Να συμβάλει ενεργά το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην στήριξη των πολιτών που πιέζονται τα εισοδήματά τους, λόγω του υψηλού πληθωρισμού και της αύξησης του κόστους χρήματος εξαιτίας της συσταλτικής νομισματικής πολιτικής, ζήτησε σήμερα μετά την συνάντηση που είχε ο υπουργό Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας με τους εκπροσώπους των τραπεζών.
Ο υπουργός σημείωσε μεταξύ των άλλων ότι οι προκλήσεις είναι μεγάλες και θα πρέπει και το χρηματοπιστωτικό σύστημα να ακολουθήσει την πολιτική της κυβέρνησης που ουσιαστικά στηρίζει τα εισοδήματα των πολιτών που πιέζονται, συμβάλλοντας με τον δικό του τρόπο προς αυτή την κατεύθυνση.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, το υπουργείο κάλεσε τις τράπεζες σε εύλογο χρονικό διάστημα, και το αργότερο μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες να καταθέσουν συγκεκριμένες προτάσεις για μία σειρά από ζητήματα που έχουν να κάνουν, με την επιτάχυνση των ρυθμίσεων, μέσα από τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, την στήριξη των ενήμερων δανειοληπτών, την αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων και την επανεξέταση των χρεώσεων στις τραπεζικές εργασίες.
Όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή του το υπουργείο Οικονομικών:
«Σε εντατικοποίηση των επαφών με εκπροσώπους του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει προχωρήσει το υπουργείο Οικονομικών. Σκοπός είναι να βρεθεί κοινός τόπος στις παρεμβάσεις τις οποίες οφείλει να αναλάβει σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία το τραπεζικό σύστημα, προκειμένου να συνεισφέρει το σημαντικό μερίδιο που του αναλογεί, στην προσπάθεια στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, καθώς και μετάβασης προς μια οικονομία πιο δυναμική, παραγωγική και εξωστρεφή.
Στο πλαίσιο αυτό, ο υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας πραγματοποίησε σήμερα νέα συνάντηση με τους επικεφαλής των συστημικών τραπεζών, με εκπροσώπους της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, με τη συμμετοχή του γενικού γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής κ. Θάνου Πετραλιά, της ειδικής γραμματέως Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους κυρίας Μαριαλένας Αθανασοπούλου και του προέδρου του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνώμων κ. Μιχάλη Αργυρού».
Γίνεται αναφορά επίσης στα όσα έχουν επιτευχθεί μέχρι σήμερα ως απόρροια αυτής της συστηματικής, κοινής προσπάθειας:
1ον. Επιτάχυνση – τους τελευταίους μήνες – ρυθμίσεων μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών του Ν.4738/2020, στο πλαίσιο διαχείρισης του υψηλού, συσσωρευμένου την τελευταία δεκαετία, ιδιωτικού χρέους.
Μέχρι στιγμής, έχουν υλοποιηθεί 2.221 ρυθμίσεις οφειλών, συνολικού ύψους 406 εκατ. ευρώ.
Εξ αυτών, περίπου το 65% πραγματοποιήθηκε κατά το τελευταίο τρίμηνο. Μόνο τον τελευταίο μήνα πραγματοποιήθηκαν 500 νέες ρυθμίσεις, και το τελευταίο δεκαήμερο περίπου 200 νέες.
2ον. Μείωση των επιτοκίων στις ρυθμίσεις του εξωδικαστικού μηχανισμού.
3ον. Καθολική έγκριση των ρυθμίσεων του εξωδικαστικού μηχανισμού σε δανειολήπτες ελβετικού φράγκου.
Στο πλαίσιο αυτό, κατά τη σημερινή, νέα συνάντηση συζητήθηκαν τα εξής:
1ον. Κατάθεση πρότασης των τραπεζών για πρόγραμμα στήριξης ενήμερων ευάλωτων δανειοληπτών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους ευρωπαϊκούς εποπτικούς κανόνες, χωρίς δημοσιονομικό κόστος.
Η κυβέρνηση ζητά αυτή να κατατεθεί τις επόμενες δύο εβδομάδες.
2ον. Κατάθεση προτάσεων των τραπεζών με σκοπό την αύξηση της εγκρισιμότητας των αιτήσεων του εξωδικαστικού μηχανισμού που αφορούν τους ενήμερους δανειολήπτες τους.
Οι σχετικές προτάσεις εκτιμάται ότι θα υποβληθούν μέχρι τέλους του έτους.
3ον. Αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων και μείωση των αυξημένων επιτοκίων χορηγήσεων ως αποτέλεσμα της αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Τα πιστωτικά ιδρύματα αναμένεται να κινηθούν, διακριτά και ανεξάρτητα, προς αυτή την κατεύθυνση το προσεχές διάστημα.
Η ελληνική κυβέρνηση ζητά αυτό να γίνει άμεσα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τη μεγάλη αύξηση του επιτοκιακού περιθωρίου των τραπεζών το τελευταίο διάστημα.
4ον. Επαναξιολόγηση του κόστους προμηθειών των τραπεζών στις απλές τραπεζικές συναλλαγές.
Η ελληνική κυβέρνηση παρουσίασε λίστα σχετικών προμηθειών, η οποία θα αξιολογηθεί από το κάθε τραπεζικό ίδρυμα, διακριτά και ανεξάρτητα.
Και η ανακοίνωση καταλήγει, «η ελληνική κυβέρνηση ξεκαθάρισε στις διοικήσεις των τραπεζών ότι, για την ίδια, δεν υφίσταται ζήτημα απόδοσης bonus στα υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη για το 2022».
Τέλος η νέα συνάντηση έχει οριστεί σε περίπου δύο εβδομάδες.