Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Δημήτρη Καμπουράκη
Ο συνήθως κατηφής Νίκος Ανδρουλάκης, είχε ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά όταν μπροστά στις κάμερες υποδέχτηκε την Ράνια Θρασκιά στις τάξεις της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ.Η συμπαθέστατη Ράνια από την άλλη, έκανε την πολιτικότατη δήλωση της μπροστά στον καινούριο της αρχηγό δίχως να κάνει κανένα λάθος, αν και μέχρι πριν λίγο καιρό, μιλώντας στα κανάλια έλεγε ότι δεν ξέρει πολλά πράγματα από το συγκεκριμένο άθλημα, καθώς τώρα προσπαθεί να μάθει από πολιτική.
Βεβαίως, αν θυμάμαι καλά, μόλις πριν δυο χρόνια και λίγο πριν από τις εκλογές του 2023, μέσα σ’ ένα παρόμοιο μοτίβο αλλά με άλλον αρχηγό δίπλα της, είχε δηλώσει ότι θα είναι υποψήφια με τον ΣΥΡΙΖΑ διότι «βλέπει την αλήθεια στα μάτια του Αλέξη Τσίπρα».
Και μόνο η αντιπαραβολή των δύο αυτών δηλώσεων μέσα σε τόσο λίγο χρόνο, αποδεικνύει ότι η γλυκύτατη Θεσσαλονικιά είχε ευθύς εξ αρχής την πολιτική μέσα στο αίμα της και ότι δεν χρειάστηκε ποτέ εντατικά μαθήματα για να μάθει τα βαθύτερα μυστικά αυτής της παμπάλαιας τέχνης.
Μπορεί να υπάρχουν δεκάδες ορισμοί της «πολιτικής» ως έννοιας, ως λειτουργήματος και ως τεχνικής ή τέχνης, από κανέναν τους όμως δεν λείπει η λέξη «επιβίωση». Η πολιτική, πρώτα και πάνω απ’ όλα, είναι επιβίωση. Επιβίωση για τον πολιτικό, για την παράταξη, για το κόμμα, για όποιον τέλος πάντων εμπλέκεται μ’ αυτή την διαδικασία. Μετά την «επιβίωση» ακολουθεί η «επικράτηση». Τίποτα και κανένας δεν μπορεί να μπει φραγμός στο ένστικτο ενός πολιτικού για «επιβίωση», ούτε υπάρχει τέρμα που θα συγκρατήσει τον πολιτικό όταν ορμά για την «επικράτηση» του.
Η χώρα των… μεταγραφών
Τα παραπάνω αφορούν κατ’ ελάχιστον την Ράνια Θρασκιά ή τον Πέτρο Παππά που τις επόμενες βδομάδες θα προσχωρήσει κι αυτός στο ΠΑΣΟΚ.
Οι δύο αυτοί που εκλέχτηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ, πήγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ στον Κασσελάκη και τώρα προσχωρούν στον Ανδρουλάκη, είναι μικρά πολιτικά μεγέθη μπροστά σε άλλους και άλλες περιπτώσεις ανθρώπων που έχουμε δει να κάνουν το ίδιο.
Τι να πρωτοθυμηθούμε και τι να πρωτοξεχάσουμε. Τελικά στην Ελλάδα, η μεταγραφή είναι παγίως η μία από τις δυο όψεις του πολιτικού νομίσματος. Ενδεχομένως δε, να είναι και μια από τις βασικές αιτίες που το νόμισμα αυτό συχνότατα αποδεικνύεται κάλπικο ή έστω μειωμένης αξίας.
