Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Δεν ξέρω πως βίωσαν εκείνη την μάχη πριν τέσσερα χρόνια οι ίδιοι οι Αμερικανοί ή οι υπόλοιποι λαοί της υφηλίου, πάντως για την Ελλάδα οι προηγούμενες αμερικανικές προεδρικές εκλογές ήταν μια μάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους. Υποψήφιοι ήταν ένας σχεδόν Έλληνας ονόματι Μπαϊντενόπουλος, καλός και ήρεμος άνθρωπος, καθώς και ένας ζάπλουτος με ξανθή φράντζα και ημίτρελο βλέμμα, που ήταν κολλητός του Ερντογάν. Ο Τούρκος είχε το ελεύθερο να τον παίρνει στο κινητό όλες τις ώρες του εικοσιτετραώρου, ακόμα και μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα που αυτός ροχάλιζε στην κρεβατοκάμαρα του Λευκού Οίκου αγκαλιά με την Μελάνια. Ευτυχώς, το 2020 νίκησε «ο δικός μας» και παραμερίστηκε ο τρελάρας, που ο Τούρκος τον είχε στην κωλότσεπη.
Αυτή η περιγραφή των αμερικάνικων εκλογών δεν είναι διόλου σουρεαλιστική. Είναι η μόνιμη ελληνική οπτική εδώ και πολλές δεκαετίες, στην μεγάλη μάχη ηγεσίας που δίνεται ανά τετραετία στην ισχυρότερη και πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Καμιάς άλλης χώρας στον κόσμο οι εκλογές δεν τσιγκλάνε τόσο πολύ τους Έλληνες, όσο αυτές των Ηνωμένων Πολιτειών. Τις βιώνουμε, τις αναλύουμε, τις κατατάσσουμε, τις διυλίζουμε, λες και πρόκειται για εκλογές του δήμου μας, που θα κρίνουν ποιος θα μαζεύει τα σκουπίδια έξω από την πόρτα μας. Κάνουμε μάλιστα κάτι αλλόκοτες συσχετίσεις με την εγχώρια πολιτική μας σκηνή, που μόνο γέλια θα έφερναν σε κάποιον ξένο που γνωρίζει την πραγματική τους σημασία.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να ασχολείται με την πολιτική, πάντα χωρίζαμε τους υποψήφιους Αμερικανούς προέδρους σε φιλέλληνες και ανθέλληνες. Συνήθως μάλιστα, αυτούς που κατατάσσαμε στους ανθέλληνες, αυτομάτως τους χαρακτηρίζαμε φιλότουρκους. Η εξήγηση δεν είναι δύσκολη. Ως κλασικοί και αθεράπευτοι επαρχιώτες, πιστεύουμε ότι όλη η υφήλιος κινείται μέσα στα προβλήματα και τις έχθρες του δικού μας χωριού. Όπερ, η ποιότητα κάθε Αμερικανού υποψήφιου προέδρου, κρίνεται αποκλειστικά από την στάση που παίρνει απέναντι στην καλή Ελλάδα και στην αντίπαλη μας κακή Τουρκία. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα.
Τι κι αν όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες πρωθυπουργοί και υπουργοί εξωτερικών μας έχουν εξηγήσει ότι ένας Αμερικανός Πρόεδρος δεν μπορεί να είναι ούτε βέρος φιλέλληνας ούτε καθαρός φιλότουρκος, διότι βασικό του μέλημα είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ίδιας του της χώρας; Εμείς τον χαβά μας. Είναι μαζί μας ή εναντίον μας; Τι κι αν γνώστες των παγκόσμιων γεωπολιτικών παιχνιδιών μας έχουν εξηγήσει χιλιάδες φορές από τηλεοράσεις και εφημερίδες ότι ο Αμερικανός πρόεδρος έχει μεν μεγάλες εξουσίες, αλλά δεν κάνει μόνος του παιχνίδι για την υπερδύναμη. Υπάρχουν πανίσχυροι θεσμοί σαν το Πεντάγωνο, το State Department, το Κογκρέσο ή τις μυστικές υπηρεσίες, που ορίζουν την αμερικάνικη πολιτική στην βάση των συμφερόντων της χώρας τους και έχοντας την δική τους οπτική. Τίποτα εμείς. Κοιτάζουμε στα μάτια τον κάθε πρόεδρο, προσπαθώντας να τον ψυχολογήσουμε και να καταλάβουμε αν είναι «μεθ’ ημών ή ανθ’ ημών».
