Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει μια μεγάλη χώρα στα χέρια του. Μπορεί η Τουρκία να έχει μύρια οικονομικά, κοινωνικά και εθνικής ομοιογένειας προβλήματα, δεν παύει όμως να είναι μια χώρα των ογδόντα σχεδόν εκατομμυρίων ανθρώπων, σ’ ένα από τα πιο διακεκαυμένα σημεία του κόσμου. Αυτή την στιγμή γίνονται δυο πόλεμοι που συγκλονίζουν τον πλανήτη, με τον έναν να γίνεται στα βόρεια σύνορα της και τον άλλον να γίνεται στον νότο της. Πρόκειται για μια χώρα που ανήκει παράλληλα σε διάφορους κόσμους, μια χώρα-κράμα. Ανήκει στρατιωτικά στην Δύση ως μέλος του ΝΑΤΟ, ανήκει στην Ανατολή ως πολιτισμική οντότητα και κοινωνική διάρθρωση, ανήκει τύποις στις δημοκρατικά οργανωμένες χώρες αλλά με ολοφάνερα σημάδια δικτατορίας, ανήκει και στον μουσουλμανικό κόσμο από θρησκευτική άποψη. Σπάνιος συνδυασμός που μπορεί να αποβεί είτε καταστροφικός είτε ευεργετικός για οποιαδήποτε χώρα, ανάλογα με τα χέρια στα οποία θα πέσει.
Και η Τουρκία είναι στα χέρια του Ερντογάν. Εμείς στην Ελλάδα θεωρούμε την Τουρκία ως τον νούμερο ένα στρατηγικό μας αντίπαλο και πάντα έχουμε ανοικτές τις κεραίες μας ώστε να παρακολουθούμε στενά κάθε βήμα της, συχνά όμως αρνούμαστε συνειδητά να αντιληφθούμε ότι το οικονομικό, στρατιωτικό και διπλωματικό ισοζύγιο ανάμεσα στις δύο χώρες μας κάθε άλλο παρά ευνοϊκό για μας είναι. Στην πραγματικότητα το παιχνίδι έγειρε εις βάρος μας τα τελευταία εκατό χρόνια. Το 1922 που η Τουρκία έγινε κοσμικό κράτος και εμείς κλειδώσαμε τα σημερινά μας σύνορα, η μεν Τουρκία είχε 11 εκατομμύρια κατοίκους κι εμείς 7,5. Έναν αιώνα μετά, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου ζουν 80 εκατομμύρια άνθρωποι και στην από δω 11 μόλις. Σε δυο γενιές από σήμερα, τι θα δείχνει το ισοζύγιο; Ενδεχομένως να έχουν περισσότερους ανθρώπους απ’ όσες σφαίρες θα μπορούμε να αγοράσουμε εμείς για την άμυνα μας. Και παρά την ζοφερή οικονομική κρίση που περνά η διπλανή χώρα, ας μην ξεχνάμε ότι μόνο το ΑΕΠ της Κωνσταντινούπολης είναι ίσο με το άθροισμα των ΑΕΠ όλων των χωρών των Βαλκανίων μαζί, της Ελλάδας περιλαμβανομένης.
Ξαναπιάνω το νήμα της ανάλυσης, πατώντας στη σημερινή συγκυρία. Στα βόρεια θαλασσινά σύνορα της Τουρκίας, ολόκληρος ο δυτικός κόσμος αμύνεται στην εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, με την Κίνα να κάθεται στην γωνιά με ευμενή υπέρ του Ρώσου ουδετερότητα. Στα νότια της Τουρκίας αυτή την ώρα διεξάγεται μια τεραστίων διαστάσεων σύγκρουση του Ισραήλ και της Δύσης με τα αυταρχικά καθεστώτα του αραβικού κόσμου και με την παγκόσμια καλοπληρωμένη τρομοκρατία. Δυστυχώς, και οι δυο αυτές συρράξεις που είναι σχεδόν μέσα στον ζωτικό χώρο της Τουρκίας, συνοδεύονται από τραγικές απώλειες χιλιάδων αμάχων και από έναν πόλεμο προπαγάνδας που δεν τον έχουμε ξαναδεί ποτέ. Οποιοσδήποτε θα βρισκόταν στην θέση της Τουρκίας θα προσπαθούσε να «παίξει» ανάμεσα σ’ αυτά τα μέτωπα για να προσπορίσει οφέλη για την χώρα του, αυτό προσπαθεί να κάνει και ο Ερντογάν. Το ζήτημα είναι αν «παίζει» με όρους εντιμότητας και επειδή η ηθική και η εντιμότητα είναι άγνωστες έννοιες στην διεθνή σκηνή, αν «παίζει» αποτελεσματικά για τον ίδιον.
Για να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα, το πρώτο που πρέπει να δούμε είναι αν η Ελλάδα «παίζει» αποτελεσματικά μέσα στο ίδιο πεδίο, διότι θεωρούμε αυτονοήτως ότι κάθε επιτυχία και διεθνής αναβάθμιση της Τουρκίας μακροπρόθεσμα χειροτερεύει τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ μας. Η Ελλάδα λοιπόν, με τις επιλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη, κάνει ακριβώς αυτό που θα ‘πρεπε και θα μπορούσε. Σταθερά προσανατολισμένη στο δυτικό στρατόπεδο, στις αξίες της δημοκρατίας, στις συμμαχικές της υποχρεώσεις και στην πεποίθηση ότι η Αμερική και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σήμερα και η σωστή και η ισχυρή πλευρά της Ιστορίας, από την αρχή ήταν ευθυγραμμισμένη μαζί τους. Και στο Ουκρανικό και στο θέμα του Ισραήλ. Αν απ’ αυτό θα βγούμε κερδισμένοι ή χαμένοι, θα φανεί πολύ αργότερα.
