Ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν έκρινε χθες Τετάρτη ότι η Κίνα απορρίπτει το μακρόχρονο status quo όσον αφορά την Ταϊβάν, επαναλαμβάνοντας την ανάλυση της Ουάσιγκτον σύμφωνα με την οποία το Πεκίνο εννοεί να επιταχύνει το χρονοδιάγραμμα της επανένωσης της νήσου, που θεωρεί αποσκιρτήσασα επαρχία της, με την ηπειρωτική χώρα.
Οι δηλώσεις του επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας καταγράφηκαν λίγα 24ωρα αφού ο Σι Τζινπίνγκ εξασφάλισε τρίτη θητεία στην ηγεσία του κομματικού μηχανισμού και άρα της χώρας στο 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ), ενισχύοντας το καθεστώς του, αυτό του ισχυρότερου κινέζου ηγέτη μετά τον Μάο Τσετούγκ.
Γεγονός που εντείνει την ανησυχία στην Ταϊπέι ότι το Πεκίνο θα διπλασιάσει τις προσπάθειες για να επιτύχει την επίτευξη του σκοπού του, όπως τόνισε χθες ο υπουργός Εξωτερικών της Ταϊβάν, ο Τζόζεφ Γου, ο οποίος εκφράστηκε ενώπιον του κοινοβουλίου της νήσου.
Ο κ. Μπλίνκεν είπε πως το status quo -βάσει του οποίου η Ουάσιγκτον αναγνωρίζει την ενιαία Κίνα μεν, αλλά προμηθεύει με όπλα το νησί για την άμυνά του- επέτρεψε να «διασφαλιστεί πως δεν θα ξεσπάσει σύρραξη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα για την Ταϊβάν».
Όμως, πρόσθεσε στο πρακτορείο ειδήσεων Bloomberg, «αυτό που έχει αλλάξει είναι η απόφαση που έχει λάβει η κυβέρνηση στο Πεκίνο πως το status quo δεν είναι πλέον αποδεκτό, το ότι θέλει να επιταχύνει τη διαδικασία» της επανένωσης.
Υπογράμμισε συναφώς πως η Κίνα αποφάσισε «να κάνει δύσκολη τη ζωή της Ταϊβάν με την ελπίδα πως αυτό θα επιταχύνει την επανένωση».
Το Πεκίνο θεωρεί πάντα την Ταϊβάν αναπόσπαστο τμήμα της κινεζικής επικράτειας, προορισμένο να επανενωθεί στο μέλλον με την ηπειρωτική χώρα, ακόμα κι αν χρειαστεί να ασκηθεί βία, μολονότι η νήσος των 23 εκατ. κατοίκων έχει δική της κυβέρνηση από το τέλος του κινεζικού εμφυλίου πολέμου το 1949 και ενεργεί ως εάν να ήταν ανεξάρτητη.
Οι κινεζικές πιέσεις στην Ταϊπέι «πρέπει να ανησυχούν όχι μόνο τις ΗΠΑ, αλλά και τις χώρες της περιοχής και του κόσμου ολόκληρου», κατά την άποψη του κ. Μπλίνκεν, ο οποίος επισήμανε ιδίως το αυξανόμενο βάρος της Ταϊβάν όσον αφορά την παραγωγή ημιαγωγών.
Αν η παραγωγή αυτή διακοπτόταν ή παρεμποδιζόταν για «οποιονδήποτε λόγο», αυτό θα είχε «πολύ σημαντικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία», προειδοποίησε.