Σε μια από τις λίγες φορές που ο Αλέξης Τσίπρας ταυτίστηκε με την πραγματικότητα, υπέβαλε την παραίτηση του, κάτι που ουσιαστικά θα έπρεπε να είχε κάνει το 2019.
Τότε όμως ζούσε ακόμα με τις αυταπάτες του με τις οποίες πολιτεύτηκε από το 2012. Και παρότι είχε ηττηθεί τρεις φορές, σε διάστημα δύο μηνών – βουλευτικές εκλογές, ευρωεκλογές και περιφερειακές – προχώρησε, με αλαζονεία, χωρίς αυτοκριτική για τα λάθη του, χωρίς αλλαγές και νέα στελέχη, απλά βλέποντας στον καθρέφτη του, τον …Ανδρέα Παπανδρέου αντί τον εαυτό του, σε καταστροφική για το κόμμα του τετραετία.
Μπλεγμένος σε συνιστώσες κάθε λογής και κάθε ονομασίας, οι περισσότερες άγνωστες στο ευρύ κοινό, υπέκυπτε στις αξιώσεις, στρεφόμενος άλλοτε προς τα αριστερά ή ακροαριστερά και άλλοτε προς το κέντρο. «Παλαντζάριζε» σαν ανεμοδούρα, όλα αυτά τα χρόνια, με καθοδηγητή τον «πολακισμό», τον «αντιμητσοτακισμό», το διχασμό και την τοξικότητα.
Εφησυχασμένος από το 31,5% που έλαβε το 2019, περίμενε πως η κοινωνία θα λειτουργούσε ως συνήθως. Θα κατέγραφε εκλογικά το πολιτικό κόστος που έχουν οι κυβερνώντες και θα το μετέφερε αυτούσιο, ως πολιτικό όφελος στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Γι΄ αυτό κάθισε ο κ. Τσίπρας αναπαυτικά στην καρέκλα του και περίμενε να πέσει ο Μητσοτάκης, ως «ώριμο φρούτο» και ο ίδιος να περάσει ξανά την πόρτα του Μαξίμου. Εξάλλου είχε μια δεύτερη γραμμή άμυνας, την απλή αναλογική, με την οποία θα μπορούσε να φρενάρει τον Μητσοτάκη και να ανακατέψει την τράπουλα προς όφελος του. Αισθανόταν σίγουρος, παρά τις ηχηρές προειδοποιήσεις των δημοσκοπήσεων.
Εχθρός του ΣΥΡΙΖΑ η κανονικότητα
Η πολιτική στρατηγική που επέλεξε και η αδυναμία του να διαβάσει τις αλλαγές στην κοινωνία τον οδήγησαν στη διπλή συντριβή του Μαΐου και του Ιουνίου. Παρότι είχε αποφασίσει να μην παραιτηθεί- υπάρχουν οι σχετικές δηλώσεις του- εν τούτοις διαπίστωσε πως, τώρα, δεν μπορεί να μαζέψει τα συντρίμμια της πολιτικής του και αποφάσισε να ανοίξει το δρόμο για την εκλογή νέου προέδρου στο κόμμα. Έτσι για να γλιτώσει το όποιο πολιτικό κεφάλαιο του έχει απομείνει στο σμικρυμένο πια χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Άλλωστε νέος είναι, μετά από κάποια χρόνια μπορεί να ξαναδοκιμάσει.
Σε αυτό το κεφάλαιο, όπως και ο ίδιος είπε στην ομιλία της παραίτησης του, ήταν η άνοδος ενός κόμματος του 3% στο 36% και στην κυβέρνηση, με τη στήριξη της τότε ακροδεξιάς του Καμμένου, που δεν είπε. Μια άνοδος που βασίστηκε όχι σε πρόγραμμα και σε πρόταση, αλλά στην οργή του κόσμου για το παλιό πολιτικό κατεστημένο που οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία και τους πολίτες στην απέραντη φτώχεια.
Τώρα η επαναφορά της κανονικότητας με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, των επενδύσεων, της αύξησης μισθών και συντάξεων, του περιορισμού της αίσθησης της ανασφάλειας για το μέλλον της χώρας, κατέστησε περιττό τον ΣΥΡΙΖΑ και τον κ Τσίπρα κλείνοντας τον «ιστορικό κύκλο» τους.
Ηττήθηκε το σύστημα ΣΥΡΙΖΑ
Ο κ. Τσίπρας, παρά τις αντιρρήσεις της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, επέλεξε να ανοίξει και να κλείσει τις διαδικασίες της διαδοχής του καλοκαιριάτικα και να στείλει τα μέλη του κόμματος να ψηφίσουν άρον άρον με… μαγιό από τα κάμπινγκ και αντηλιακό για το νέο πρόεδρο. Ο ίδιος δήλωσε πως θα είναι παρών, τώρα και μετά, στην πολιτική, αφήνοντας αδιευκρίνιστο με ποιό ρόλο, εκτός αυτόν του βουλευτή.
Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο το νέο πρόσωπο στην προεδρία του κόμματος, είναι η πανωλεθρία του συστήματος ΣΥΡΙΖΑ, η πορεία της πτώσης του οποίου ξεκίνησε την επομένη κιόλας, της περίφημης «κωλοτούμπας» του 2015 με την υπονόμευση της εκφρασμένης θέλησης του ογκώδους ποσοστού του 62% στο δημοψήφισμα.
Ένα οκτάμηνο μετά, από τις αρχές του 2016 με την εκλογή του Μητσοτάκη στην προεδρία της ΝΔ , ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε την πρωτιά στην πρόθεση ψήφου όλων των δημοσκοπήσεων και δεν την είδε ποτέ ξανά. Με την τελευταία ήττα του έχασε το 43,5 % των ποσοστών που είχε το 2019 ή αν θέλετε το 50% των ποσοστών του 2015.
Η συντριβή μπορεί να έχει το ονοματεπώνυμο του Αλέξη Τσίπρα. Αλλά δεν αφορά μόνο τον αρχηγό του κόμματος, ή μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αφορά ολόκληρο το αριστερό σύστημα ή συνονθύλευμα που χτίστηκε από τον Τσίπρα, με θεμέλια την τοξικότητα, το διχασμό και τα ψέματα. Αφορά το σύστημα των κάθε λογής καλλιτεχνών, διανοούμενων, καθηγητών Πανεπιστημίου και μέσων ενημέρωσης που τον «λιβάνιζαν» σε κάθε δημόσια εμφάνιση του. Αφορά ακόμα και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που μετακόμισαν στην Κουμουνδούρου για μια καλύτερη ζωή και τώρα έμειναν εκτός νυμφώνος .
Κυρίως πρόκειται για πανωλεθρία της ίδιας της ιδέας της ριζοσπαστικής αριστεράς στη χώρα μας και της ασυλίας που της παρείχε μέχρι πρόσφατα ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας.
Και αυτό το σάπιο σύστημα αναφοράς σε μια αριστερά που κατακρημνίστηκε, δεν ανακάμπτει, γι αυτό και ο Αλέξης «παραμέρισε» με το… μαξιλάρι του για να περάσουν άλλοι.
Κέρδισε το «κέντρο» του Μητσοτάκη
Ο Μητσοτάκης κέρδισε μια τρίτη κατά σειρά εκλογική νίκη, γιατί μετέτρεψε τη ΝΔ από την παλιά «λαϊκή δεξιά» σ ένα σύγχρονο προοδευτικό ρεύμα της κοινωνίας που βασίστηκε στον κεντρώο χώρο και στην ορθολογική στρατηγική του κινήματος «Μένουμε Ευρώπη» και απαιτούμε, με στόχο τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
«Διάβασε» καλά τις εξελίξεις, τις ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας, ύστερα από μια δεκαετή κρίση και πήρε την πρώτη νίκη το 2019. Έκανε πράξη πολλά από όσα υποσχέθηκε, κάτι ασύνηθες για ελληνική κυβέρνηση και παντελώς ξένο για αριστερές κυβερνήσεις και έτσι απέκτησε την εμπιστοσύνη των πολιτών. Εγκαταστάθηκε στο πολιτικό και κοινωνικό κέντρο και διαμόρφωσε το επόμενο βήμα του, μέσα από αλλεπάλληλες κρίσεις, για την κοινωνία του αύριο. Με καθαρό λόγο, στοιχειοθετημένες προτάσεις, οδήγησε τη ΝΔ σε ένα διπλό θρίαμβο.
Αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατώντας να «διαβάσει» τόσα χρόνια τις αλλαγές στην κοινωνία, παρέμεινε στις πλατείες του παρελθόντος.
«Δούλευε» μέχρι χθες με εργαλεία του παρελθόντος. Η «κακιά δεξιά», ο «έλληνας Όρμπαν», ο «ακροδεξιός Μητσοτάκης», «ο πιο επικίνδυνος πρωθυπουργός», φράσεις που παρέλαυναν από τα τηλεοπτικά παράθυρα μαζί με μια μαύρη και μίζερη εικόνα για τη χώρα, όταν οι πολίτες, ήδη, έβλεπαν και το γκρίζο και το λευκό. Και το κυριότερο, ποτέ δεν αντιλήφθηκε, το πλεονέκτημα του Μητσοτάκη στη διαχείριση των κρίσεων.
Δεν είχε υπόψη του άραγε, την περιβόητη ρήση του Ντενγκ Ξιάο Πινγκ, πως «άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, δεν έχει σημασία, αρκεί να πιάνει ποντίκια»; Ο Μητσοτάκης «έπιανε τα ποντίκια» γεγονός που κατάλαβε ο ελληνικός λαός ενώ ο ίδιος παρίστανε την «άσπρη γάτα».
Η θολή επόμενη μέρα
Δίχως έρμα πια ο ΣΥΡΙΖΑ και δίχως τον Αλέξη Τσίπρα, που κακά τα ψέματα, ήταν ο συνεκτικός κρίκος αυτού του θολού κόμματος, με τις περίεργες και παράξενες συνιστώσες, δύσκολα θα σταθεί στα ποσοστά που έλαβε στις εκλογές του Ιουνίου.
Πρόσωπα, όπως η σκληρή κα Αχτσιόγλου, ο πρωτοεμφανιζόμενος αμφιλεγόμενος κ. Τεμπονέρας -μοιάζει με αντίγραφο του Αλέξη- ο μετριοπαθής κ. Χαρίτσης ή ο παλαίμαχος Ε. Τσακαλώτος, ή όποιος ακόμα εμφανιστεί θα απέχει παρασάγγας από την προσωπικότητα του Αλέξη Τσίπρα και του επικοινωνιακού πλεονεκτήματος του.
Τώρα δεν υπάρχει η οργή, ή αγανάκτηση να «πατήσει» ο ΣΥΡΙΖΑ και να κάνει το άλμα του προς τα πάνω. Τώρα υπάρχει η κανονικότητα, στην οποία κατέγραφε ποσοστά κοντά στο 3%. Ίσως, όμως, καταφέρουν και δημιουργήσουν ένα νέο κόμμα στην κεντροαριστερά, μακριά από τα τοξικά χαρακτηριστικά και συμπλέγματα που το είχε περιβάλει η προσωπικότητα του Τσίπρα, με νέες ιδέες και νέο όραμα για την ελληνική κοινωνία, μακριά από ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
Αλλά θα πάρει χρόνο και ο Ανδρουλάκης, το ΠΑΣΟΚ, καραδοκεί. Είναι ιστορική η ευκαιρία για το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, που τόσο χλευάστηκε, λεηλατήθηκε και κατηγορήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, να πάρει το «αίμα» του πίσω…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου