Με μια ιστορική απόφαση, ο Άρειος Πάγος επιρρίπτει για πρώτη φορά ευθύνες στην τράπεζα MARFIN για την τραγωδία που σημειώθηκε στο υποκατάστημά της στην οδό Σταδίου, στις 5 Μαΐου 2010, κατά τη διάρκεια επεισοδίων σε συλλαλητήριο.
Η πυρκαγιά στο νεοκλασικό κτίριο, το οποίο η τράπεζα είχε εκμισθώσει, κόστισε τη ζωή σε τρεις εργαζόμενους, μεταξύ των οποίων και μια έγκυος γυναίκα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε προηγούμενη απόφαση του Εφετείου, παραπέμποντας την υπόθεση εκ νέου στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών. Επισημάνθηκε μάλιστα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, διαφορετικό από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου καταλογίζει ευθύνες όχι μόνο στην εκμισθώτρια τράπεζα για την απουσία μέτρων ασφαλείας, αλλά και στο Εφετείο, που είχε ουσιαστικά απαλλάξει την τράπεζα από τις ευθύνες της.
Σημειώνεται πως οι φυσικοί αυτουργοί της πυρκαγιάς δεν έχουν βρεθεί και δεν κάθισαν ποτέ στο εδώλιο, αφήνοντας το έγκλημα ατιμώρητο για τους συγγενείς των θυμάτων.
Το 2013, στελέχη της τράπεζας είχαν καταδικαστεί για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, καθώς και για σοβαρές παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση του προσωπικού. Ωστόσο, οι οικογένειες των θυμάτων θεωρούν πως η δικαίωση δεν ήρθε ποτέ.
Οι συγγενείς των θυμάτων, μετά την καταδίκη των στελεχών της MARFIN για πλημμελήματα, είχαν κινηθεί νομικά κατά της τράπεζας διεκδικώντας αποζημιώσεις. Το Εφετείο είχε επιδικάσει συνολικά 2,24 εκατομμύρια ευρώ στις οικογένειες των θυμάτων και σε 24 εργαζομένους. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος ανέτρεψε την απόφαση αυτή, θεωρώντας τις αποζημιώσεις υπερβολικές, και την παρέπεμψε εκ νέου στο Εφετείο.
Η υπόθεση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, φέρνοντας ακόμη και πολιτική παρέμβαση από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος ζήτησε την άμεση καταβολή των αποζημιώσεων στους συγγενείς των θυμάτων, αναδεικνύοντας την ανάγκη αποκατάστασης της δικαιοσύνης για ένα από τα πιο τραγικά περιστατικά στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου «το Εφετείο υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της αδικοπρακτικής ευθύνης της πρώτης αναιρεσίβλητης μισθώτριας τράπεζας και των μελών του ΔΣ αυτής (δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου των αναιρεσίβλητων), ως προς τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς παραλείψεις, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 914, 330, 300, 297 και 298 του ΑΚ, τις οποίες εσφαλμένα δεν εφάρμοσε κι έτσι παραβίασε αυτές εκ πλαγίου».
Όπως ορίζει ο Άρειος Πάγος, το Εφετείο «δέχθηκε ότι για την ολοσχερή καταστροφή του μισθίου δεν φέρει καμία υπαιτιότητα η πρώτη εναγόμενη μισθώτρια (Τράπεζα), χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχές για τη λήψη και την τήρηση των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας».
Το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνωρίζει επίσης ότι, το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες, για τις αποδιδόμενες παραλείψεις στη μισθώτρια τράπεζα και στα μέλη του ΔΣ αυτής, ως οργάνων του νομικού προσώπου, «όπως έλλειψη τοποθέτησης στην πρόσοψη του ισογείου καταστήματος ενισχυμένων «αντιβανδαλικών» υαλοπινάκων, οι οποίοι να αντέχουν σε πολλές κρούσεις με βαριά αντικείμενα είτε ρολών ασφαλείας, έλλειψη ύπαρξης δεύτερης εξόδου κινδύνου προς κοινόχρηστο χώρο, έλλειψη τοποθέτησης υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου ή εύκαμπτου σωλήνα συνδεομένου μόνιμα με παροχή ύδατος, έλλειψη μελέτης πυρασφαλείας], ως επίσης να κλείσει το ανωτέρω κατάστημα είτε από την αρχή του ωραρίου λειτουργίας κατά την ημέρα της διαδήλωσης (5-5-2010) είτε πριν από την έναρξη της πορείας».
Όπως τονίζεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου «στην ένδικη περίπτωση, στην οποία επρόκειτο για χώρους εργασίας που χρησιμοποιούνταν ήδη πριν από την 1-1-1995, υπήρχε υποχρέωση «να μην κλειδώνονται» οι έξοδοι κινδύνου, «ούτως ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανεμπόδιστα ανά πάσα στιγμή». Η υποχρέωση αυτή είχε ενσωματωθεί και στο άρθρο 10 παρ.6 του «εγχειρίδιου ασφαλείας προσωπικού, πελατείας και περιουσίας» της Τράπεζας, που ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο του συμβάντος. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 12 -παρ.2 της ΠυρΔ 3/1981, πρέπει να τοποθετείται υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο σε αίθουσες συγκεντρώσεως κοινού των κατηγοριών Β’ και Γ (χωρητικότητας 201 ατόμων και άνω, δηλαδή όχι της κατηγορίας Α’, όπως εν προκειμένω) και, επί πλέον, α) σε αίθουσες συγκεντρώσεως κοινού ανεξαρτήτως κατηγορίας, εφ’ όσον βρίσκονται σε όροφο κτιρίου που υπερβαίνει σε ύψος τα 20 μέτρα και β) σε αίθουσες οιουδήποτε ορόφου, των οποίων η προσέγγιση με εύκαμπτους σωλήνες, τροφοδοτούμενους με νερό από το εξωτερικό του κτιρίου, είναι δυσχερής. Και πάλι, όμως, από την υποχρέωση αυτή (όπως και από την εναλλακτική υποχρέωση τοποθέτησης εύκαμπτου σωλήνα μήκους 15 μέτρων,1 με ακροφύσιο, του οποίου η άλλη άκρη πρέπει να προσαρμόζεται μονίμως σε κρουνό της εσωτερικής υδραυλικής εγκατάστασης, τοποθετημένο προς το σκοπό αυτό, άρθρο 12 παρ.3 της ΠυρΔ 3/1981) απαλλάσσονται όσοι εκμεταλλεύονται αίθουσες συγκέντρωσης κοινού με πληθυσμό μικρότερο των 50 ατόμων, στις οποίες θεωρείται αρκετή η πρόβλεψη τουλάχιστον 2 φορητών πυροσβεστήρων ξηράς κόνεως (άρθρο 12 παρ.1 περ. δ’ της ΠυρΔ 3/1981). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 της ΠυρΔ 3/1981, οι διευθυντές και οι επιχειρηματίες αιθουσών συγκεντρώσεως κοινού, κατά την έννοια της ΠυρΔ, υποχρεούνται να οργανώνουν και εκπαιδεύουν το προσωπικό τους, συνεχώς, σε θέματα πυροπροστασίας, κατάσβεσης πυρκαγιών, εκκένωσης των χώρων κ.λπ.»
Και καταλήγει ο Άρειος Πάγος:
«Για τους λόγους αυτούς αναιρεί την υπ’ αριθ. 5541/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τα λοιπά. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση».