Το ασφυκτικό «πατρονάρισμα» του Κ. Μητσοτάκη και των υπουργών του, προς τους υποψήφιους περιφερειάρχες που «ξέμειναν» στο δεύτερο γύρο και η αδυναμία του Κώστα Μπακογιάννη, να διαχειριστεί το κόστος του «μεγάλου περιπάτου», συν την πολιτική αστοχία του να αναδείξει τον σχετικά άγνωστο αντίπαλο του, σ’ ένα ντιμπέιτ, οδήγησαν στην ήττα της κυβερνητικής στρατηγικής.
Στην ουσία η κυβέρνηση, πάτησε τα …κορδόνια της στο δεύτερο γύρο των τοπικών εκλογών. Ο στόχος του πρωθυπουργού για 13 στους 13 περιφερειάρχες και τρεις στους τρεις μεγάλους Δήμους, αποδείχτηκε πολιτικά φιλόδοξος, κοινωνικά αλαζονικός και κομματικά υπονομευμένος, ακόμα από τους ίδιους τους κατά τόπους βουλευτές.
Ο προφανής εκβιασμός «θα δώσουμε κονδύλια του ΕΣΠΑ μόνο στους δικούς μας», ενίσχυσε τα επιχειρήματα των «ανταρτών», τα αντικυβερνητικά ανακλαστικά, υπονόμευσε την ανεξαρτησία των περιφερειακών αρχών και μετέφερε μήνυμα στην κοινωνία, πως υπάρχει ένας βαθύτερος στόχος, ο πλήρης έλεγχος και των κονδυλίων και των περιφερειαρχών.
Στη αποτυχία του δεύτερου γύρου, συνέβαλαν και βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος από τις επίμαχες περιφέρειες, που αρνήθηκαν ουσιαστικής βοήθειας. Πίσω από τις κάμερες ενίσχυαν «αντάρτες» προσβλέποντας σε μια καλύτερη συνεργασία και ανταλλαγή εκλογικής βοήθειας στο μέλλον. Οι, ουκ ολίγες, περιπτώσεις καταγράφηκαν από το Μέγαρο Μαξίμου, για να αξιολογηθούν το επόμενο διάστημα.
Άνοιξε η «όρεξη» για συνεργασία
Ωστόσο, παρά τις απώλειες του δεύτερου γύρου, η ΝΔ παραμένει κυρίαρχη πολιτική δύναμη και στην κοινωνία και την τοπική αυτοδιοίκηση με επιβεβαιωμένη την υπεροχή της, από τον πρώτο γύρο των τοπικών εκλογών.
Γι’ αυτό οι ιαχές θριάμβου από τον κ. Κασσελάκη μέσα από ταξί της Νέας Υόρκης – που καθίσταται πια ο μόνος πολιτικός αρχηγός στη μεταπολιτευτική Ελλάδα που απουσίαζε μέρα εκλογών – και από τον κ Ανδρουλάκη, που ξέχασε να αναφερθεί στην πρώτη τηλεοπτική δήλωση του στον μεγάλο νικητή των εκλογών, το νέο δήμαρχο της Αθήνας κ. Δούκα – έκανε συμπληρωματική αργότερα- αποτελούν μόνο χαραμάδες φωτός στο σκοτεινό τοπίο που έχουν εισέλθει και τα δυο κόμματα.
Η δήλωση του κ. Κοτζιά «Ψηφίσαμε Δούκα για να φύγει ο Μπακογιάννης και όχι για την επαναφορά της πράσινης αλαζονείας», δείχνει ένα διαφορετικό υπόβαθρο, που κινείται στην κεντροαριστερά παράταξη, από αυτό που θέλησαν να δώσουν με τις θριαμβολογίες τους, οι δύο πολιτικοί αρχηγοί, αλλά και όσοι είδαν τη συνεργασία ΠΑΣΟΚ –ΣΥΡΙΖΑ στο Δήμο Αθήνας, ως μια πρόβα για εκλογική συνεργασία τους σε επίπεδο εκλογών.
Η δύσκολη θέση που βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ, υπό τον κ. Κασσελάκη, και η ανάγκη ορισμένων στελεχών του ΠΑΣΟΚ να αναδειχθούν και να παίξουν ρόλο «γέφυρας» παρότι παραμερισμένοι, έφτασε στα όρια της πολιτικής φαντασίας.
