0

Όταν πεις σε μια γιαγιά που κάθε Σαββατοκύριακο βλέπει Γιώργο Αυτιά ή σε κάποιον κλασικό θαμώνα του καφενείου ενός χωριού ότι η Ελλάδα παίρνει επιτέλους την επενδυτική βαθμίδα από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, η γκάμα των αντιδράσεων του θα είναι πολύ συγκεκριμένη.

Από ένα αδιάφορο ανασήκωμα των ώμων του μέχρι μια χειρονομία πολύ προσβλητική που δεν περιγράφεται εύκολα στο χαρτί. Ο απλός άνθρωπος ενδιαφέρεται μόνο αν θα αυξηθεί λιγάκι η σύνταξη ή το μεροκάματο του και αν θα πάρει κανένα επιδοματάκι. Αυτά με τους οίκους, δεν τα ξέρει.

Αν και έχει άδικο, κανένας εχέφρων άνθρωπος δεν θα του το καταλογίσει. Ο μέσος Έλληνας δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει πόσο στενά είναι δεμένη η καθημερινότητα του με την αξιολόγηση ενός αμερικάνικου οίκου, είναι όμως υποχρεωμένη να το ξέρει κάθε ελληνική κυβέρνηση. Διότι απ’ αυτό εξαρτάται εν πολλοίς η ευημερία του λαού που κυβερνά. Το συνειδητοποιήσαμε πρώτη φορά  το 2009, όταν οι διεθνείς αξιολογήσεις άρχισαν να μας κατραπακιάζουν η μια μετά την άλλη και μάλιστα με ρυθμό πολυβόλου. Στην αρχή γελάσαμε, μετά καταλάβαμε –γρήγορα μάλιστα- πως όταν τα κρατικά ομόλογα της χώρας σου χαρακτηρίζονται «σκουπίδια» από τους οίκους αξιολόγησης, πάει για τα σκουπίδια ένας ολόκληρος λαός. Και συνειδητοποιήσαμε σε τι Γολγοθά είχαμε αρχίσει να σκαρφαλώνουμε.

Mετά από 15 χρόνια 

Πλην από τότε που τα ομόλογα μας μπήκαν στην κατηγορία των σκουπιδιών μέχρι σήμερα, έχουν περάσει κοντά δεκαπέντε χρόνια. Όσα τραγικά είχαν συμβεί τότε τα έχουμε πια απωθήσει από την μνήμη μας, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, υπεστήκαμε βαριές ήττες και μετά πετύχαμε κάμποσες νίκες, όμως την άτιμη την επενδυτική βαθμίδα ακόμα δεν την πήραμε. Όλο την πλησιάζουμε κι όλο απομακρύνεται λίγο ακόμα. Τώρα μοιάζει σαν να την έχουμε στριμώξει στην γωνιά και να την έχουμε σιγουρέψει μέχρι το τέλος του χρόνου, αλλά κάθε φορά που μιλάμε γι αυτό το θέμα ξαναθυμόμαστε πόσο εύκολα και γρήγορα χάνεται η εμπιστοσύνη των οίκων αξιολόγησης και πόσο αργά και δύσκολα ανακτάται.

Στα μέσα Ιουλίου μας αναβάθμισε στην περιβόητη επενδυτική βαθμίδα η Scope Ratings, χαρήκαμε μεν, αλλά κανένας μας δεν γνώριζε καν την ύπαρξη της συγκεκριμένης εταιρείας. Διότι και στο διεθνές πάνθεον αξιολόγησης υπάρχουν διαβαθμίσεις. Υπάρχουν οι μικροί και οι μεγάλοι οίκοι, οι διάσημοι και οι άγνωστοι, οι αυστηροί και οι πιο ελαστικοί. Όμως, ανεξαρτήτων των ρυθμών και των μεθόδων τους, όλοι τους δείχνουν προς μια κατεύθυνση. Και αυτή την φορά η κατεύθυνση είναι ότι η Ελλάδα πάει να κατακτήσει την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα που κυνηγάμε εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Και καλό είναι να συνειδητοποιήσουμε ένα πράγμα. Μόνο όταν θα έχουμε κερδίσει την βαθμίδα αυτή, θα έχουμε τελειώσει πρακτικά και ουσιαστικά απ’ τα μνημόνια. Μπορεί οι διεθνείς οίκοι και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, από το 2018-19 και εντεύθεν να μην μας παρακολουθούν τόσο στενά και ασφυκτικά ώστε να έχουν βιδώσει μια τρόικα πάνω στον σβέρκο μας, πλην τυπικά, την εμπιστοσύνη των αγορών δεν την έχουμε αποκτήσει ακόμα.

Οι διεθνείς αξιολογήσεις 

Θα την αποκτήσουμε όταν δούμε τους διάσημους οίκους αξιολόγησης σαν την S&P, Fitch, Moody’s, DBRS να αναβαθμίζουν την Ελλάδα, δηλαδή να διαβεβαιώνουν τους διαχειριστές κεφαλαίων σε όλη την υφήλιο ότι η χώρα μας είναι ασφαλής τόπος για να τοποθετήσουν τα λεφτά τους. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό είναι το νόημα των διεθνών αξιολογήσεων. Η διαβεβαίωση από αυστηρούς και ακριβοδίκαιους ειδήμονες ότι η ελληνική οικονομία πάει καλά, ότι έχει αναπτυξιακές προοπτικές, ότι η κυβέρνηση της τηρεί τους κανόνες δημοσιονομικής σταθερότητας και ότι όποιος αγοράσει ελληνικά ομόλογα μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα πάρει τα λεφτά (μαζί με τους τόκους) του πίσω. Αυτές τις διεθνείς διαβεβαιώσεις είχαμε χάσει το 2008-09 και μετά καταστραφήκαμε πολλαπλώς.

