0

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press

του Δημήτρη Καμπουράκη

Το ελληνικό καλοκαίρι είναι συνώνυμο των διακοπών. Και οι διακοπές είναι (θεωρητικά τουλάχιστον) συνώνυμες με την ξεκούραση, την ξεγνοιασιά, το γέμισμα των προσωπικών μας μπαταριών, την διασκέδαση, το παιχνίδι, την απόλαυση.

Χρονικά, το «ελληνικό καλοκαίρι» για τους Έλληνες σημαίνει πλέον Αύγουστος. Τότε είναι που ερημώνει η Αθήνα και αναστενάζει από την πολυκοσμία η επαρχία. Μέχρι και την δεκαετία του ’90, οι άδειες των Ελλήνων εργαζομένων μοιράζονταν ανάμεσα σε Ιούλιο και Αύγουστο, εξάλλου ο Ιούλιος είναι ο πιο ζεστός καλοκαιρινός μήνας. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως, έστω και με τα μελτέμια του να φουρτουνιάζουν τις θάλασσες, ο Αύγουστος νίκησε κατά κράτος.

Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, υπάρχουν δυο οπτικές για το περίφημο Αυγουστιάτικο ελληνικό καλοκαίρι. Η μία θυμίζει ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη. Είναι γεμάτη από ηλιοφώτιστα ελληνικά νησάκια που πλέουν στο πέλαγος, γαλάζια παραθυρόφυλλα που βλέπουν σε στενά γραφικά σοκάκια, ολόγιομες πανσέληνους και μεταμεσονύχτια φωτισμένα μπαράκια, ταβερνούλες στην άκρη του κύματος και πανηγύρια σε πλατείες χωριών όπου ο κόσμος χορεύει κυκλικούς χορούς. Κι ακόμα, έρωτες γεμάτους πρόσκαιρους όρκους, βουτιές από ψηλά βράχια κατ’ ευθείαν σε υπέροχους βυθούς, ηλιοθεραπεία με τις ώρες μ’ ένα παλιό βιβλίο στο χέρι, ζουμιά από παγωμένο καρπούζι που τρέχει στα πηγούνια μας, θερινά σινεμά και ευωδιές από νυχτολούλουδα, μακρινές αναμνήσεις από φωτιές σε απόμερες γωνιές της άμμου, με κιθάρες και ονειροπολήσεις. Αυτή είναι η μια οπτική του ελληνικού καλοκαιριού, η ονειρική, η υπερβατική, η φαντασιακή.

Υπάρχει και η δεύτερη, η πιο ρεαλιστική, αλλά πιο μαύρη. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, το παλιό καλό ελληνικό καλοκαίρι που όλοι μας ζήσαμε στα παιδικά μας χρόνια ή στα νιάτα μας, είναι μια ονείρωξη, μια κατασκευασμένη ουτοπία, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πια. Για τους εραστές αυτής της άποψης, το καλοκαίρι όπως έχει εξελιχθεί στην Ελλάδα, είναι μια τεράστια ταλαιπωρία άνευ ουσίας και μια οικονομική αφαίμαξη άνευ προηγουμένου. Στο μυαλό αυτής της μερίδας των Ελλήνων, το καλοκαίρι είναι συνώνυμο των αφόρητων ήλιων και των καρκινογόνων εγκαυμάτων τους, των τεράστιων ουρών στην εθνική οδό, της ατελείωτης αναμονής στα αεροδρόμια, της σαρδελοποίησης μας στα σαλόνια των κατάμεστων καραβιών.

Το καλοκαίρι τους δεν έχει γαλήνη αλλά ατέλειωτους καυγάδες με εστιάτορες που σου σερβίρουν αηδίες και ομπρελάδες που σε κατακλέβουν για λίγη σκιά. Δεν έχει ησυχία και απόλαυση του ήχου του κύματος, αλλά κακομαθημένα παιδάκια που ουρλιάζουν, μπιτσόμπαρα με ηχεία στην διαπασών που δεν σ’ αφήνουν να κοιμηθείς όλη νύχτα, τουρισταριό που πηγαινοέρχεται ακολουθώντας έναν ξεναγό λες και πρόκειται για κοπάδι πρόβατα.

Έχει ποντικότρυπες που τις πουλάνε για δωμάτια, μηχανάκια και κορναρίσματα στα δρομάκια των πολυσύχναστων νησιών, θαλάσσια σκι που σου σπάνε τα νεύρα, βρώμικα νερά από τα απόβλητα των ξενοδοχείων, σιχαμένες τουαλέτες, σωρούς από σκουπίδια στις άκρες των παραλιών, μπύρες και νερά που πουλιούνται σε διπλάσια από την κανονική τιμή, αγενέστατα γκαρσόνια που προτιμούν να σερβίρουν Σουηδούς και Γερμανούς αντί για μια ελληνική οικογένεια.

Το ένα καλοκαίρι είναι ένα ποίημα, ένας υπέροχος πίνακας ζωγραφικής, μια χούφτα από στιγμές τις οποίες αξίζει να περιμένει κανείς και να τις ζήσει. Το άλλο καλοκαίρι είναι μια δυστοπία, μια φρικαλέα υποχρέωση επειδή το κάνουν όλοι, μια ταλαιπωρία σώματος και ψυχής, μια κακή παρένθεση της ζωής μας που περιμένουμε να περάσει και να την ξεχάσουμε. Φυσικά, ούτε η μία ούτε η άλλη οπτική αντικατοπτρίζουν πιστά την πραγματικότητα, σαν όλα τα πράγματα η αλήθεια κρύβεται κάπου στην μέση ή μάλλον, είναι χωμένη βαθιά μέσα σ’ ένα προσωπικό διαμέρισμα κάθε προσωπικότητας απροσπέλαστο στους υπόλοιπους. Επειδή οι διακοπές είναι ατομικό και συλλογικό βίωμα και όχι μαθηματική πράξη που μόνο μία λύση υπάρχει γι’ αυτήν, η αποτίμηση τους είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση του καθενός.

Ναι, το ελληνικό καλοκαίρι έχει αλλάξει πολύ, από τότε που αποτυπωνόταν στις ταινίες του Δαλιανίδη και στους χορούς του Φώτη Μεταξόπουλου γύρω από παράλιες φωτιές. Η ξεκούραση σε μια Ελλάδα με μισό εκατομμύριο μπατιροτουρίστες που κατέφθαναν με ωτοστόπ και σακίδια στην πλάτη, είναι ασφαλώς διαφορετική από την απόλαυση σε μια Ελλάδα που υποδέχεται τριάντα πέντε εκατομμύρια ξένους. Και η τότε παρθένα (σε περιβάλλον και σε χούγια) Ελλάδα, δεν έχει καμιά σχέση με την σημερινή χώρα που έχει μετατρέψει τα τουριστικά ρεύματα σε βαριά βιομηχανία από την οποία ζει (εμμέσως ή άμεσα) το ένα πέμπτο του πληθυσμού της.

Στις δεκαετίες που προηγήθηκαν, δεν κρατήσαμε την χρυσή τομή, αυτό είναι αλήθεια. Δεν ασκήσαμε μακροπρόθεσμες τουριστικές πολιτικές, δεν φυλάξαμε επαρκώς το περιβάλλον μας που δίχως αυτό η βαριά αυτή βιομηχανία θα έχει κακό τέλος, δεν προφυλάξαμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας από την επιδίωξη του άμεσου, υψηλού (και συχνά παράνομου) κέρδους, δεν φροντίσαμε να κρατήσουμε ικανοποιημένη και την εσωτερική τουριστική αγορά. Όταν εμφανίζεται ύφεση του τουριστικού ρεύματος αγαπάμε τον Έλληνα τουρίστα κι όταν έρχονται τα λεφούσια των ξένων τον παραπετάμε σαν παρακατιανό ενοχλητικό.

Η πολιτική μάχη που εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια για το ύψος του ΦΠΑ, είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Το ελληνικό κράτος προτιμά να γεμίζει ταμεία του με τον ΦΠΑ από την κατανάλωση που κάνουν τριάντα πέντε εκατομμύρια τουρίστες, παρά να τον μειώσει διευκολύνοντας έντεκα εκατομμύρια Έλληνες καταναλωτές. (Θα πείτε ότι τον επιστρέφει στους Έλληνες με φοροαπαλλαγές και επιδόματα, αλλά αυτό δεν αναιρεί τον αρχικό υπολογισμό.)

Τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε στο peak του διεθνούς τουριστικού ρεύματος προς την χώρα μας. Κάθε χρόνο σπάμε το ρεκόρ. Αυτό δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες στον ελληνικό πληθυσμό να απολαύσει αξιοπρεπείς διακοπές, διότι παράλληλα βρεθήκαμε και μέσα στην δίνη ενός παγκόσμιου πληθωριστικού ξεσπάσματος. Ο πληθωρισμός μειώνει τα εισοδήματα, ενώ σε αγορές που ακμάζουν σαν την δική μας τουριστική, αυξάνει ακόμα περισσότερο τις τιμές αγαθών και υπηρεσιών. Η υψηλή ζήτηση δεν ρίχνει ποτέ τις τιμές, το αντίθετο. Τα ξενοδοχεία, τα εισιτήρια, το φαγητό, η ηλιοθεραπεία, η διασκέδαση γίνονται διαρκώς ακριβότερες, με την πολυκοσμία να δυσκολεύει έτι περαιτέρω τις υπόλοιπες μικροαπολαύσεις των διακοπών που ονειρευόμαστε όλο τον χρόνο. Ένα ικανό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και της παραγωγικής μας μηχανής εισπράττει πολλά, αλλά υπάρχει μια μάζα Ελλήνων που αδυνατεί πλέον να μπει στο κλαμπ εκείνων που έχουν την δυνατότητα να πάνε για ξεκούραση.

Υπάρχει εμφανής ανισορροπία.

Το «ελληνικό καλοκαιράκι» υποχωρεί από χρόνο σε χρόνο, δίνοντας την θέση του στο κερδοφόρο και αγχωτικό καλοκαίρι της βαριάς τουριστικής μας βιομηχανίας. Ειδικά οι παλιότεροι δεν το ανέχονται αυτό το καλοκαίρι, ούτε οικονομικά αλλά ούτε και συναισθηματικά, οι νεώτεροι πάλι είναι το μόνο που έχουν γνωρίσει βιωματικά. Το άλλο που βλέπουν στην παλιές ταινίες είναι στα μάτια τους φολκλόρ και τίποτα άλλο. Προφανώς χρειάζεται να ξαναδούμε ως κοινωνία και ως οργανωμένη πολιτεία προς τα που οδεύει αυτό το πελώριο project και να ασκήσουμε αντίστοιχες πολιτικές που θα αποτρέψουν μια μελλοντική κατάρρευση του κερδοφόρου ελληνικού καλοκαιριού, με παράλληλη διευκόλυνση και του μέσου Έλληνα να απολαμβάνει τον τόπο του. Αλλά δεν θα το κάνουμε. Δεν είναι στο DNA μας οι μακροπρόθεσμες πολιτικές. Όσο η αγελάδα θα παράγει γάλα, θα την αρμέγουμε εξαντλητικά. Μετά θα δούμε…

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις