0

«Σείστηκε το Περιστέρι με την τελευταία εμφάνιση του Σώτη Βολάνη». Όπως διαβάζουμε στα ειδικευμένα σάιτ, ο καλλιτέχνης, μετά από μία περίοδο κατά την οποία αντιμετώπισε δυσκολίες προσαρμογής, ξαναγύρισε στα λαϊκά πάλκα και οι θαυμαστές του ενθουσιάστηκαν με το φρέσκο πρόγραμμα, αποθέωσαν την ανανεωμένη ορχήστρα και, όλοι μαζί, τραγούδησαν το νέο σουξέ «Πάνω απ’ όλα σε γουστάρω».
Είναι προφανές ότι μέσω παρόμοιων δημοσιευμάτων, ο λαοφιλής εναλλακτικός τραγουδιστής προσπαθεί να πείσει ότι διδάχτηκε από το παρελθόν και η Δεύτερη Φορά της καριέρας του θα είναι ακόμη πιο σοβαρή, δηλαδή θα υλοποιήσει τις παλιές υποσχέσεις και επιτέλους θα κάνει ντουέτο με τον Michael Jackson.
Κατά σύμπτωση, τις ίδιες μέρες, τα στρατευμένα έντυπα υποστήριζαν ότι ο σ. Τσίπρας θριάμβευσε στο συνέδριο του ΣυΡιζΑ και επιστρέφει δριμύτερος για τον δεύτερο γύρο, αναζητώντας τον προοδευτικό παρτενέρ που θα αντικαταστήσει τον σ. Πάνο Καμμένο και επιβεβαιώνοντας αυτούς, που πιστεύουν στην κοινή μοίρα των δύο καλλιτεχνών.

Δύο αστέρια γεννούνται

Στις αρχές του 21ου αιώνα οι γλεντζέδες της Ελλάδας αναζητούσαν ένα νέο σουξέ, που θα το άκουγαν και θα έβαζαν φωτιά στα πεντακοσάευρα, τα οποία μόλις είχαν κυκλοφορήσει. Η παλιά μουσική σκηνή δεν τους κάλυπτε, την έβρισκαν ξεπερασμένη, τι να τους πει ο Θεοδωράκης που εμπιστευόταν το Άξιον Εστί στον Κότσιρα, κάγχαζαν με τους Μαχαιριτσο-Νταλαρο- Μητροπάνους, οι οποίοι προσπαθούσαν να αναστήσουν τα τραγούδια του Μπιθικώτση στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.
Ήθελαν κάτι άλλο.

Το κενό κάλυψε ένας πρωτοεμφανιζόμενος νεαρός που ονομαζόταν Σώτης Βολάνης. Τραγούδησε το «Πόσο μου λείπεις», έναν ύμνο στον διαχρονικό πόνο του καταπιεσμένου Έλληνα, ο οποίος βρίσκεται στην απέξω και αναζητά διέξοδο, παραγγέλνοντας ακριβά ουίσκια που δεν μπορεί να πληρώσει. Σπαραγμός και διεκδίκηση που αμέσως αποθεώθηκαν. Να τα εξώφυλλα, να οι τηλεοράσεις και τα ράδια, το κασέ του νεαρού εκτινάχτηκε, ως εκφραστής του λαού έγινε το αγαπημένο παιδί των εφοπλιστών και των βιομηχάνων, φόρεσε το στέμμα του βασιλιά της νύχτας, οδηγούσε τις θαλαμηγούς από λιμάνι σε λιμάνι και τα σχήματα των οποίων ηγείτο από θριάμβου σε θρίαμβο. Ο Σώτης Βολάνης έγινε Sotis και μόδα, κανείς δεν τολμούσε να αμφισβητήσει την καλλιτεχνική του επάρκεια, δυο τρεις που πήγαν κάτι να ψελλίσουν, αντιμετώπισαν απειλές και χλεύη από τους παραγεμισμένους αψάδα βολανοφάν.

Πάνω στις δόξες και τα ωσαννά, ο καλλιτέχνης έκανε το κλασικό λάθος της κατηγορίας του και θεώρησε ότι έχει βρει το μυστικό της διαχρονικής επιτυχίας, δεν διέθετε την απαραίτητη νηφαλιότητα ώστε να αντιληφθεί ότι το τρένο, έτσι ξαφνικά όπως ήρθε, το ίδιο απρόσμενα ξεμακραίνει. Όταν το πήρε χαμπάρι, έκανε προσπάθειες επανάκαμψης με τη γνωστή συνταγή, αλλά πλέον κανείς δεν ενδιαφερόταν για μία από τα ίδια.

Αυτό τον οδήγησε σε κάποιες υπερβολές, ίσως και ακρότητες. Έδωσε συνεντεύξεις (μερικές φορές σε σπαστά αγγλικά που ο ίδιος θεωρούσε άψογα), όπου διαβεβαίωνε ότι το μήνυμα του τραγουδιού του είναι τόσο πανανθρώπινο που «θεωρείται εθνικός ύμνος σε όλο τον πλανήτη», ότι οι πωλήσεις του έχουν ξεπεράσει τους 172 εκατομμύρια δίσκους μόνο στην Αίγυπτο και, γενικά, αυτός παίζει το νταούλι και οι ανά τον κόσμο χορευταράδες το ρίχνουν στον καρσιλαμά.

Ριγμένος από τα συμφέροντα 

Τζάμπα κόπος. Οι οπαδοί που παλιά βαρούσαν παλαμάκια σε κάθε νότα και κουβέντα, τώρα έμεναν παγερά αδιάφοροι και έτσι ο Βολάνης πέρασε στην αναπόφευκτη φάση του ριγμένου από τα συμφέροντα. Έβγαινε για να παραπονεθεί ότι οι εταιρείες του χρωστάνε πάνω από 50 εκατομμύρια, ότι η Πάολα του φέρθηκε σκάρτα, ότι τα ραδιόφωνα τον σαμποτάρουν, ότι τα γκάλοπ δημοφιλίας είναι στημένα. Τζίφος ξανά. Το ποτάμι δεν γυρνούσε πίσω, ακόμη και όταν προσπάθησε να αλλάξει τη ροή με κάπως ντεκαντάνς φιέστες, που πλασάριζαν το πολυδιαφημισμένο συμβολικό hit «Τα κάνω όλα πουτ@να».

Αυτή τη φορά, δεν τα έκανε και ο λόγος ήταν απλός. Το στυλ του ανήκε σε μια άλλη εποχή, για μια σειρά από καλλιτεχνικούς, εμπορικούς και κοινωνικούς λόγους το κοινό του είχε πλέον περιοριστεί δραματικά, το αποτελούσαν 2-3 παρέες κολλημένων νοσταλγών που έγραφαν στο facebook ότι κανείς δεν είναι τόσο λεβέντης όσο ο Sotis (που είχε ξαναγίνει Σώτης).

Ο σ. Αλέξης Τσίπρας έχει αρκετά κοινά με τον Βολάνη, για παράδειγμα, ανήκουν στην ίδια περίπου ηλικία. Επίσης, όπως και ο περίπου συνομήλικος του, νιώθει από τις αντιδράσεις των πελατών ότι το παλιό σουξέ ξέφτισε, αλλά συνεχίζει να το τραγουδάει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Αυτό είναι το ρεπερτόριό του.

«Μα, γιατί δεν με… παίζουν;»

Έλα, όμως, που για να διατηρήσεις την πρωταγωνιστική σου θέση χρειάζεται προσαρμογή στις νέες συνθήκες, οι οποίες αλλάζουν με εντελώς άτακτους ρυθμούς. Για να κάνεις διαρκή επιτυχία, απαιτείται δουλειά και αυτοκριτική. Αν συστηματικά αποφεύγεις και τα δύο, τότε καταφεύγεις στον ρόλο του γραφικού που του φταίνε τα ραδιόφωνα, οι εφημερίδες και οι επιτυχημένες τραγουδίστριες. Δεν καταλαβαίνεις ότι δεν σε παίζουν γιατί, απλούστατα, είσαι βαρετός και εκτός εποχής.

ΥΓ: Μεταξύ των δύο ανδρών υπάρχουν και πολλές διαφορές. Για παράδειγμα, στην ορχήστρα του Βολάνη δεν πλακώνονται για τα χταπόδια.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις