Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Είναι γνωστό ότι τα κόμματα της αριστεράς στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως αν ανήκαν στην ακροαριστερά, στην παραδοσιακή κομμουνιστική ή στην light αριστερά, καταψήφιζαν παγίως τα κονδύλια του προϋπολογισμού για την άμυνα. Τα οποία μάλιστα ονόμαζαν πάντα «στρατιωτικές δαπάνες», θέλοντας να υποδείξουν μ’ αυτό τον τρόπο ότι άλλο είναι η άμυνα της χώρας κι άλλο η λειτουργία και η ενίσχυση των ενόπλων μας δυνάμεων υπό τις παρούσες συνθήκες.
Η αντίληψη αυτή έχει την ρίζα της σε δυο βασικές ιδεολογικοπολιτικές αντιλήψεις της μαρξιστικής αριστεράς. Η πρώτη αφορά την κυριαρχία του διεθνιστικού πάνω στο εθνικό. Ο σωστός αριστερός θεωρεί τα σύνορα έναν τεχνητό διαχωρισμό που επέβαλαν οι αστικές τάξεις κάθε περιοχής για να οριοθετούν τα χωράφια των συμφερόντων τους. Κατά τούτο, η στράτευση των λαών για την υπεράσπιση αυτών των συνόρων, δεν είναι παρά μια άσκοπη και αιματηρή υπηρεσία στα συμφέροντα του ντόπιου κεφαλαίου που ανταγωνίζεται το κεφάλαιο που υπάρχει πίσω από τα σύνορα.
Κατ’ αυτή την λογική της αριστεράς, στόχος του λαού και των πολιτικών κομμάτων που τον υπηρετούν, είναι η αλληλεγγύη της εργατικής τάξης δίχως διαχωρισμούς εθνικής φύσης. Οι ιστορικές, γλωσσικές, οικονομικές, πολιτιστικές ή θρησκευτικές διαφορές, είναι δευτερεύουσες μπροστά στην ταξική συμμαχία των φτωχών και των καταπιεσμένων λαών. Αυτή, βέβαια, είναι βαριά ιδεολογική αντίληψη, κι επειδή δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στον απλό κόσμο που έχει πατριωτικές αντιλήψεις, τα αριστερά κόμματα δεν την πολυαναφέρουν. Είναι, όμως, η βάση της σκέψης τους και ορίζει πολλές από τις πράξεις τους.
Ο δεύτερος λόγος που η αριστερά καταψήφιζε παγίως τις αμυντικές μας δαπάνες, ήταν η αντίθεσή της με τη συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ και την πρόσδεσή μας στο άρμα των Αμερικανών. Είτε ως φιλοσοβιετική κομμουνιστική αριστερά (ως το 1990 που κατέρρευσε το τείχος), είτε ως ανανεωτική, η στάση της ήταν πανομοιότυπη. Οι εξοπλισμοί που αγοράζουμε δεν υπηρετούν τις ανάγκες της εθνικής μας άμυνας, αλλά τα σχέδια του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, ακόμα και η απροκάλυπτα επιθετική τουρκική στάση ήταν αποτέλεσμα μιας έντεχνης και τζούφιας αντιπαλότητας που οι Αμερικανοί καλλιεργούσαν ανάμεσα στις δύο χώρες, ώστε να εξοπλίζονται διαρκώς ξοδεύοντας τα λεφτά τους στα αμερικανικά και τα ευρωπαϊκά εργοστάσια όπλων.
Τη γενική αυτή στάση υιοθετούσε πάντοτε το φιλοσοβιετικό ΚΚΕ, το ΚΚΕ-εσωτερικού και η μετεξέλιξή του σε ΣΥΡΙΖΑ, όλα τα μικρότερα κόμματα και γκρουπούσκουλα της αριστεράς, αλλά και το σύνολο της ελληνικής αριστερόστροφης διανόησης. Εξαίρεση αποτέλεσε μόνο το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, που είχε σαφώς εθνικιστικά και πατριωτικά χαρακτηριστικά. Οι παλιότεροι θα θυμούνται την λυσσαλέα αντίθεση όλου του «προοδευτικού» κόσμου σε κάθε αγορά οπλικών συστημάτων και την μετατροπή αυτών των απαραίτητων για την άμυνά μας όπλων σε νοσοκομεία, σχολεία ή πολιτιστικά κέντρα. “Μ’ ένα Mirage θα χτίζαμε πέντε σχολεία, με ένα αντιτορπιλικό δύο νοσοκομεία, με δυο άρματα μάχης ένα πολιτιστικό κέντρο”, έγραφαν τότε η Αυγή και ο Ριζοσπάστης. Τα ίδια έλεγαν και τα περιβόητα «κινήματα ειρήνης» της δεκαετίας του ’80, που ενώ υποτίθεται ότι υπηρετούσαν την ύφεση και τον αφοπλισμό, στην πραγματικότητα ήταν απλές φιλοσοβιετικές ενώσεις που ζητούσαν τον αφοπλισμό του δυτικού κόσμου.
Με βάση όλα τα παραπάνω, θεωρώ αξιοσημείωτη αλλαγή το γεγονός ότι φέτος ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη ψήφισε για πρώτη φορά τα κονδύλια του προϋπολογισμού για την άμυνα. Όχι διότι αυτό θα αλλάξει κάτι στο εξοπλιστικό μας πρόγραμμα που θα συνεχιζόταν έτσι κι αλλιώς, αλλά διότι δείχνει μια αλλαγή νοοτροπίας μέσα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δείχνει, επίσης, μια σαφή αποτσιπροποίηση, καθώς υπό την ηγεσία Τσίπρα ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθούσε σθεναρά την παλιά αριστερή γραμμή του στα εθνικά ζητήματα και στα εξοπλιστικά θέματα. Ο Κασσελάκης από την αρχή μίλησε για «πατριωτική αριστερά» και φαίνεται να το τηρεί, ανεξαρτήτως της φαιδρότητας που διακρίνει την υπόλοιπη πολιτική του παρουσία και επιχειρηματολογία.
Βεβαίως, επειδή το τελευταίο πράγμα που θέλουν μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ είναι να αποκαθηλώσουν επισήμως μία ακόμα πολιτική επιλογή του Αλέξη, ο ναύαρχος Αποστολάκης ανέλαβε να μπαλώσει τα αμπάλωτα. Προσπάθησε, δηλαδή, να πει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δίκιο και πέρυσι που καταψήφισε τα αμυντικά κονδύλια και φέτος που τα υπερψηφίζει. Συγκεκριμένα, είπε ότι πέρυσι διαφωνούσαν με την αγορά ακόμα έξι Rafale, με την δημιουργία του Κέντρου Αεροπορικής Εκπαίδευσης στην Καλαμάτα (μαζί με τους Ισραηλινούς), καθώς και με κάποιες άλλες αγορές που κατά την άποψή τους ήταν άστοχες ή ύποπτες. Φυσικά, αυτά είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. Ένα κόμμα που έχει ξεκαθαρισμένη εθνική στρατηγική, δεν αρνείται το σύνολο των δαπανών άμυνας της χώρας του επειδή διαφωνεί με μια μικρή επιμέρους αγορά. Ούτε επειδή υποπτεύεται ότι κάποια συναλλαγή δεν είναι και τόσο καθαρή. Η ΝΔ είχε συχνά καταγγείλει τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ για μίζες στα εξοπλιστικά, αλλά ποτέ δεν είχε διανοηθεί να μην ψηφίσει τα κονδύλια για την άμυνα συνολικά.
Βεβαίως, υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι ο Κασσελάκης δεν κινείται σ’ αυτή την νέα γραμμή από ιδεολογική διαφοροποίηση έναντι της αριστεράς, αλλά διότι είναι φορέας ενός πρωτόλειου πατριωτισμού που διακρίνει όλους τους Έλληνες της διασποράς. Δεν ξέρουμε αν συμβαίνει αυτό, αλλά και έτσι να είναι δεν βλέπω κανένα ουσιώδες πρόβλημα. Σημασία έχει ότι ένα μεγάλο κόμμα (ακόμα αξιωματική αντιπολίτευση είναι) μετατοπίστηκε από μια προβληματική γραμμή πάνω στα εθνικά ζητήματα σε μια σωστότερη. Ο λόγος και οι δικαιολογίες της μετατόπισης είναι δευτερεύουσας σημασίας, αξία έχει η ουσία του πράγματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ βέβαια, δεν είναι ένα εύκολο κόμμα. Όσο κι αν αποτελεί πια φέουδο του Στέφανου Κασσελάκη, όσο κι αν οι σκληροί αριστεροί έχουν αποχωρήσει, ως πολιτικός οργανισμός έχει τις αντιστάσεις του.
Κάποιος που επί χρόνια επιχειρηματολογούσε κατά των εξοπλισμών και τους καταψήφιζε, δεν είναι εύκολο να πεισθεί για το ανάποδο, μόνο και μόνο επειδή το λέει ο αρχηγός. Επί χρόνια, η καταδίκη του λεγόμενου εθνικισμού και της πατριδοκαπηλίας (που ταυτιζόταν με την ακροδεξιά) ήταν το σήμα κατατεθέν στην Κουμουνδούρου. Αλλάζει εύκολα ο άνθρωπος; Από την άλλη, όποιος ήταν να φύγει από κει, το χει ήδη κάνει. Όσοι απόμειναν πίσω, είναι μάλλον έτοιμοι να αποδεχτούν τα πάντα, μπροστά στην θεωρητική (διότι πρακτικά όλο και απομακρύνεται) πιθανότητα να επιστρέψει ξανά το κόμμα τους σε τροχιά εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση, με την ΝΔ, τα δεξιότερα της ΝΔ κόμματα, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, το εθνικό μέτωπο στα ζητήματα της άμυνάς μας φαίνεται να διευρύνεται. Αυτό αποτελεί θετικό μήνυμα για τον τόπο, ανεξαρτήτως όλων των υπολοίπων.