Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα, μια από τις θεμελιώδεις διαφορές του ελληνικού νοικοκυριού από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, ήταν το ποσοστό ιδιοκατοίκησης. Σχεδόν το 70% των Ελλήνων έμεναν ή κατείχαν ιδιόκτητο σπίτι, όταν το αντίστοιχο ευρωπαϊκό ήταν κάτω από 30%. Στην δε Αμερική, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ήταν πάντα χαμηλότερο και από το μέσο ευρωπαϊκό. Δεν επρόκειτο για μια μεμονωμένη και δίχως ιδιαίτερη σημασία ιδιομορφία της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, αλλά για ένα διάχυτο μοντέλο διαχείρισης των οικονομικών του ελληνικού νοικοκυριού που επεκτεινόταν δραστικά στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Το «κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας» ήταν η κυρίαρχη λογική του Έλληνα όλο τον εικοστό αιώνα. Κυρίαρχη οικονομική επιδίωξη κάθε ελληνικού νοικοκυριού ήταν η απόκτηση ιδιόκτητου σπιτιού, ανάλογα με τις εισοδηματικές δυνατότητες που είχε το καθένα. Ο φτωχός την «τρούπα» του, ο μεσοαστός το «διαμερισματάκι» του, ο εύπορος την «σπιταρόνα» του. Το «κεραμίδι» ήταν για πολλές γενιές το κυρίαρχο όνειρο και η ακατάβλητη επιδίωξη κάθε «νοικοκύρη» σε τούτη την χώρα. «Άξιος οικογενειάρχης» ήταν αυτός που κατάφερνε κάποια στιγμή να στεγάσει την οικογένεια του σε δικό της σπίτι, «σωστός πατέρας ήταν αυτός που μπορούσε να δώσει προίκα στην κόρη του ένα διαμέρισμα, «καλός γονιός» ήταν αυτός που φεύγοντας από την ζωή είχε καταφέρει να αφήσει «ένα σπιτάκι στα παιδιά του», εν είδει εξασφάλισης τους απέναντι στις δυσκολίες της ζωής.
Μιλάμε για κανονική νεοελληνική ιδεολογία, γύρω από την οποία κινήθηκε για δεκαετίες όχι μόνο η ιδιωτική οικονομία των πόλεων και των χωριών μας, αλλά και ικανό μέρος της δημόσιας οικονομίας μας. Η ελληνική οικογένεια θεωρούσε κανονικότητα και νοικοκυροσύνη τον μακροχρόνιο δανεισμό της για να χτίσει ή να αγοράσει σπίτι, οι τράπεζες γιγαντώνονταν επειδή μεγάλο μέρος των χορηγήσεων τους ήταν για στεγαστικά δάνεια, ο κύκλος εργασιών της οικοδομής ήταν η ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας, ικανό κομμάτι της απασχόλησης κινούνταν γύρω από την ανέγερση, την επίπλωση και την συντήρηση κατοικιών, τα δημόσια οικονομικά άνθιζαν από τις απανωτές φορολογήσεις της οικοδομικής δραστηριότητας και της ιδιοκτησίας ακινήτων.
Απότομο «φρένο»
Ο πελώριος αυτός κύκλος πόθων και δραστηριοτήτων φρέναρε απότομα στις αρχές του 21ου αιώνα. Η χρεοκοπία της χώρας και μια εικοσαετία σκληρής λιτότητας και περιοριστικών πολιτικών, έφεραν τα πάνω-κάτω στο θέμα «κατοικία – ιδιοκτησία». Σχεδόν από το 2000 και εντεύθεν, η οικοδομική δραστηριότητα σταμάτησε. Το χρήμα χάθηκε από την αγορά, οι τράπεζες σταμάτησαν να δίνουν δάνεια και άρχισαν να απαιτούν πιεστικά την είσπραξη των παλιών, οι αγοραπωλησίες σπιτιών μηδενίστηκαν. Η ήδη υπάρχουσα ιδιοκτησία ξανα-υπερφορολογήθηκε ενώ η νέκρωση της αγοράς απομείωσε την αξία της. Η παλιά κτιριακή υποδομή έπαψε να συντηρείται, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά που ήταν στο ενδιάμεσο στάδιο του δανεισμού που δεν είχε αποπληρωθεί, βρέθηκαν ξάφνου μπροστά στην απειλή της έξωσης και του εκπλειστηριασμού. Η δεκαπενταετής ύφεση διέλυσε παλιές βεβαιότητες και δίπλα σ’ όλα τα άλλα, άφησε δυσεπίλυτα προβλήματα και στην στέγαση της ελληνικής οικογένειας που είχε μάθει να μην έχει ιδιαίτερες δυσκολίες μ’ αυτό το ζήτημα.
Όταν μετά το 2020 βγάλαμε το κεφάλι μας έξω από τον βούρκο της χρεωκοπίας και προσπαθήσαμε να ανασάνουμε, βρεθήκαμε μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα όσον αφορά στο «κεραμίδι» του Έλληνα. Επί μία εικοσαετία δεν είχε χτιστεί ούτε τετραγωνικό μέτρο καινούριου σπιτιού. Η σκληρή φορολογία της ήδη υπάρχουσας ιδιοκτησίας σε συνδυασμό με μια νομοθεσία που δεν προστατεύει επαρκώς τον ιδιοκτήτη έναντι του κακού ενοικιαστή, είχε οδηγήσει εκατοντάδες χιλιάδες σπίτια να κλείσουν. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχαν χρήματα για την ανακίνηση τους. Το Airbnb που εμφανίστηκε μέσα στην κρίση, ήρθε μεν ως ο από μηχανής Θεός για την αύξηση του εισοδήματος πολλών μικροϊδιοκτητών διαμερισμάτων, αλλά η σταδιακή ανακαίνιση αυτού του κτιριακού κεφαλαίου προσανατολίστηκε στις ανάγκες της βραχυχρόνιας και όχι της μακροχρόνιας μίσθωσης. Η «χρυσή βίζα» κινήθηκε προς την ίδια κατεύθυνση, έφερε φρέσκο χρήμα στην χώρα από το εξωτερικό, αλλά και αυτή κινήθηκε μακριά από τις προϋποθέσεις για την μακροχρόνια (και σε λογικές τιμές) στέγαση του μέσου ελληνικού νοικοκυριού.
Κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα
Η εκτίναξη των ενοικίων έγινε μέσα σε διάστημα δυο-τριών χρόνων. Η αύξηση των τουριστικών ροών, η εξάπλωση του Airbnb, η συνεχιζόμενη επιμονή των ιδιοκτητών να μην ανοίγουν τα κλειστά σπίτια, σε συνδυασμό με την αύξηση ζήτησης στέγης από κυρίως νέα ζευγάρια που απέκτησαν ψηλότερες καταναλωτικές δυνατότητες λόγω της ανάπτυξης της οικονομίας και της ανόδου της απασχόλησης, έφτιαξαν ένα πραγματικά εκρηκτικό πρόβλημα με την στέγαση. Προσφορά σπιτιών δεν υπάρχει, με αποτέλεσμα οι τιμές πώλησης αλλά και ενοικίασης να φθάσουν σε εξωφρενικά ύψη. Στα μεγάλα αστικά κέντρα, το επίπεδο των ενοικίων είναι εντελώς αναντίστοιχο με το επίπεδο ζωής και τον μισθό των εργαζομένων. Αυτό δημιουργεί μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα, αλλά και πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση που εισπράττει κάθε είδους δυσαρέσκεια. Μπορεί το πρόβλημα στέγης και τα ακριβά ενοίκια να είναι πανευρωπαϊκό θέμα, αλλά για την Ελλάδα είναι καινούριο και οι Έλληνες το χρεώνουν στην κυβέρνηση τους που δεν το επιλύει. Έτσι απλά είναι τα πράγματα.
Τα τελευταία δυο χρόνια, το κυβερνητικό επιτελείο συνειδητοποίησε ότι το πρόβλημα γίνεται εκρηκτικό και ότι κάτι πρέπει να κάνει. Βεβαίως, μια έλλειψη στέγης που οφείλεται σε μια εικοσαετία ύφεσης, δεν λύνεται μέσα σε ένα ή δύο χρόνια, ούτε τα κρατικά λεφτά μπορούν να στεγάσουν φθηνά ένα ικανό κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού. Αυτό μπορεί να το κάνει πρωτίστως η ιδιωτική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα και μάλιστα σε βάθος χρόνου. Όσα λεφτά κι αν διαθέσει το κράτος (που δεν έχει ούτε κλάσμα όσων θα χρειάζονταν), αν οι τράπεζες δεν ανοίξουν την στρόφιγγα των στεγαστικών δανείων, δεν πρόκειται να επέλθει ισορροπία στην προσφορά και ζήτηση της στέγης. Παρά ταύτα, η κυβέρνηση κάνει την προσπάθεια της στο μέτρο του δυνατού και του εφικτού. Έτσι κι αλλιώς δέχεται πολιτική πίεση από την αντιπολίτευση, η οποία επενδύει στο στεγαστικό για να κερδίσει νεότερες ηλικίες.
Αλλαγή νοοτροπίας
Αυτή την στιγμή, η κυβέρνηση Μητσοτάκη τρέχει ένα αξιοπρόσεκτο πρόγραμμα υποβοήθησης των νοικοκυριών, ώστε να μπουν καινούρια ή ανακαινισμένα σπίτια στην αγορά. Ο κ. Μητσοτάκης και ο κ. Παπαθανάσης έχουν δίκιο όταν λένε ότι είναι το μεγαλύτερο πρόγραμμα που έχει τρέξει ποτέ το ελληνικό κράτος, αν και οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι μόνο ανακουφιστικά θα λειτουργήσει απέναντι στην σφοδρότητα και στην μαζικότητα του προβλήματος που χρειάζεται πολλά χρόνια για να επιλυθεί. Παρά ταύτα υπάρχει συνειδητοποίηση του ζητήματος τουλάχιστον. Υπάρχουν σε εξέλιξη μια σειρά από προγράμματα με πολλαπλές και συχνά μπερδεμένες ονομασίες όπως «Σπίτι μου 1», «Σπίτι μου 2», «ανακαινίζω – νοικιάζω», «πρόγραμμα κοινωνική αντιπαροχή», «πρόγραμμα κάλυψη», «κοινωνική στέγαση για ευάλωτους», «στέγαση για δημοσίους υπαλλήλους», «ενεργειακή αναβάθμιση σπιτιών» και κάμποσα ακόμα που οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να τα ψάξουν για να δουν αν και περιλαμβάνονται σ’ αυτά.
Τα προγράμματα αυτά συγκεντρώνουν κρατικές και ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις σχεδόν 3 δις ευρώ μέσα σε δυο χρόνια, ποσό που προφανώς δεν είναι περιφρονητέο με βάση τις κρατικές δυνατότητες. Όμως η επίτευξη ισορροπίας στην αγορά στέγης χρειάζεται εικοσαπλάσια από τόσα, για να γίνει εμφανής η αλλαγή στην τσέπη του καταναλωτή. Τα κρατικά αυτά προγράμματα αφορούν διάφορες κοινωνικές και ηλικιακές ομάδες, νέα ζευγάρια, ποικίλα εισοδηματικά επίπεδα και ομάδες ανθρώπων που έχουν πραγματικό πρόβλημα στέγασης λόγω ευαλωτότητας. Η κυβερνητική αυτή δραστηριότητα σηματοδοτεί και μια στροφή της κρατικής οικονομικής πολιτικής. Ανέκαθεν οι ιδιώτες αποκτούσαν κατοικίες με ίδιους πόρους και προσωπικό δανεισμό, με το κράτος στην συνέχεια να αρμέγει πολλαπλώς αυτή την ιδιωτική περιουσία. Τώρα το μοτίβο αλλάζει. Για πρώτη φορά το κράτος βάζει δικά του χρήματα για να αποκτήσει με σχετικά ευνοϊκούς όρους στέγη το ελληνικό νοικοκυριό. Είναι κι αυτό μια αλλαγή νοοτροπίας που πρέπει να την επισημάνουμε…