Όμως η Τουρκία του Ερντογάν, κάθε άλλο παρά συνέπεια ή διορατικότητα ή αποτελεσματικότητα δείχνει ως τώρα. Στο μεν Ουκρανικό, αν και μέλος του ΝΑΤΟ κατάφερε να κινηθεί ως έξυπνος ενδιάμεσος. Φρονώ πάντως ότι δεν κέρδισε κάτι ουσιώδες απ’ το Ουκρανικό, αντιθέτως κίνησε τις βαριές υποψίες της Δύσης για την στάση του. Υπήρξε μια στρατηγική μετακίνηση των Αμερικανών προς την Ελλάδα και ένα σοβαρό φρένο προς την ροή εξοπλισμών προς Άγκυρα, αλλά βαριά ζημιά η Τουρκία από το Ουκρανικό δεν έπαθε. Απλώς έβαλε τον σπόρο της αμφιβολίας για την φερεγγυότητα της στο μυαλό των δυτικών. Τώρα όμως με την επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ, το πράγμα αποδείχθηκε πολύ δυσκολότερο για τον Ερντογάν. Ήδη τα σημάδια δείχνουν ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων της Δύσης με την Τουρκία, πλήρη διάρρηξη της όποιας σχέσης Ισραήλ-Τουρκίας και μια σχεδόν βίαιη διπλωματική μετακίνηση της Τουρκίας μακριά από την Δύση, προς τον μουσουλμανικό(;) κόσμο.
Ο Ερντογάν φαίνεται να πέφτει θύμα της εσωτερικής του πολιτικής, που πλέον δεν μπορεί να ξεδιπλώνεται ανεξάρτητα από την εξωτερική του πολιτική. Στο Ουκρανικό έλεγε στους Τούρκους ότι στέκεται ανάμεσα σε δυο αλλοεθνείς και αλλόθρησκους που τσακώνονται, τον Μπάιντεν και τον Πούτιν, δουλεύοντας προς όφελος του Τούρκου. Με τον πόλεμο στην Γάζα το πράγμα άλλαξε. Όταν έχει κυριαρχήσει στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Τουρκίας ως προστάτης της θρησκείας και των πιστών της, ως ηγέτης του μουσουλμανικού κόσμου, πως θα μπορούσε να κρατήσει έξυπνη ή ουδέτερη στάση στην υπόθεση της Γάζας; Η πλήρης και άνευ όρων στήριξη της τρομοκρατικής Χαμάς και των εγκλημάτων της, ήταν μονόδρομος για τον Ερντογάν, με βάση τον τρόπο που γαλούχησε επί χρόνια τους οπαδούς του.
Το γεγονός ότι ο μέσος Τούρκος σήμερα (πλην ίσως των εκσυγχρονισμένων παραλίων) πιστεύει τις ίδια πολιτικές απόψεις και νιώθει τα ίδια συναισθήματα με τον Παλαιστίνιο που βομβαρδίζεται ανηλεώς στην Γάζα, δεν οφείλεται μόνο στην θρησκευτική ταύτιση τους. Οφείλεται πρωτίστως σ’ αυτά που του «πούλησε» ο Ερντογάν για να έχει την ψήφο του. Και τώρα όλα αυτά «κουμπώνουν» σ’ ένα μέτωπο υπέρ των τρομοκρατών, εναντίον των Ισραηλινών, των Αμερικανών και των Ευρωπαίων. Γι αυτό και την βδομάδα που πέρασε ζήσαμε πολύ τούρκικο θέατρο, ως επιστέγασμα αυτής της πολιτικής του Ερντογάν. Είδαμε την παγωμένη χαιρετούρα του Μπλίνκεν με τον Φιντάν, την αποφυγή της αγκαλιάς από τον Τούρκο ΥΠΕΞ, τις διαπρύσιες ομιλίες του Ερντογάν σε συγκεντρώσεις υπέρ των Παλαιστινίων (αλλά στην πραγματικότητα υπέρ της Χαμάς) ή το τσαγάκι που έπινε περιφρονητικά ο Ταγίπ σ’ ένα χωριό την ώρα που ο Αμερικανός ΥΠΕΞ βρίσκονταν στην Τουρκία.
Πάλι προσπαθεί με τερτίπια της στιγμής και κολπάκια της κακιάς ώρας να κολακέψει τον Τούρκο υπήκοο που είναι με το πλευρό των Παλαιστινίων και εναντίον του Ισραήλ, κυρίως διότι αυτό του μάθαινε επί χρόνια ο Ερντογάν. Τώρα λοιπόν ο Ερντογάν γεύεται τα απόνερα της ίδιας του της πολιτικής και έτσι όπως έχει πάει το πράγμα, επειδή αυτό που γίνεται στην Μέση Ανατολή θα καθορίσει παγκόσμιες τάσεις και συμμαχίες, θα γευτεί αυτά τα αποτελέσματα στο μέλλον σε χειρότερο βαθμό. Αρκεί εμείς ως χώρα να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να συνεχίσουμε να βρισκόμαστε στην σωστή και στην ισχυρή πλευρά της Ιστορίας.