Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Συνέντευξη στον Δρ Κωνσταντίνο Μπούρα
Η ταινία που σπάει ταμεία και στα θερινά τα σινεμά είναι ο «Νυχτερινός Εκφωνητής» του Ρένου Χαραλαμπίδη. Αναζητώντας τον βιωμένο, τον ζησμένο Χρόνο. Δεν πρόκειται ακριβώς για νοσταλγία, αλλά για ανατάραξη ανά-χαράξεως, με την έννοια τής γλυπτικής.
Απόλαυσα τόσο την ταινία του στον κατάμεστο θερινό κινηματογράφο «Παναθήναια» της γειτονιάς μου που του υπέβαλα ερωτήσεις κι εκείνος απάντησε με το γνωστό προκλητικό (προβοκατόρικο) ενσυναίσθητο χιούμορ του:
Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία σε αυτό το σενάριο; Κι εάν ναι, πού σταματάει η αυτοβιογραφική αναφορικότητα και πού αρχίζει η μυθοπλασία;
Η απάντηση όσο ο καιρός περνάει και οι θεατές γίνονται μέρος της ύπαρξης της ταινίας γίνεται όλο και πιο πολύπλοκη. Και πάνω που είμαι σίγουρος ότι είναι αυτοβιογραφική ταινία συνειδητοποιώ ότι δεν έχω καμία σχέση. Δεν υπήρξα εύζωνας ενώ παράλληλα ζω μέσα στο ραδιόφωνο. Θα επέλεγα αυτό το θέμα της αυτό αναφορικότητας να μείνει φλου και στα όρια του μύθου.
Σε ποιους θεατές απευθύνεστε; Ποιο είναι το target group κοινό σας;
Στους υπέρμαχους του εφαρμοσμένου ρομαντισμού.
Οι νέοι σήμερα βλέπουν σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο;
Οι νέοι έδωσαν το «παρών». Γέμισαν τα καλοκαιρινά σινεμά με ελληνικές ταινίες. Και τελικά απόδειξαν ότι η διάθεση για επαναπροσδιορισμό του ρομαντισμού είναι ένα ανοιχτό νεανικό αίτημα.
Είστε ένας από τους λίγους καλλιτέχνες με διεθνή απήχηση. Ποιος νιώθετε γι’ αυτό; Με άλλα λόγια είναι εύκολο να είσαι σταρ;
Δεν το έχω σκεφτεί. Δεν με απασχολεί.
Σαν άνθρωπος διακρίνεστε από το ιδιότυπο χιούμορ. Είστε και αυτοσαρκαστικός;
Η μέρα μου είναι γεμάτη γέλιο γιατί κυρίως γελάω με τον εαυτό μου. Με μαγεύει το πόσο έξω πέφτω σε αυτά που είμαι σίγουρος ότι ξέρω.
Σας αρέσει η έρευνα, η μελέτη. Είστε φιλοπερίεργος; Διεκδικείτε τον τίτλο τού “επιστήμονα” δημιουργού;
Απόλυτα ναι! Υπογραμμίζοντας ένα αιρετικό βλέμμα και μια απόλαυση του ανορθόδοξου. Αποδομώ και ηδονίζομαι. Είμαι ο ψυχρός εκτελεστής του αυτονόητου.
Σε τι άλλο θα θέλετε να απαντήσετε χωρίς να σας ρωτήσω;
– Ο ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ βασίζεται στην υψηλή τέχνη του voice over. Της αφηγηματικής φωνής πάνω στην εικόνα. Οδηγεί τον θεατή προς το εσωτερικό τοπίο. Η υποκριτική του voice over είναι η υποκριτική του ραδιοφώνου κάτι που στην Ελλάδα εξαφανίστηκε από την εποχή του ραδιοφωνικού θεάτρου. Ο ηθοποιός καλείτε να επικοινωνήσει μέσα από το στενό μονοπάτι του μικροφώνου.
H TAINIA
Η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη με τίτλο «Νυχτερινός Εκφωνητής» είναι ένας ρομαντικός φόρος τιμής στο ραδιόφωνο και στις ομορφιές της Αθήνας, και παράλληλα ένας
γλυκόπικρος στοχασμός επάνω στους ματαιωμένους έρωτες και στις χαμένες ευκαιρίες της ζωής.
Ένας βετεράνος νυχτερινός ραδιοφωνικός εκφωνητής την βραδιά που γίνεται 50 και συνειδητοποιεί με αμηχανία ότι πια δεν συγκαταλέγεται στους νέους, ξετυλίγει στον αέρα τη ζωή του.
Άξονας της εκπομπής είναι η αναζήτηση ενός ξεχασμένου έρωτα σε εκκρεμότητα από την εποχή που υπηρετούσε ως εύζωνας, μέσα από τα ερωτικά και όχι μόνο μηνύματα που διέσωσε ένας παλιός τηλεφωνητής. Βγάζοντας στον αέρα τα παθιασμένα ηχογραφημένα μηνύματα από τις αρχές του ‘90, θα προσπαθήσει να εντοπίσει αυτήν την γυναίκα και να την πείσει από το μικρόφωνο να του τηλεφωνήσει.
Ανάμεσα σε απαρχαιωμένα τεχνικά μέσα (κασετόφωνο, μπομπινόφωνο, πικάπ, τηλεφωνητή) και τις σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες αιχμής, στέλνει τα ραδιοκύματα για να διαχυθούν στην αθηναϊκή́ νύχτα και να ανασύρουν ξεχασμένα πρόσωπα, αστικά́ τοπία, τα ερείπια της αρχαίας Αθήνας ονειρικά́ ιδωμένα με νοσταλγία και ραδιοφωνικό ρεμβασμό́, τις αναμνήσεις ενός μακρινού έρωτα και της θητείας του στην προεδρική φρουρά, καθώς εξελίσσεται ένας μεταμεσονύχτιος μαραθώνιος που μια
συνομήλικη δρομαίας τον ακούει και περιμένει την κατάλληλη στιγμή να του τηλεφωνήσει.
Σε ένα αφηγηματικό πλαίσιο που φτιάχνει η μαγεία του νυχτερινού ραδιοφώνου, η εκπομπή των δύσκολων γενεθλίων θα γίνει ένα ταξίδι λυτρωτικής αυτογνωσίας.
O ΡΕΝΟΣ
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Έχει πρωταγωνιστήσει στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το θέατρο. Ως σκηνοθέτης εμφανίστηκε το 1997 με το «No Budget Story», μία ασπρόμαυρη ρομαντική κωμωδία που σημάδεψε τη δεκαετία του ’90.
Απέσπασε βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (Κρατικό Βραβείο Ποιότητας πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη, βραβείο Β’ ανδρικού ρόλου για τον Γιώργο Βουλτζάτη, Ειδική Μνεία από την Ένωση Ελλήνων Κριτικών) και στο Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης (βραβείο FIPRESCI).
Με την πρώτη του κιόλας ταινία ξεκίνησε μια ολόκληρη σχολή με τη φιλοσοφία του γύρω από τον κινηματογράφο. Ακολούθησαν το 2000 τα «Φτηνά Τσιγάρα», μία ταινία που στιγμάτισε τη γενιά του τέλους της δεκαετίας του ‘90. Γυρισμένη ώστε να θυμίζει «τζαζ αυτοσχεδιασμό» η ταινία πλέον μοιάζει σαν αποχαιρετιστήριο άσμα σε μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια και αποτελεί σημαντικό δείγμα γραφής ενός ιδιαίτερου δημιουργού.
Το 2005, βασισμένος στο ομότιτλο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου, σκηνοθετεί την ταινία «Η Καρδιά του Κτήνους» και καταφέρνει για ακόμα μία φορά να κερδίσει κοινό και κριτικούς. Τα «4 Μαύρα Κουστούμια» είναι η τέταρτη σκηνοθετική του δουλειά με την οποία καθιέρωσε το στιλ του σαν κινηματογραφιστής, δίνοντας ξεκάθαρα πια το προσωπικό του στίγμα στο ελληνικό σινεμά. Απέσπασε βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (Κρατικό Βραβείο Ποιότητας Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη, Βραβείο Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Γιώργο Βουλτζάτη, Ειδική Μνεία από την Ένωση Ελλήνων Κριτικών) και στο Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης (Βραβείο FIPRESCI).