Από την μεταπολίτευση του 1974 και για μια περίπου εικοσαετία, μόνιμη έννοια των Ελλήνων κάθε φορά που γίνονταν αμερικάνικες εκλογές, ήταν το ποιος υποψήφιος θα κρατήσει ενεργό ή θα παραβιάσει το περίφημο 7 προς 10.
Εκείνα τα χρόνια, οι ΗΠΑ έδιναν κάθε χρόνο δωρεάν στρατιωτική βοήθεια προς τις υπόλοιπες χώρες του ΝΑΤΟ. Για για να διατηρείται η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, είχαν ορίσει την αναλογία 7 προς την Ελλάδα και 10 προς την Τουρκία που ήταν μεγαλύτερη.
Οι «φιλέλληνες» υποψήφιοι ήταν λοιπόν υπέρ του 7 προς 10, οι «ανθέλληνες» ήταν ύποπτοι ότι θα βρουν τρόπο να το παραβιάσουν υπέρ των Τούρκων. Οπότε ψυχικά ήμασταν με τους «φιλέλληνες», διότι ποτέ καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν τοποθετήθηκε δημοσίως και επίσημα υπέρ ενός υποψηφίου σε προεκλογική περίοδο και ορθώς.
«Έξω οι Αμερικανοί»
Να μην ξεχνάμε επίσης ότι εκείνα ήταν χρόνια φοβερού αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα. Τους θεωρούσαμε και εν πολλοίς ήταν υπεύθυνοι για την δικτατορία και την τραγωδία της Κύπρου. Βεβαίως, μπορεί οι δρόμοι να βούιζαν από διαδηλώσεις που φώναζαν «έξω οι Αμερικάνοι», αλλά παράλληλα με το μίσος μας απαιτούσαμε και δίκαιη μεταχείριση στην δωρεάν στρατιωτική βοήθεια που παίρναμε απ’ αυτόν που θέλαμε να διώξουμε.
Μετά το 1990, το 7 προς 10 έπαψε και να έχει νόημα και να υπάρχει. Ποτέ όμως δεν πάψαμε να θεωρούμε τους Αμερικανούς ύποπτους για υποστήριξη των Τούρκων, λέγαμε δηλαδή ακριβώς τα ίδια που λένε και οι Τούρκοι για τον μεγάλο τους σύμμαχο. Τον κατηγορούν για διαρκή φιλελληνική στάση.
Μετά την δεκαετία του ’90, οι Έλληνες ξεχάσαμε τα μίζερα 7 προς 10, αφήσαμε πίσω τον έντονο αντιαμερικανισμό μας και αρχίσαμε να κάνουμε ευθείες συσχετίσεις της ελληνικής πολιτικής σκηνής με την αμερικανική. Όταν κέρδιζαν τις εκλογές οι Μπους, κέρδιζε η ΝΔ Αμερικής κι όταν νίκησε ο Κλίντον νίκησε το ΠΑΣΟΚ των ΗΠΑ.
Αστεία πράγματα που δεν είχαν καμιά σχέση με την πραγματικότητα, εξάλλου όλοι οι Έλληνες πρωθυπουργοί πήγαν επίσημα ταξίδια στις ΗΠΑ και έγιναν δεκτοί με τιμές. Συνεχίσαμε να θεωρούμε ότι το πρόσωπο του προέδρου καθόριζε την αμερικάνικη πολιτική απέναντι στην Ελλάδα, γι’ αυτό και ετοιμαστήκαμε να χτυπήσουμε τις καμπάνες όταν ήταν υποψήφιος πρόεδρος ο Μάικ Δουκάκης, σίγουροι ότι θα βάζαμε έναν Ελληναρά στον Λευκό Οίκο που θα μας βοηθούσε να κατατροπώσουμε τους Τούρκους. Δυστυχώς έχασε. Αλλά και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν πολύ φίλος με τον γέρο Μπους, τον φιλοξένησε μάλιστα και στο σπίτι του στην Σούδα, όμως καμιά ιδιαίτερη προκοπή απ’ αυτή την φιλία δεν είδαμε.
Ποτέ δεν καταφέραμε επίσης να συγχρονιστούμε με τον ελληνισμό της Αμερικής που ψηφίζει στις αμερικάνικες εκλογές. Θεωρούσαμε δεδομένο ότι οι ομογενείς μας στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, θα είχαν πανομοιότυπη άποψη μ’ αυτήν που είχε η ελληνική κοινή γνώμη. Οπότε ουκ ολίγες φορές πέσαμε από τα σύννεφα μαθαίνοντας ότι οι ελληνοαμερικάνοι ψήφιζαν με άλλα κριτήρια από τα δικά μας. Ποτέ δεν καταλάβαμε για παράδειγμα τους λόγους που οι περισσότεροι Έλληνες εκεί ψήφισαν και ψηφίζουν Τράμπ, αρνούμενοι να δεχτούμε ότι οι συμπατριώτες μας όταν βρίσκονται εκτός Ελλάδας, το έχουν χούι να συντάσσονται συντριπτικά με τις συντηρητικές δυνάμεις των τόπων που έχουν εγκατασταθεί.
Βεβαίως, η περίπτωση του Τραμπ ήταν πράγματι μοναδική, αυτό το ξέρουν όλοι. Όσο ήταν πρόεδρος τον θεωρούσαμε καρδιακό φίλο του Ερντογάν και ως εκ τούτου πολύ επικίνδυνο, ενώ στάθηκε αδύνατο να κατανοήσουμε το παιχνίδι των εσωτερικών ισορροπιών των ΗΠΑ που έκανε τον μεν πρόεδρο τους να είναι «ανθέλληνας», αλλά τον υπουργό εξωτερικών Πομπέο να είναι σφοδρός «φιλέλληνας».
Αλλά και για τον Μπάιντεν δεν καταλάβαμε πολλά πράγματα, κοιτάζοντας τον μέσα από τα επαρχιακά μας ματογυάλια. Τον θεωρήσαμε εχθρό της Τουρκίας επειδή δεν δέχτηκε επίσημα τον Ερντογάν και επειδή έκοψε τους Τούρκους από το πρόγραμμα των F-35. Θεωρήσαμε αυτές τις πράξεις του αποτέλεσμα της σκέψης ενός «Μπαϊντενόπουλου», ενώ στην πραγματικότητα όλα έγιναν λόγω της τυχοδιωκτικής πολιτικής της Τουρκίας απέναντι στους δυτικούς και τον Πούτιν.
Σ’ αυτές τις εκλογές, η χώρα είναι σύσσωμη με την Κάμαλα Χάρις. Δεν την έχουμε ακούσει να πει τίποτα υπέρ των θέσεων μας, απλώς θεωρούμε ότι αν κερδίσει ο Τραμπ θα ξανακολλήσει στον φίλο του τον Ερντογάν και θα έχουμε πρόβλημα. Τα πράγματα βέβαια είναι πολύ πιο πολύπλοκα και πολύ πιο διαχρονικά από μια προεδρική τετραετία στην Ουάσιγκτον. Αυτό πάντως δεν θα μας εμποδίσει το βράδυ των εκλογών να κατσουφιάσουμε αν κερδίσει ο Ντόναλντ και να χαμογελάσουμε αν νικήσει η Χάρις. Μετά η ζωή θα συνεχιστεί πάνω στις ράγες που κινείται δεκαετίες τώρα και που στρίβουν πολύ αργά, ελπίζοντας οι μαλακές αυτές στροφές να είναι προς το συμφέρον μας.