Δεν χρειάζεται καν να καταφύγουμε στις παλιές διευρύνσεις προς το Κέντρο του Κωνσταντίνου Καραμανλή πριν μισό αιώνα, ούτε στις αμφίπλευρες διευρύνσεις του Ανδρέα προς Δεξιά και Αριστερά πριν σαράντα χρόνια, που συνοδεύτηκαν από καραμπινάτες μεταγραφές. Μόνο να θυμηθούμε τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου ως βουλευτή και υπουργό της ΝΔ ή τον Στέφανο Μάνο και τον Μανόλη Γλέζο στα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ, αρκεί. Ακόμα κι αν περιορίσουμε τον χρόνο έρευνας στην τελευταία εικοσαετία, πάλι ο χώρος του άρθρου δεν φτάνει για να μνημονεύσουμε τις πιο σπουδαίες μεταγραφές από κόμμα σε κόμμα.
Για θυμήσου…
Θυμηθείτε τον σωρό των Πασοκικών στελεχών που έτρεξαν να πλαισιώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα. Από τον Γιάννη Ραγκούση ως την Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, από την Λούκα Κατσέλη ως τον Παναγιώτη Κουρουμπλή, κι από τον Γιώργο Κατρούγκαλο μέχρι τον Γιάννη Αμανατίδη.
Θυμηθείτε τον Πάνο Καμένο από υπουργό της ΝΔ να στέφεται εταίρος του Τσίπρα και τον Άδωνη Γεωργιάδη μαζί με τον Μάκη Βορίδη να μεταγράφονται από το ΛΑΟΣ στην ΝΔ και να γίνονται πρωτοκλασσάτα στελέχη.
Μετρήστε πόσοι πρώην Πασόκοι είναι σήμερα υπουργοί του Μητσοτάκη, από τον Πιερρακάκη ως τον Σκέρτσο και την Μενδώνη. Θυμηθείτε πως λάκισαν όλοι οι βουλευτές του Καμμένου για να επιβιώσουν δίπλα στον Τσίπρα, σκεφτείτε πως ακόμα κι ο Βελόπουλος ξεκίνησε ως μέλος του ΠΑΣΟΚ, πήρε το πρώτο βάφτισμα στο ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη και τώρα το παίζει αρχηγός κόμματος και κολλητάρι του Πούτιν και του Έλον Μάσκ.
Ατέλειωτος ο ονομαστικός κατάλογος. Πολλές δεκάδες έως και εκατοντάδες όσοι «μεταγράφηκαν» ή «μετακινήθηκαν» επειδή «είδαν ο φως το αληθινό», το οποίο πάντα είναι συνυφασμένο με την προσωπική τους πολιτική επιβίωση και με την καριέρα τους. Δεκάδες επίσης τα κόμματα και οι αρχηγοί που επιδίωξαν και πέτυχαν τέτοιες εισροές στο κόμμα τους, ακόμα κι αν σε παλιότερες εποχές είχαν υποστεί τις συνέπειες αντίστοιχων πράξεων από δικά τους στελέχη που αποχώρησαν για άλλα κόμματα.
Όσο για την πολιτική απόδοση τέτοιων κινήσεων για τα κόμματα που υποδέχονται στελέχη άλλων χώρων, είναι τόσο σχετική και συζητήσιμη που κανένας δεν βάζει το χέρι του στην φωτιά για τα αποτελέσματα της.
Για να είμαι ακριβοδίκαιος ως συντάκτης αυτού του άρθρου, δεν πιστεύω ότι είναι υποχρεωτικό για κάποιον που στρατεύτηκε σ’ ένα πολιτικό χώρο στα είκοσι του χρόνια, να παραμένει στον ίδιον μέχρι να πεθάνει. Οι άνθρωποι αλλάζουν και αναθεωρούν, εξάλλου το ίδιο κάνουν και τα κόμματα ή οι παρατάξεις. Κάθε περίπτωση κουβαλά την ιδιαιτερότητα της και το προσωπικό της ύφος και ήθος.
