0

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press

του Γιώργου Δ. Χριστόπουλου*

Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών αποτέλεσε και αποτελεί βασική δέσμευση του κυβερνητικού προγράμματος, με στόχο τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και περαιτέρω τα περιθώρια βελτίωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα.

Ειδικά στις δραματικές συνθήκες τις οποίες είχε διαμορφώσει για τη ρευστότητα των επιχειρήσεων η διπλή –υγειονομική (λόγω κορονοϊού) και οικονομική– κρίση, η πληρωμή εισφορών στο 40,56% επί του μικτού μισθού των πλήρως απασχολούμενων μισθωτών που ήταν το 2019 (βλ. σχετ. στον πίνακα 1) και πιο παλιότερα μέχρι το 2012 46,56%, αποτελούσε σημαντικό αντικίνητρο για τη διατήρηση της απασχόλησης, την αύξηση της κατανάλωσης και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Τα «βάρη» ήταν πιο δυσβάστακτα αν προσθέταμε και τις φορολογικές εισφορές.

Τα επίσημα στοιχεία έδειχναν πως έφταναν έως το 70% του εισοδήματος ενός απασχολούμενου. Και όλοι μιλούσαμε για μία αναλογία η οποία ήταν από τις πιο υψηλές ανά την Ε.Ε., που δυσκόλευε την προσπάθεια της Ελλάδας να αυξήσει την ανταγωνιστική της θέση, να προσελκύσει επενδύσεις και να τονώσει τις εξαγωγές.

Μιλάμε προφανώς για τη «φορο- ασφαλιστική σφήνα» (tax wedge), δηλαδή το τι τελικά κοστίζει στην επιχείρηση συνολικά ο εργαζόμενος και το τι αυτός εισπράττει καθαρά (ως διαθέσιμο εισόδημα), η οποία ήταν αδικαιολόγητα υψηλή.

Ωστόσο σήμερα παρά τη σημαντική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών είναι ακόμα υψηλή στην Ελλάδα για τα δεδομένα των κρατών της Ε.Ε και του ΟΟΣΑ και δεν παύει να είναι αντικίνητρο στην αγορά εργασίας.

Συγκεκριμένα κατέβηκε στο 35,5% το 2024 από 38,4%, το 2019 όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 30,8%.

Αν μάλιστα στο ποσοστό αυτό δεν υπολογίσουμε τη φορολογική επιβάρυνση, το μη μισθολογικό κόστος εργασίας στην Ελλάδα είναι 26% και βρίσκεται στις 4 ακριβότερες χώρες ανάμεσα σε 37 κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ ως προς τις εισφορές κύριας και επικουρικής ασφάλισης, όπου ο μέσος όρος είναι 18,2%. Ακριβότερες εισφορές από την Ελλάδα έχουν μόνο η Βρετανία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία.

Γιατί αποτελεί κεντρική επιλογή:

Όπως σημειώσαμε πιο πάνω, «η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και συνακόλουθα του μη μισθολογικού κόστους αποτελεί κεντρική επιλογή, γιατί ενισχύει το τρίπτυχο: θωράκιση της αγοράς εργασίας, βελτίωση στο εισόδημα των εργαζομένων και αύξηση των θέσεων απασχόλησης».

Η εξέλιξη των ασφαλιστικών εισφορών:

Με τον. 4670/2020 τον Ιούνιο του 2020 μειώθηκαν οι εισφορές κατά 0,90 ποσοστιαίες μονάδες

Με τους νόμους 4756/2020 και 4826/2021 τον Ιανουάριο του 2021 μειώθηκαν άλλες 3 ποσοστιαίες μονάδες

Τέλος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 97 του ν. 4387/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 45 του ν. 4670/2020, από 01.06.2022 επήλθε μείωση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα στις εισφορές προς τα επικουρικά ταμεία (ΕΤΕΑΕΠ, ΤΕΚΑ).

Έτσι με όλες τις περικοπές αυτές οι εισφορές έχουν υποχωρήσει κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες.

Περαιτέρω, ενώ ο προγραμματισμός της κυβέρνησης ήταν να προχωρήσει σε σωρευτική μείωση εισφορών κατά 1 ποσοστιαία μονάδα έως το 2027, μοιρασμένη 0,5 μονάδες το 2025 και 0,5 μονάδες το 2027, τελικά ο πρωθυπουργός από το βήμα της 88ης ΔΕΘ ανακοίνωσε ως εμπροσθοβαρή τη μείωση γεγονός που ήταν μια από τις εκπλήξεις του καλαθιού της ΔΕΘ.
Ήδη η διάταξη περιλαμβάνεται στον πρόσφατο νόμο 5162/2024.

Με τη μείωση 1 μονάδας από 01.01.2025 (εκ των οποίων 0,5% από τις εισφορές εργαζομένων και 0,5% από τις εργοδοτικές εισφορές κλάδου υγείας), η σωρευτική μείωση των εισφορών από το 2019 θα ανέρχεται σε 5,4 ποσοστιαίες μονάδες (από 40,56% σε 35,16%. Ήτοι 13.37% εισφορά ασφαλισμένου και 21,79% εισφορά εργοδότη.

Σημειώνεται ότι στη συνέντευξη τύπου και το σχετικό Δελτίο Τύπου για την εξειδίκευση των μέτρων που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ 2024, όπου το οικονομικό επιτελείο απάντησε και σε ερωτήσεις δημοσιογράφων στο τέλος της συνέντευξης, διευκρινίστηκε ότι οι ασφαλιστικές εισφορές στη χώρα μας, ύστερα από τις μειώσεις φθάνουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και ότι οι ασφαλιστικές εισφορές θα μειωθούν επιπλέον 0,5% το 2027 έτσι ώστε η σωρευτική μείωση να ανέλθει σε 5,9 ποσοστιαίες μονάδες.