Αργά και βασανιστικά 

Τώρα τα ξανακερδίζουμε αργά-αργά και βασανιστικά. Ανά τρίμηνο και εξάμηνο παίρνουμε και μερικούς θετικούς πόντους παραπάνω, καβαλάμε σκαλιά στην πυραμίδα που στην βάση της είναι το «ακουπίδια» και στην κορυφή το «αξιόχρεο», όμως το πραγματικό ξεκλείδωμα είναι η επενδυτική βαθμίδα. Που κι αυτή έχει κάμποσες διαβαθμίσεις. Να, μόλις πριν έναν μήνα η Fitch αφαίρεσε από την αμερικανική οικονομία μια υπομονάδα αξιολόγησης. Από την κορυφαία ΑΑΑ, την υποβίβασε στην ΑΑ+, γεγονός που προκάλεσε την οργή του Μπάιντεν. Αλλά αυτό και μόνο δείχνει την τεράστια ισχύ που έχουν οι οίκοι αξιολόγησης, αφού μπορούν να υποβαθμίσουν την μεγαλύτερη και ισχυρότερη οικονομία του κόσμου, την χώρα που ηγεμονεύει και στρατιωτικά στην υφήλιο, δίχως να υπολογίζουν κανέναν.

Μέχρι τα Χριστούγεννα

Εμείς περιμένουμε μέχρι τα Χριστούγεννα να έχουμε λάβει την πρώτη-πρώτη επενδυτική βαθμίδα, αν και μετά ακολουθούν τουλάχιστον άλλες πέντε ή έξι επόμενες βαθμίδες, ανάλογα με τον οίκο. Στην πραγματικότητα δηλαδή, θα λάβουμε από την Moody’s και την Fitch (που μας ενδιαφέρουν) την πρώτη βαθμίδα της μέτριας εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών, όχι την ανώτερη ή την ανώτατη. Αλλά ακόμα κι αυτή η «μέτρια» υψηλή βαθμίδα, τοποθετεί την Ελλάδα στην παγκόσμια ελίτ των χωρών με καλή και ισχυρή οικονομία. Και ξεκλειδώνει αυτόματα πολύ περισσότερα προνόμια απ’ όσα φαντάζεται ο μέσος πολίτης που είναι άσχετος από τις διεθνείς αγορές.

Κατ’ αρχήν, η απόκτηση της βαθμίδας σημαίνει αυτόματη εισροή τεράστιων κεφαλαίων στην χώρα. Είτε για αγορά ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, είτε για τοποθέτηση στο χρηματιστήριο, είτε για παραγωγικές επενδύσεις σε διάφορους τομείς. Γιατί θα συμβεί αυτό; Διότι μεγάλα διεθνή funds, μεγάλες τράπεζες αλλά και διαχειριστές κεφαλαίων ασφαλιστικών ταμείων απ’ όλο τον κόσμο, έχουν καταστατικό όρο να μην τοποθετούν τα χρήματα τους παρά σε χώρες που έχουν την πρώτη επενδυτική βαθμίδα. Περίπου το 80% των οργανισμών διαχείρισης κεφαλαίων παγκοσμίως,  έχουν αυτό τον όρο στο καταστατικό τους. Άρα καταλαβαίνουμε ότι μέχρι τώρα η Ελλάδα ήταν αποκλεισμένη από το 80% των παγκόσμιων κεφαλαίων που μπορούσαν να την βοηθήσουν. Με την ανάκτηση της βαθμίδας, αυτά τα κεφάλαια απελευθερώνονται.

Σοβαρή οικονομική πολιτική 

Όχι ότι θα προσελκύσουμε αυτόματα. Χρειάζονται κι άλλες προϋποθέσεις, με πρώτη και βασικότερη την δική μας σοβαρότητα στην οικονομική πολιτική. Αν αρχίσουμε να ξοδεύουμε περισσότερα απ’ όσα μπορούμε, κατ’ ευθείαν θα ξαναβρεθούμε στην προηγούμενη οικονομική μας κατάσταση. Αν αρχίσουμε τα επιδόματα, τις αυξήσεις εισοδημάτων δίχως αντίστοιχη άνοδο της παραγωγικότητας της οικονομίας, αν σταματήσουν οι μεταρρυθμίσεις, αν δεν υπάρξει ισχυρό χτύπημα της θηριώδους φοροδιαφυγής, δεν πρόκειται να πετύχουμε τίποτα ουσιαστικό. Θα κινούμαστε πάντα στην γκρίζα ζώνη ανάμεσα στην κακή και μέτρια οικονομία, με αποτέλεσμα σε κάθε διεθνή κλυδωνισμό τα κεφάλαια να φεύγουν για ασφαλέστερους προορισμούς και μετά να κάνουν μια δεκαπενταετία για να επιστρέψουν. Καθότι, όπως είπαμε, εύκολα φεύγουν, δύσκολα επιστρέφουν.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη 

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει να τα κατανοεί πλήρως όλα αυτά, ενώ παράλληλα φαίνεται να πετυχαίνει αξιοθαύμαστες μακροκοικονομικές επιδόσεις. Λογικά, και την επενδυτική βαθμίδα θα κερδίσουμε πριν κλείσει ο χρόνος και η ελληνική οικονομία θα πάει σε εξαιρετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αισθητά μεγαλύτερους από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Αλλά επειδή υπάρχει η κατάρα της δεύτερης φοράς για τις κυβερνήσεις, που ξεκινούν περίφημα και φρενάρουν ξαφνικά άνευ λόγου, ας είμαστε σε εγρήγορση και δίχως πολλές βεβαιότητες. Η δεύτερη θητεία Κυριάκου, μπορεί να αποδειχθεί δυσκολότερη από την πρώτη…

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις