Μετά από εξήντα μέρες, κομματικών «εχθροπραξιών» για την υπόθεση της παρακολούθησης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη – κατά την οποία ο κ. Τσίπρας αλλά και συνταγματολόγοι ζήτησαν την παραίτηση του πρωθυπουργού – η πολιτική ζωή εισέρχεται στην …κανονικότητα, την οποία σκιαγραφεί η σκληρή καθημερινότητα και η ικανότητα των κυβερνώντων να την αντιμετωπίσουν.
Τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων, καταγράφουν μια εικόνα αντοχής της κυβέρνησης απέναντι στις σκληρές επιθέσεις που δέχτηκε από την αριστερά, ενίσχυσης του δικομματισμού αλλά και διατήρησης της ποσοστιαίας διαφοράς των δύο κομμάτων ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στα επίπεδα των εκλογών του 2019.
Το «θυματοποιημένο» ΠΑΣΟΚ
Το «θυματοποιημένο» ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δείχνει να μην κερδίζει από την υπόθεση των παρακολουθήσεων, αλλά ούτε και από την παρουσία του κ. Ανδρουλάκη στη ΔΕΘ.
Απλά γιατί οι πολίτες έδειξαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για το πως θα βγάλουν το χειμώνα, από το να μάθουν πώς και γιατί παρακολουθούσε η ΕΥΠ, το τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη. Πολύ περισσότερο που ό ίδιος δεν φρόντισε να πληροφορηθεί το λόγο της παρακολούθησης του, αφήνοντας ερωτήματα στην κοινή γνώμη για τη στάση του.
Σ’ αυτό το διάστημα το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς σωστή ανάγνωση της πραγματικότητας στη χώρα, έριξαν όλα τα «όπλα» τους σε μια υπόθεση που οι πολίτες θεώρησαν σημαντικό παράπτωμα της κυβέρνησης, αλλά όχι σημαντικότερο από τα προβλήματα τους.
Ωστόσο ο Αλέξης Τσίπρας αντιλήφθηκε, έστω και με καθυστέρηση την πραγματικότητα, κι έβαλε στο τραπέζι της ΔΕΘ, με τη γνωστή «γαλαντομία» του τις οικονομικές προτάσεις του, απέναντι σ εκείνες του πρωθυπουργού, αφήνοντας τον κ Ανδρουλάκη να «παίζει» ακόμα με τις παρακολουθήσεις.
«Ενταφιάστηκε» η «προοδευτική» διακυβέρνηση των ηττημένων
Η ενίσχυση του δικομματισμού, που παρατηρήθηκε και στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, δεν είναι άσχετη και με το πολιτικό παιχνίδι που έπαιξαν Μητσοτάκης και Τσίπρας στη ΔΕΘ.
Ο πρωθυπουργός έριξε καθαρά στο «γήπεδο» το δίλημμα των επόμενων εκλογών: «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ το αποδέχτηκε και απορρίπτοντας το αφήγημα της «προοδευτικής διακυβέρνησης» με τα απομεινάρια της αριστεράς και κεντροαριστεράς, αν δεν είναι πρώτο κόμμα. «Δεν κάνω κυβέρνηση ηττημένων» ξεκαθάρισε και με αυτή τη φράση «έθαψε» και την απλή αναλογική – ίσως γιατί δεν βρέθηκαν πολλοί πρόθυμοι, πλην του κ. Βαρουφάκη να συμπράξουν μαζί του.
Έτσι το πολιτικό παιχνίδι μεταφέρθηκε στην κοινή γνώμη ως «μάχη» των δύο για την πρώτη θέση στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση της απλής αναλογικής, αφήνοντας σε δεύτερο επίπεδο τις μετεκλογικές συνεργασίες.
Σ αυτή τη μονομαχία ο πρόεδρος της ΝΔ έχει ένα συντριπτικό πλεονέκτημα. Ως πρωθυπουργός, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, διαθέτει ευρύτερη αποδοχή στην κοινωνία από το κόμμα του και σαφώς υψηλότερα ποσοστά στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός, από τον πολιτικό του αντίπαλο, που υστερεί σε όλους τους τομείς της πολιτικής, σε σύγκριση μαζί του.
Ωστόσο αν και η νίκη δεν φαίνεται ικανή πιθανότητα για τον κ. Τσίπρα, η επιδίωξη της, αποτελεί μεν μια πρώτη κίνηση συσπείρωσης των ψηφοφόρων του, αλλά μπορεί να παράσχει και την αναγκαία πίεση στο χώρο των αντιμητσοτακικών- κεντρώων του ΠΑΣΟΚ -ΚΙΝΑΛ ώστε να στραφούν προς την Κουμουνδούρου.
Όλα θα παιχτούν στις πρώτες εκλογές
Αν με το δίλημμα του ο κ. Μητσοτάκης, «βοήθησε» τον κ. Τσίπρα να ξεφύγει από το αφήγημα της προοδευτικής διακυβέρνησης που έφθινε και τον τραβούσε προς τα πίσω, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε «σανίδα σωτηρίας» στον κ. Μητσοτάκη, όταν χαρακτήρισε τις εκλογές με την απλή αναλογική ως την «πιο κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση», με την έννοια πως όποιος κερδίσει τις πρώτες θα κερδίσει και τις δεύτερες και μάλιστα με υψηλότερα ποσοστά.
Είναι γνωστό πως στο Μέγαρο Μαξίμου, εδώ και καιρό ανησυχούσαν για την εκδήλωση κύματος χαλαρής ψήφου κατά την πρώτη εκλογή που δεν κρινόταν η αυτοδυναμία.
Η απόφαση του κ. Τσίπρα να την καταστήσει κυρίαρχη εκλογή, βγάζει τη ΝΔ από τη θέση αμηχανίας και την κατευθύνει στη στρατηγική των σκληρών διλημμάτων, ώστε να κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους της και να διεισδύσει στο κέντρο προσβλέποντας και αυτή στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ -ΚΙΝΑΛ.
Ανδρουλάκης σε συμπληγάδες
Σε αυτό το τοπίο, όπως αρχίζει να διαγράφεται, ο κ. Ανδρουλάκης βρίσκεται ξανά σε συμπληγάδες. Η «θυματοποίηση» του, με την υπόθεση της παρακολούθησης, δεν αποφέρει κέρδη, όπως δεν αποφέρει και η πολιτική της αυτονομίας, χωρίς συγκεκριμένη εναλλακτική και ελκυστική πρόταση διακυβέρνησης.
Το 12% που του δίνουν τώρα οι δημοσκοπήσεις δύσκολα θα αυξηθεί αν δεν αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την πίεση που ασκείται και από τις δύο κύριες πλευρές του πολιτικού φάσματος, προς τη δεξαμενή των ψηφοφόρων του.
Ο μεν κ. Τσίπρας, επιδιώκει, ένα ποσοστό κοντά σε εκείνο του 2019 για να διασφαλίσει αδιατάρακτα την ηγεμονία του στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο κ. Μητσοτάκης θα πρέπει να βρει τρεις μονάδες πάνω από το ποσοστό που του δίνει τώρα η Pulse για να πάρει έστω και ισχνή αυτοδυναμία.
Η προεκλογική μάχη είναι μπροστά και θα είναι σκληρή. Όμως, τρία και πλέον χρόνια μετά τη νίκη της ΝΔ, η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, δείχνει αξιοσημείωτες αντοχές. Αρκεί να σκεφτεί κανείς, τις αλλεπάλληλες κρίσεις που πέρασε η χώρα και οι πολίτες της. Και μέσα από αυτές κατόρθωσε και δυνάμωσε την οικονομία, αύξησε το Εθνικό Εισόδημα, άσκησε επιδοματική πολιτική για να σωθούν οι επιχειρήσεις και οι θέσεις εργασίας με την πανδημία και τώρα αναλαμβάνει το κράτος να πληρώσει μέρος της ακριβείας που ξέσπασε με την ενεργειακή κρίση. Λάθη, παραλείψεις, αδυναμίες μπορεί να έχουν γκριζάρει την εικόνα, αλλά ο κ. Μητσοτάκης άντεξε γιατί αντέχει η οικονομία εν μέσω των συνεχών κρίσεων. Κι όσο αντέχει η οικονομία τόσο οι πιθανότητες για αυτοδυναμία παραμένουν στο τραπέζι.