Διαρθρωτικό μέτρο που μειώνει το μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων:

Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εκτιμάται ότι θα επιδράσει ακόμη θετικά στην απασχόληση, αυξάνοντας τα κίνητρα για προσλήψεις και μειώνοντας αντίστοιχα τα κίνητρα για αδήλωτη απασχόληση, ενώ τονώνεται και το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών.

Αυτό είναι ένα διαρθωτικό μέτρο που μειώνει το μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων» ανέφερε ο υφυπουργός Οικονομικών, Θάνος Πετραλιάς, στο πλαίσιο της εξειδίκευσης των μέτρων της ΔΕΘ από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.

Ενώ η κ. Κεραμέως επισήμανε, πως αυτό σημαίνει νέες θέσεις εργασίας, σημαίνει τόνωση της απασχόλησης, προσθέτοντας ότι

«Η Ελλάδα είχε πάρα πολύ υψηλές ασφαλιστικές εισφορές το 2019. Η μείωση που έχουμε κάνει είναι 4,4 ποσοστιαίες μονάδες, τώρα μειώνουμε ακόμα μία μονάδα και μέχρι 2027 θα αγγίζουμε τις 6 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερες συνολικά».

Είπε επίσης ότι «Τα χρόνια που μειώσαμε τις ασφαλιστικές εισφορές κατά πάνω από 4 ποσοστιαίες μονάδες, δημιουργήθηκαν 500.000 νέες θέσεις εργασίας, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν το 2024.

Οι απώλειες που θα προκαλέσει στα έσοδα των ταμείων η νέα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, εκτιμώνται στα 350 εκατ. έως 400 εκατ. ευρώ, τα οποία θα πρέπει να αναπληρωθούν από τον προϋπολογισμό.

Η ανάγκη ελάφρυνσης του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους της μισθωτής εργασίας – ενδεικτικά παραδείγματα του μη μισθολογικού κόστους:

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο κατώτατος μισθός των 830 ευρώ κοστίζει στην επιχείρηση 1.015 ευρώ την ώρα που οι καθαρές απολαβές για τον εργαζόμενο άγαμο χωρίς προϋπηρεσία ανέρχονται σε 706 ευρώ.
Στους μέσους και υψηλούς μισθούς το μη μισθολογικό κόστος επιβαρύνει περισσότερο τις επιχειρήσεις και στερεί διαθέσιμο εισόδημα από τους μισθωτούς.

Η «φορο- ασφαλιστική σφήνα» (tax wedge):

Το συνολικό κόστος εργασίας με το οποίο επιβαρύνεται ο εργοδότης μεταξύ των ετών 2019-2024 μειώθηκε σημαντικά.

Ωστόσο παρά τη σημαντική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών η «φορο- ασφαλιστική σφήνα» (tax wedge), δηλαδή το τι τελικά κοστίζει στην επιχείρηση συνολικά ο εργαζόμενος και το τι αυτός εισπράττει καθαρά (ως διαθέσιμο εισόδημα) είναι ακόμα υψηλή στη Χώρα μας για τα δεδομένα των κρατών της Ε.Ε και του ΟΟΣΑ και αποτελεί σημαντικό αντικίνητρο στην αγορά εργασίας.

Ενδεικτικά μισθωτός με ένα τέκνο ο οποίος λαμβάνει καθαρό μισθό, ύψους 1.000 ευρώ μηνιαίως (δηλαδή 14.000 ευρώ ετησίως) κοστίζει στον εργοδότη μηνιαίως περίπου 1.542,60 ευρώ, δηλαδή 21.596,40 ευρώ ετησίως.

Δηλαδή το ποσοστό επιβάρυνσης της «φορο- ασφαλιστικής σφήνας» (tax wedge), που αναφέραμε πιο πάνω είναι 35,17% (ήτοι 1.542,60 μείον 1.000,00 = 542,60 ευρώ. και 542,60:1.542,60= 35,17%)

Εφόσον, ο εργοδότης θελήσει να δώσει καθαρή αύξηση στον εργαζόμενο, ύψους 1.000 ευρώ ετησίως, τότε το συνολικό ετήσιο κόστος θα αυξηθεί από 21.596,40 ευρώ στα 23.648 ευρώ. Δηλαδή αυτό θα κοστίσει 2.051,60 ευρώ.

Την ίδια ώρα, μισθωτός με ένα τέκνο, με καθαρό μηνιαίο μισθό 1.500 ευρώ (δηλαδή 21.000 ευρώ ετησίως) κοστίζει στον εργοδότη 2.515,13 ευρώ, δηλαδή 35.211,82ευρώ ετησίως.

Εδώ και πάλι εφόσον, θελήσει να δώσει καθαρή αύξηση στον εργαζόμενο, ύψους 1.000 ευρώ ετησίως, τότε το συνολικό ετήσιο κόστος θα αυξηθεί από 35.211,82 ευρώ στα 37.410 ευρώ. Δηλαδή η καθαρή αύξηση των 1.000 ευρώ, επιφέρει κόστος 2.198,18 ευρώ.

*Ο Γιώργος Χριστόπουλος είναι φοροτεχνικός – οικονομολόγος, με συγγραφική και διδακτική εμπειρία, επιστημονικός συνεργάτης του Taxheaven, μέλος της «mental Group Γ. Χριστόπουλος και Συνεργάτες», τ. καθηγητής φορολογίας και λογιστικής ΤΕΙ.

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Ειδήσεις