Η ευκαιρία του Ανδρουλάκη
Ο κ. Γ. Παπανδρέου, μονίμως αναζητών ρόλο, υπονόησε μια συνεργασία των δύο κομμάτων ενόψει ευρωεκλογών. Ο κ. Στ. Κασσελάκης πήρε το σχοινί της προοδευτικής συνεργασίας και το προχώρησε, ο κ. Σπίρτζης το έκανε σενάριο, αλλά το έργο δεν θα ανέβει. Γιατί απλά το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρουλάκης καταγράφηκαν ως δεύτερη δύναμη στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, πολύ μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ που έχασε Δήμους και το ΚΚΕ.
Γι’ αυτό, με έναν ΣΥΡΙΖΑ απέναντι του να καταρρέει, δεν έχει ανάγκη ούτε τον Κασσελάκη, ούτε τον Σπίρτζη, ούτε τον Παπανδρέου να ακούσει.
Παρά τα προβλήματα που έχει ο ίδιος και το ΠΑΣΟΚ, στο σχεδιασμό μιας πολιτικής του και στην κατάθεση μιας έστω υποτυπώδους κυβερνητικής πρότασης προς την κοινωνία, βλέπει μπροστά του την ευκαιρία για να προχωρήσει σε επαναφορά του κόμματος του το επόμενο διάστημα.
Και αυτό το διάστημα είναι απολύτως καθορισμένο καθότι σε επτά μήνες έχουμε ευρωεκλογές και θα δοκιμαστούν όλες οι προσπάθειες ανασυγκρότησης και διείσδυσης στην κοινωνία και του κ. Κασσελάκη και του κ. Ανδρουλάκη.
Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ θέλει να πάρει το «αίμα του» πίσω, σε μια και ίσως μοναδική ευκαιρία ανάκαμψης και ολικής επαναφοράς του, ως έτερον ήμισυ του δικομματικού συστήματος μας. Το ερώτημα είναι αν θα τα καταφέρει αυτή τη φορά. Γιατί οι κάθε λογής πολιτικοί σαλταδόροι ψάχνουν, όπως και το 2012, να βρουν ευκαιρίες πολιτικής επιβίωσης, μέσω συνεργασιών, προσχωρήσεως και ενίσχυσης της δημοσιότητας τους, τώρα που τα φώτα απομακρύνονται από αυτούς.
Επικίνδυνη η αδιαφορία
Δεν βλέπουν, όμως, όσοι ασχολούνται με σενάρια, τις αλλαγές στην κοινωνία η οποία έχει βαρεθεί την …υπογειοποίηση της πολιτικής ζωής προς όφελος των λίγων; Η πρωτοφανής αδιαφορία των ψηφοφόρων, κυρίως στο δεύτερο γύρο των τοπικών εκλογών, αποτελεί ένα μήνυμα προς όλους, κυβέρνηση, δήμους και περιφέρειες, ότι οι πολίτες δεν πιστεύουν πως η κάλπη μπορεί να αλλάξει κάτι ουσιαστικό στη ζωή τους. Και αυτό καθίσταται επικίνδυνο για τη Δημοκρατία.
Βλέπουν μια κυβέρνηση που παραμέρισε τις μεταρρυθμίσεις, για να ψηφίσει πρώτα, τις αυξήσεις στο δημόσιο που θα δοθούν την 1-1-2024 για ψηφοθηρικούς λόγους. Την βλέπουν να ψηφοθηρεί με τα κονδύλια του ΕΣΠΑ, να επιστρέφει στον παλαιοκομματισμό μιας «κηδεμονευόμενης» αυτοδιοίκησης. Οι πολίτες βλέπουν τις περιφέρειες σαν κάτι μακρινό, που δεν παράγουν έργο, αλλά ύποπτες οικονομικές συναλλαγές με τους δικούς τους εργολάβους, βλέπουν τους Δήμους και τα πρόσωπα που τους υπηρετούν, ως άτομα που προσβλέπουν πρωτίστως στο προσωπικό τους συμφέρον, παρά των δημοτών.
Δύσκολα βλέπουν κάποιους να ενδιαφέρονται πραγματικά για τα κοινά και όχι για την τσέπη τους. Όσοι υποψήφιοι εκτιμήθηκαν από τις κοινωνίες τους για το έργο τους, έλαβαν πάνω από 50% στον πρώτο γύρο
Γι’ αυτό οι ψηφοφόροι προτιμούν την αποχή, παρότι, μπορεί να γνωρίζουν τη ρήση πως «οι κακές κυβερνήσεις -άρα και οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες – εκλέγονται από εκείνους που δεν ψηφίζουν».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press