Οι εξόφθαλμες και ακατέργαστες περιπτώσεις καριερισμού είναι που κάνουν το πράγμα ανυπόφορο. Κάποιος μπορεί να αποστασιοποιηθεί για ένα ικανό διάστημα και να επανέλθει με διαφορετικά πιστεύω. Αυτές οι μετακινήσεις, ακόμα κι αν κρύβουν προσωπικές στρατηγικές από πίσω, δεν είναι τόσο προκλητικές. Αυτές που δεν αντέχονται, είναι οι μεταγραφές που σφραγίζονται από γενιτσαρισμό και απροκάλυπτο κυνισμό.
Το γιατί ένα κόμμα κι ένας πολιτικός αρχηγός δέχεται έναν εν ενεργεία βουλευτή από άλλο κόμμα, δεν χρειάζεται μεγάλη διερεύνηση. Πρώτο, διότι είναι σημαντικό αντί να σου φεύγουν βουλευτές, να έρχονται προς εσένα. Ειδικά αν προέρχονται από αντίπαλο κόμμα που διεκδικεί την ηγεμονία του δικού σου ευρύτερου πολιτικού χώρου. Πριν λίγα χρόνια, βουλευτές και στελέχη έφευγαν απ’ το ΠΑΣΟΚ και πήγαιναν στον ΣΥΡΙΖΑ, τώρα συμβαίνει το ανάποδο. Και μόνο αυτό φτάνει για τον Ανδρουλάκη. Δεύτερο, υποτίθεται ότι κάθε τοπικός παράγοντας, για να έχει εκλεγεί βουλευτής διαθέτει μια προσωπική εκλογική πελατεία, ένα ικανό κομμάτι της οποίας είναι πιθανό να μετακομίσει μαζί με τον βουλευτή που είχε ψηφίσει. Τα μεγέθη αυτά δεν είναι μετρήσιμα, αλλά πάντα λαμβάνονται υπόψη.
Απέναντι σ’ αυτή την αριθμητική και μάλλον κυνική αντιμετώπιση του φαινομένου της πολιτικής μεταγραφής, υπάρχει όμως πάντα κάτι πολύ ευρύτερο και μεγαλύτερο που αφορά το σύνολο του εκλογικού σώματος. Η γενικευμένη αίσθηση μιας πολιτικής παρακμής κι ενός παζαριού για την βουλευτική έδρα, που προσβάλλει το αίσθημα δικαιοσύνης των πολιτών και τραυματίζει κάθε ιδέα εντιμότητας και εμπιστοσύνης. Μόνο που και αυτά δεν είναι μετρήσιμα.
Όλοι κινούνται με βάση υποθέσεις. Οι μετακινούμενοι, ότι στο καινούριο κόμμα θα προκόψουν αφού πάντα είναι μεγαλύτερο απ’ αυτό που εγκαταλείπουν. Το κόμμα που τους δέχεται, ότι θα κουβαλούν μαζί τους και τους ψηφοφόρους τους. Το κόμμα που εγκαταλείπεται, ότι θα κερδίσει από την αποκάλυψη της ανέντιμης συναλλαγής που εξυφάνθηκε εναντίον του και πάει λέγοντας.
Τελικά κανείς δεν ξέρει τι πραγματικά συμβαίνει. Η ελληνική κοινωνία οικτίρει συνήθως αυτούς που μετακινούνται, αλλά στις περισσότερες των περιπτώσεων τους επιβραβεύει παράλληλα.
Συνήθως εκλέγονται. Άλλοι απ’ αυτούς δεν καταφέρνουν να κάνουν καριέρα στο καινούριο κόμμα κι άλλοι ενσωματώνονται μια χαρά σαν να ήταν ιδρυτικά του μέλη.
Όταν αποχωρούν αρνούνται να παραδώσουν την έδρα στο παλιό τους κόμμα, αλλά από το καινούριο πόστο τους είναι έτοιμοι να απαιτήσουν από κάποιον άλλον που αποχωρεί, να φύγει δίχως την βουλευτική του ιδιότητα. Όλο αυτό ονομάζεται πολιτική…