Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Περισσότερα από 2,3 δις ευρώ θα κοστίσει η επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στους 563.786 δημοσίους υπαλλήλους, ενώ την ίδια στιγμή αναμένεται η απόφαση του Μισθοδικείου (ανώτατου ειδικού δικαστηρίου) επί της αξίωσης 370.000 συνταξιούχων που διεκδικούν αναδρομικά 714 εκατ. ευρώ από περικοπές του 2016 κύριων και επικουρικών συντάξεων.
Η καλυτέρευση των εσόδων, η ενίσχυση των αναπτυξιακών δεικτών, η σταθερά ανοδική πορεία του τουριστικού συναλλάγματος, τα περιθώρια περαιτέρω φορολόγησης υπερκερδών μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών και πλήθος περαιτέρω λόγων οικονομικού και πολιτικού υπόβαθρου, οδηγούν στο άνοιγμα της συζήτησης από κόμματα και φορείς όπως η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων.
«Την περίοδο των Μνημονίων, η χώρα έχασε το 25% του πλούτου της. Δεν θα διακινδυνεύσουμε οποιαδήποτε απόκλιση από τον στόχο της δημοσιονομικής σταθερότητας», σημειώνει προς πάσα κατεύθυνση ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης υπερτονίζοντας τις αυξήσεις και τα επιδόματα που έχουν δοθεί επί των ημερών του σε εργαζόμενους του Δημοσίου και στους συνταξιούχους.
Ωστόσο οι αιτούντες εμμένουν, επικαλούμενοι μάλιστα και ανάλογες ενέργειες σε Ισπανία και Πορτογαλία. Δώδεκα έτη μετά από την κατάργηση των «δώρων» Χριστουγέννων, Πάσχα και του επιδόματος θερινής άδειας, θεωρούν ότι η παρούσα συγκυρία είναι η πλέον κατάλληλη ένεκα και της μεγάλης ακρίβειας στο σύνολο των προϊόντων της τροφικής αλυσίδας και των καταναλωτικών αγαθών.
Η προταθείσα τροπολογία
Προσφάτως δε οι εκπρόσωποι των δημοτικών υπαλλήλων (ΠΟΕ – ΟΤΑ) και των δημοσίων υπαλλήλων, επικαιροποίησαν με νεότερα στοιχεία πρόταση νόμου, περιλαμβάνουσα και αιτιολογική έκθεση, η οποία συνοψίζεται στα εξής:
Στους αμειβόμενους, βάσει των διατάξεων του Ν. 4354/2015 (υπηρετούντες σε δήμους και ΝΠΔΔ) ανεξαρτήτως σχέσεως εργασίας καταβάλλονται εφεξής επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας.
Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων ισούται με τον μηνιαίο βασικό μισθό του μισθολογικού κλιμακίου, στο οποίο ανήκει ο υπάλληλος. Το επίδομα αυτό χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Απριλίου μέχρι 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους και καταβάλλεται στις 16 Δεκεμβρίου κάθε έτους.
Το επίδομα εορτών Πάσχα ισούται με το ήμισυ του μηνιαίου βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου, στο οποίο ανήκει κάθε φορά ο υπάλληλος. Το επίδομα αυτό χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Δεκεμβρίου μέχρι και 15 Απριλίου του επόμενου έτους και καταβάλλεται δέκα ημέρες πριν από το Πάσχα.
Το επίδομα αδείας ισούται με το ήμισυ του μηνιαίου βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου στο οποίο ανήκει κάθε φορά ο υπάλληλος. Το επίδομα αυτό χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου μέχρι και 30 Ιουνίου του επόμενου έτους και καταβάλλεται την 1η Ιουλίου κάθε έτους.
Δικαστικοί
Τον περασμένο Σεπτέμβριο η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων είχε θέσει το ζήτημα της επαναφοράς εγγράφως προς τον υπουργό Εθν. Οικονομίας Κ. Χατζηδάκη υπογραμμίζοντας ότι «ο δικαιολογητικός λόγος της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει εκλείψει μετά την είσοδο της χώρας στη λεγόμενη «μεταμνημονιακή εποχή».
Ο θεσμός των δώρων, που εξακολουθεί να ισχύει στον ιδιωτικό τομέα, συνέχιζε «πρέπει να παραμείνει ζωντανός και στον δημόσιο. Αντικατοπτρίζει υπερεκατονταετείς αγώνες και κατακτήσεις των εργαζομένων που δόθηκαν σε εξαιρετικά δύσκολες και αντίξοες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Το αίτημά μας είναι δίκαιο και απαιτείται μια ευρύτερη κοινωνική στήριξή του» συμπλήρωνε. Μάλιστα η Ένωση πρόκειται να επανέλθει τον Ιανουάριο (25/1/2025 στην Παλαιά Βουλή) με τη διοργάνωση συναφούς εκδήλωσης.
Από το 2019
Το 2019, το Συμβούλιο της Επικρατείας με πρόεδρο τη σημερινή Πρόεδρο της Δημοκρατίας Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, είχε κρίνει νόμιμές τις περικοπές του 13ου και 14ου µισθού, µε το σκεπτικό ότι από το νέο ενιαίο µισθολόγιο των δηµοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε µε τον ν. 4014/2011, µε το οποίο ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (ΥΕ µε βαθµό ΣΤ΄) και 1.092 ευρώ (ΠΕ µε βαθµό ΣΤ΄), οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόµη και µετά την κατάργηση των επίµαχων επιδοµάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση µε όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και µε όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τοµέα µε τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο.
Όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν:
«Η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίµησης που απολαµβάνει ο νοµοθέτης στη χάραξη της οικονοµικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από µόνη της µη αιτιολογηµένη την επίδικη ρύθµιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριµένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νοµοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισµού του προβλήµατος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του. Τέλος, το ίδιο µέτρο δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγµατος, δεδοµένου ότι αφορά όλους τους υπαλλήλους του ∆ηµοσίου και του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτηµα της χορήγησης των επιδοµάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τοµέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονοµικής φύσεως µέτρα».
Ενιαίος κατώτατος
Από την πλευρά της η κυβέρνηση προωθεί ενιαίες αναπροσαρμογές του κατώτατου μισθού από το 2025 στις βασικές αποδοχές μισθωτών του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα.
Συγκεκριμένα, με την αύξηση του 2025, που εκτιμάται μεταξύ 40 ευρώ και 50 ευρώ το μήνα ο κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί στα 870-880 ευρώ και αντίστοιχα στο ίδιο ύψος θα ανέλθει και ο εισαγωγικός μισθός (για την ΥΕ κατηγορία) στο Δημόσιο.
Η αύξηση που θα δοθεί στο εισαγωγικό κλιμάκιο του Δημοσίου, θα εφαρμοστεί οριζόντια σε όλες τις αποδοχές των υπαλλήλων.
Για παράδειγμα αν ο κατώτατος μισθός αυξηθεί κατά 50 ευρώ το 2025, και διαμορφωθεί στα 880 ευρώ, ο εισαγωγικός μισθός στο Δημόσιο θα αυξηθεί κατά 30 ευρώ για να ανέλθει και αυτός στα 880 ευρώ. Η αύξηση των 30 ευρώ θα περάσει αυτόματα σε όλους τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων όλων των κλιμακίων.
Στο νομοσχέδιο για το νέο σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού τονίζεται ότι «το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, των τιμών, των εισοδημάτων και των μισθών, της απασχόλησης και του ποσοστού της ανεργίας, καθώς και την αγοραστική δύναμη του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου και την επάρκειά τους, λαμβανομένου υπόψη του κόστους διαβίωσης, του γενικού επιπέδου των μισθών, της κατανομής και του ρυθμού αύξησής τους».
Το κριτήριο της αγοραστικής δύναμης θεσπίζεται για πρώτη φορά στην αύξηση του κατώτατου μισθού και έρχεται από την κοινοτική οδηγία για επαρκείς μισθούς, την οποία ενσωματώνει το υπουργείο Εργασίας με το νομοσχέδιο για το νέο μηχανισμό διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού.
Μέχρι και το 2027 ο κατώτατος μισθός θα καθορίζεται από την κυβέρνηση. Μετά το 2027, θα εφαρμοστεί ο νέος μηχανισμός των αυτόματων αυξήσεων, που θα προκύπτουν από αδιάβλητο μαθηματικό τύπο.