Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Με ξεκάθαρες τις εθνικές κόκκινες γραμμές, ακλόνητες θέσεις ως προς τα κυριαρχικά δικαιώματα και τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, με πρόθεση να θέσει επί τάπητος τα ζητήματα που έχουν ενοχλήσει την ελληνική πλευρά το τελευταίο διάστημα και διάθεση να διατηρηθεί το θετικό κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών, που έχει οδηγήσει σε μετρήσιμα αποτελέσματα, θα φτάσει στην Άγκυρα το μεσημέρι της Δευτέρας ο Κυριάκος Μητσοτάκης, για να συναντηθεί με τον Ταγίπ Ερντογάν.
Έχουν περάσει πέντε μήνες από την επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο και σε αυτό το διάστημα δεν έχουν λείψει τα «φάλτσα» από την άλλη πλευρά του Αιγαίου με τελευταίο την μετατροπή της Μονής της Χώρας σε μουσουλμανικό τέμενος. Γεγονός που χαρακτηρίζεται απογοητευτική εξέλιξη από την ελληνική πλευρά, τόσο για την στιγμή που έγινε, λίγο πριν την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Τουρκία, όσο κυρίως για την ουσία της πράξης αυτής. Ο κ. Μητσοτάκης θα εκφράσει την έντονη δυσαρέσκεια προς τον κ. Ερντογάν στο τετ α τετ που θα έχουν, όμως σε καμία περίπτωση η ελληνική διπλωματία δεν εξέτασε το ενδεχόμενο να αναβληθεί η επίσκεψη.
Και ο λόγος είναι η ευρύτερη εικόνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, καθώς η θεώρηση που υπάρχει στην Αθήνα είναι πως είναι προτιμότερο τα ζητήματα αυτά να τίθενται ανοιχτά και πρόσωπο με πρόσωπο προς την άλλη πλευρά, παρά να γίνονται σπασμωδικές κινήσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε μία νέα κρίση, η οποία θα ακυρώσει τα σημαντικά βήματα προόδου τα οποία έχουν επιτευχθεί τον τελευταίο χρόνο.
Από θέση ισχύος
«Η εθνική ασφάλεια και η διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας δεν περνούν μέσα από μέσα από ανέξοδους βερμπαλισμούς, ούτε από επικίνδυνους ελιγμούς στο πεδίο», σημειώνει διπλωματική πηγή και προτάσσει την ισχυρή θέση που έχει οικοδομήσει η χώρα στην γεωπολιτική σκηνή που της δίνει την δυνατότητα να προσέρχεται στο διάλογο με την Τουρκία από θέση ισχύος και χωρίς καμία διάθεση συμβιβασμών όσον αφορά τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Και αυτό αφορά και το ζήτημα των θαλάσσιων πάρκων, για τα οποία επιχείρησε να προκαλέσει διμερές θέμα η τουρκική πλευρά. «Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν από την πρώτη στιγμή σαφής.
Η Ελλάδα, σεβόμενη το Διεθνές Δίκαιο και ιδίως το Δίκαιο της θάλασσας και με σταθερό έρεισμα στην κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα, θα προχωρήσει στη δημιουργία θαλάσσιων πάρκων επί τη βάσει περιβαλλοντικών κριτηρίων, σύμφωνα με τον προγραμματισμό της», αναμένεται να τονίσει προς τον κ. Ερντογάν ο Έλληνας Πρωθυπουργός. Εξίσου καθαρή θα είναι η απάντηση που θα εισπράξει ο Τούρκος Πρόεδρος εφόσον επιλέξει να θέσει ζητήματα «τουρκικής» μειονότητας, όπως έχει κάνει και στο παρελθόν ο κ. Μητσοτάκης. «Η μειονότητα είναι μουσουλμανική και αυτό δεν είναι διμερές ζήτημα. Είναι ζήτημα το οποίο αφορά αποκλειστικά και μόνο την ελληνική εσωτερική έννομη τάξη», είναι το μήνυμα που θα δοθεί εκ νέου.
Το «μενού» της συζήτησης
Στη συνάντηση των δύο ηγετών «θα γίνει μία ειλικρινής συζήτηση, θα τεθούν τα θέματα που πρέπει, ακόμα και τα ακανθώδη και θα χαραχθεί το χρονοδιάγραμμα για τα επόμενα βήματα», σύμφωνα με διπλωματική πηγή.
Με βασικό στόχο να διατηρηθούν ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας και στο ανώτατο επίπεδο, ώστε οι σχέσεις να προχωρούν στο επόμενο βήμα, αλλά και να γίνει η επισκόπηση της προόδου στις διμερείς σχέσεις, καθώς και στους τομείς συνεργασίας που έχουν συμφωνηθεί, θα μπουν στο τραπέζι της συζήτησης όλα τα θέματα της διμερούς ατζέντας και θα οριστούν οι επόμενες επαφές στον πολιτικό διάλογο, την θετική ατζέντα και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Όπως σημειώνουν συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη οι διαφωνίες προφανώς παραμένουν, αλλά, «το σημαντικό είναι αυτές να μην οδηγούν σε κρίσεις».
Είναι δεδομένο πως όσο υφίσταται το αγκάθι της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι οι σχέσεις των δύο χωρών θα είναι γραμμικές και «ακίνδυνες». Επιδίωξη της ελληνικής πλευράς είναι κάποια στιγμή να συζητηθεί ανοιχτά αυτό το ζήτημα και να δουν οι δύο πλευρές όλες τις τεχνικές του διαστάσεις, πάντα στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Με απώτερο στόχο, εφόσον δεν είναι δυνατή η συνεννόηση να γίνει ένα συνυποσχετικό και να οδηγηθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. «Ακόμα δεν έχουμε βρεθεί στο σημείο αυτό», σημειώνουν από το υπουργείο Εξωτερικών, ωστόσο η συζήτηση παραμένει ανοιχτή.
Ο Πρωθυπουργός, άλλωστε, είναι ξεκάθαρος όσον αφορά την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων δηλώνοντας ότι δεν έχει αυταπάτες ως προς τις θέσεις της τουρκικής ηγεσίας. «Δεν έχει μετακινηθεί στις βασικές της αρχές. Ούτε εμείς έχουμε μετακινηθεί όμως. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν πρέπει να συνομιλούμε, ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζουμε την πρόοδο εκεί που την επιτυγχάνουμε», όπως έχει δηλώσει.
Η τέταρτη συνάντηση
Πρόκειται για την τέταρτη συνάντηση που θα έχουν οι κ.κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν από τον περασμένο Ιούλιο στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους και σε αυτό το διάστημα έχουν τηρηθεί οι άξονες που είχαν συμφωνήσει με την πραγματοποίηση του πολιτικού διαλόγου, των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και την θετική ατζέντα. Και θα εξεταστεί ενδελεχώς η πρόοδος των 15 Μνημονίων Συνεργασίας που υπεγράφησαν τον Δεκέμβριο στην Αθήνα.
«Η επανενεργοποίηση των επαφών και των διαύλων επικοινωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία τους τελευταίους μήνες έχει ήδη μετρήσιμα αποτελέσματα», όπως σημειώνουν από το Μέγαρο Μαξίμου και εστιάζουν στην χορήγηση βίζας για Τούρκους πολίτες σε 10 νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, στην μηδενική παραβατικότητα στον εναέριο χώρο του Αιγαίου και την καλή συνεργασία με τις τουρκικές αρχές στο Μεταναστευτικό και συνολική μείωση των ροών, παρά τις αυξομειώσεις.
Το σχήμα των συναντήσεων θα είναι ίδιο με τις προηγούμενες καθώς παρόντες θα είναι οι υπουργοί Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης και Χακάν Φιντάν που χειρίζονται τον πολιτικό διάλογο, αλλά και οι δύο διπλωματικοί σύμβουλοι, Άννα Μαρία Μπούρα και Ακίφ Τσαγατάι Κιλίτς. Ενώ, στο δείπνο που θα δοθεί στη συνέχεια θα υπάρχει διευρυμένη σύνθεση. Στην Άγκυρα αναμένεται ακόμη να επιβεβαιωθούν και τα δύο επόμενα ορόσημα που είναι η συνάντηση των δύο ηγετών στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο στην Ουάσιγκτον και κατά τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.