοδοξίας; Η νέα τάξη πραγμάτων που δεν θέλει πια αξίες και αρχές…που δεν θέλει σημαίες, που δεν θέλει “πιστεύω”». Η αναγνώριση αυτής της κρίσιμης κατάστασης τον οδήγησε ακολούθως στο συμπέρασμα ότι: «…έχουμε υποχρέωση να αποδώσουμε δίκαιο, να παλέψουμε απέναντι στον εκβιασμό που δεχόμαστε και να θυμηθούμε ότι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο όσοι πάλεψαν για την πατρίδα πολλές φορές την πλήρωσαν».

Λίγο αργότερα, στις 1.39 τα ξημερώματα θα γράψει στον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter: «Η ιστορία του Έθνους γράφτηκε με ΟΧΙ..», εργαλειοποιώντας μια κορυφαία στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Ο αρχηγός των ΑΝ.ΕΛ επιδόθηκε σε μια παρηγορητική ρητορική, όπου η Ιστορία, για προφανείς πολιτικούς στόχους, χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό εργαλείο, εγείροντας συλλογικές ανησυχίες και ψυχολογικές άμυνες. Ωστόσο όλες αυτές οι αφηγήσεις θριάμβου στην πατριωτική δημόσια σφαίρα δεν συνδέθηκαν ποτέ με τη λύση των δημοσιονομικών προβλημάτων της χώρας.

Η Ακρόπολη, ο Κολοκοτρώνης, το Έπος του ΄40 δεν μπορούσαν άλλωστε να συνδέονται με ένα συγκροτημένο οικονομικό πρόγραμμα, μια εφικτή οικονομική πρόταση για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας. Ο ιστορικός προσανατολισμός οδηγούσε πάντοτε σε ένα επιμύθιο που δεν μπορούσε επουδενί να συνδεθεί με το άνοιγμα των κλειστών τραπεζών ή την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Το επιμύθιο δεν βασιζόταν σε κανένα πολιτικό επιχείρημα, αλλά σε ένα μεγάλο και οραματικό αφήγημα για μια άλλη, καλύτερη Ελλάδα, αντάξια του ηρωικού της παρελθόντος της. Η εκλογική επιλογή της 5ης Ιουλίου πρόκυπτε έτσι ως αποτέλεσμα των παρελθουσών εμπειριών και των μελλοντικών προσδοκιών.

Η προσπάθεια αξιοποίησης της εθνικής ιστορίας ως πολιτική στρατηγική και η χρήση των εθνικών συμβόλων για νομιμοποίηση πολιτικών αποφάσεων, αυτή η όχι και τόσο πειθαρχημένη σχέση Ιστορίας και Πολιτικής δεν είχε ποτέ καμία αναφορά στην οικονομική ιστορία του τόπου, καμία αναφορά στις οικονομικές χρεοκοπίες.

Αντίθετα, η έγκριση ή η απόρριψη ενός δημοσιονομικού νομοσχεδίου έλαβε διαστάσεις «συμβολικού ελέγχου» που εξίσωνε την εθνική συμπεριφορά με την υποταγή στην συγκεκριμένη εξουσία, αναδεικνύοντας τον Έλληνα πολίτη σε Έλληνα πατριώτη εάν επέλεγε το «Όχι».

Για τον λόγο αυτό είναι αναγκαίο να διακρίνεται κάθε φορά ποιος είναι αυτός που παρουσιάζεται να εκπροσωπεί την Ιστορία, ποιος είναι αυτός που φέρει μέσα από τα λεγόμενά του την ευθύνη συμμετοχής σε συλλογικές μνήμες. Ποιος είναι δηλαδή αυτός που βρίσκεται πίσω από το «εμείς» ή το «εγώ» και για ποιόν σκοπό κάθε φορά. Το περιεχόμενο και τα όρια της εθνικής μνήμης ερμηνεύονται, κατευθύνονται και αξιολογούνται διαφορετικά σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με το τι καλούνται να υπηρετήσουν.

Διαβάστε και άλλα άρθρα εδώ

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις