0

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press

Δεκέμβρης του 1941 και χάνονται στον χρόνο η υπερηφάνεια, η χαρά, οι διθύραμβοι του πολεμικού Δεκέμβρη του 1940. Όλα αυτά, αποτελούν ένα χτες που δεν έχεις την δύναμη να το θυμάσαι. Η μπότα του κατακτητή βαριά. Η αξιοπρέπεια, το δικαίωμα ζωής, γράμμα κατά το νοούμενον. Τα πάντα στο έλεος των τεράτων. Γι’ αυτούς, η έννοια άνθρωπος αντικαθίσταται από ένα ενοχλητικό δίποδο που απαιτεί δικαίωμα ζωής. Χριστούγεννα λοιπόν του 1941, γιορτή χωρίς Χριστό, γιορτή χωρίς χαρά. Και αντί για Κάλαντα, οιμωγές απόγνωσης. Τα πάντα για λίγα γραμμάρια αλεύρι, για πέντε κουταλιές λάδι….

Συχνά οι Αθηναίοι ακούνε τη νύχτα τη φωνή κάποιου πεινασμένου, που παρακαλεί να του δώσουν κάτι να φάει. Είναι αυτές οι φωνές σπαρακτικές και κάνουν τους απλούς ανθρώπους της γειτονιάς να νιώθουν μεγάλο πόνο, να νιώθουν ακόμη μεγαλύτερο πλάκωμα στην καρδιά τους. H δυστυχία περιπλανώμενη. Το δράμα στην πιο τραγική του μορφή. Εκείνες τις μέρες, οι Αθηναϊκές οικογένειες είχαν γευθεί το αλογίσιο κρέας και τους φαινόταν νόστιμο. Ούτε που το είχαν καταλάβει. H πείνα τούς είχε αλλοιώσει και τη γεύση και την όσφρηση.

Κάποιοι καπάτσοι μαυραγορίτες, έπαιρναν ετοιμοθάνατα γέρικα άλογα και τα μοσχοπουλούσαν για μοσχαράκι. Αλλά τ’ άλογα φαίνεται κάποτε εξαντλήθηκαν κι έγινε λόγος για σκύλους. Βεβαίωναν αρκετοί ότι μπορεί να φάγανε και σκύλο. Διόλου απίθανο. Ήταν τόσο δύσκολες εκείνες οι μέρες. Ήταν τόσο σκοτεινά όλα.

Η κατανάλωση αλογίσιου και σκυλίσιου κρέατος, επιβεβαιώνεται άλλωστε και από τις δίκες στο Αισχροδικείο. Τον Γενάρη του 1942, ένας μαυραγορίτης δικάζεται επειδή πουλούσε σκύλο για αρνί. Αποδείχτηκε όμως, είπαν τότε, ότι δεν πουλούσε, αλλά ο ίδιος έτρωγε σκύλους και γι’ αυτό τους έκρυβε. Ένας αστυφύλακας μάρτυρας κατέθεσε στο δικαστήριο ότι τον είχε πιάσει να σφάζει σκύλους.

Τα συσσίτια μοιράζουν στην Αθήνα και στον Πειραιά 400.000 μερίδες την ημέρα ζεστό φαγητό. Τα καζάνια βράζουν και οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες πηγαίνουν εκεί με τα κατσαρόλια και τα τενεκεδάκια τους για να πάρουν μια κουταλιά ρεβίθια ή φασόλια για κάθε άτομο με μπόλικο ζουμί. Είναι, όμως, κι αυτό το νεροζούμι πολύτιμο. Στην απελπισία τους οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν μια μέρα ότι αποφασίστηκε άρση του αποκλεισμού. Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν. Τώρα φτάνουν περισσότερα τρόφιμα.

Στις 2 Ιανουαρίου του 1942 οι Αθηναίοι πληροφορούνται ότι το «Κουρτουλούς» προσάραξε στην Πάνορμο εξαιτίας κακοκαιρίας. Πανικός στην αγορά από το ατύχημα. Οι Αρχές προσπαθούν να καθησυχάσουν τον κόσμο, ανακοινώνοντας ότι υπήρχαν τρόφιμα για μια βδομάδα. Πώς να ζήσεις με μια μερίδα ψωμί από λούπινα; Πώς να περάσεις χωρίς έστω αυτό το νεροζούμι του λαϊκού συσσιτίου; Μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου 1942 δεν φάνηκε πάντως το νέο καράβι που θα έφερνε τα τρόφιμα από την Τουρκία.

O κόσμος απογοητεύθηκε. H διανομή του ψωμιού διακόπηκε. H πείνα έγινε χειρότερη. Ξέσπαγαν οι περισσότεροι στα ζαχαροπλαστεία που έκαναν διάφορα γλυκά με χαρουπάλευρα και μαύρες σταφίδες λιωμένες, τα πασπάλιζαν από πάνω με μια άσπρη σκόνη ή κάτι σαν κρέμα καμωμένη από τσουένι. To τσουένι ήξεραν όλοι, ότι χρησιμοποιούσαν άλλοτε οι νοικοκυρές για να ξελεκιάζουν τα ρούχα, και οι καπελάδες καθάριζαν μ’ αυτό τα καπέλα. Και τώρα το τσουένι το τρώγανε. Αντικαθιστούσε τη ζάχαρη. Αλλά δεν της έμοιαζε.

Κάποιοι που πήγανε ένα μεσημέρι στο συσσίτιό τους, είδαν με απογοήτευση τις πόρτες κλειστές. Τρόφιμα δεν υπήρχαν κι ήταν επόμενο να μη λειτουργήσουν. Κι αυτό μέσα στο καταχείμωνο, με κρύο, με παγωνιά, χωρίς φαγητό, χωρίς ψωμί, χωρίς φωτιά. Σκέτη κόλαση. Η μαύρη αγορά έφτασε στο φόρτε της. H εκμετάλλευση στη μεγαλύτερη έντασή της. Τα χιλιάρικα έπρεπε να μεταφέρονται με τα τσουβάλια. Πολλοί Αθηναίοι αρχίζουν τότε να πουλάνε τα σπίτια τους. Τα δίνουν όσο-όσο σε μερικούς που επωφελούνται, γιατί έχουν πλουτίσει. Πουλάνε τα έπιπλά τους, τα χαλιά, τα χρυσαφικά, τα ασήμια, ό,τι πολύτιμο έχουν και δεν έχουν. Έπρεπε να εξασφαλίσουν λίγα τρόφιμα. Τα παιδιά πεθαίνουν. Οι γέροι το ίδιο. Όλοι κινδυνεύουν και φυσικά τα σπίτια και οι περιουσίες δεν έχουν πια κανένα νόημα.

H εκποίηση πολύτιμων παλιών επίπλων, ρούχων και άλλων αντικειμένων συνεχίζεται. Φράκα, σμόκιν και τουαλέτες βγαίνουν στο σφυρί. Οι Αθηναίες νοικοκυρές με πόνο τις αποχωρίζονται. To ίδιο και οι Αθηναίοι. Αλλά πρέπει να φάνε. Κάτι πρέπει v’ αγοράσουν και δεν έχουν λεφτά. Σε μια εφημερίδα τον Ιανουάριο του 1942, δημοσιεύεται η εξής μικρή αγγελία: «Φράκο πολυτελές καινουργές αφόρετον και σμόκιν, πωλούνται. Ιπποκράτους 5, γραφείον Περσείδου». Ποιος ξέρει πόσες δόξες γνώρισαν το φράκο και το σμόκιν και τώρα θα πάνε για λίγο λάδι και λίγο ψωμί.

Στο «Ρεξ» τα μουσικά πρωινά συγκεντρώνουν πολύ κόσμο. Τα Φώτα δίνεται μια συναυλία τραγουδιών του Κώστα Κοφινιώτη με σύμπραξη του Αττίκ. Εμφανίζονται η Σοφία Βέμπο –που είναι πάντα η τραγουδίστρια της Νίκης–, o Κυριάκος Μαυρέας, που έχει αδυνατίσει σημαντικά, ο Αυλωνίτης, που έχει χάσει το μπρίο του, η πανέμορφη Δανάη με τη γλυκιά φωνή, η Ρένα Βλαχοπούλου και άλλοι. Κονφερασιέ είναι ο Μίμης Τραϊφόρος. Στο πιάνο ο συνθέτης Μηνάς Πορτοκάλλης.

H συναυλία της χορωδίας Σπ. Καψάσκη, αναβάλλεται λόγω της διακοπής των συγκοινωνιών. Πώς να πάει ο κόσμος; Δεν είναι εύκολες οι μετακινήσεις. Δεν μπορούν να πάνε ούτε σε κηδείες. Στο Α’ νεκροταφείο, όμως, που γίνεται η κηδεία του γλύπτη Γεωργίου Δημητριάδη, πηγαίνουν πολλοί Αθηναίοι. Ήταν εξαίρετος καλλιτέχνης και οι Αθηναίοι ήξεραν ότι ένα από τα έργα του ήταν το άγαλμα του Θ. Δεληγιάννη έξω από το μέγαρο της Βουλής, στην οδό Σταδίου.

Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Παστέρ, γιατρός Καμινόπετρος, στέλνει μια επιστολή στο «Ελεύθερον Βήμα», που δημοσιεύεται στις 8 Ιανουαρίου του 1942. Γράφει για τα παιδιά της Αθήνας: «Εις τους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών γυρίζουν και μάλιστα πολλάς φοράς εις μακράς σειράς παιδία, τα περισσότερα άνω των 10 ετών, ελεεινά και κάτισχνα. Επαιτούν πάντοτε και παίρνουν από τους βιαστικούς διαβάτας χάρτινες δραχμές, αλλά πολλές φορές θα τα έχετε δει και σεις να ψάχνουν στα σκουπίδια να βρουν κάτι φαγώσιμο, ή και να πέφτουν κατά σμήνη σαν πεινασμένοι γλάροι πάνω στις λαμαρίνες των πωλητών των μαύρων αυτών κατασκευασμάτων, μορφής πλακουντίων, να αρπάξουν ένα κομμάτι το οποίον ασφαλώς θα τους κόψει τα έντερα».

Περιγράφει όλες αυτές τις γνωστές σκηνές των δρόμων της Αθήνας ο Καμινόπετρος, και επισημαίνει τους κινδύνους της δυσεντερίας και του τύφου και προτείνει μέτρα. Λέει νανκλειστούν τα παιδιά αυτά στο Εμπειρίκειο. Αλλά δεν λέει πόσα να πρωτοκλειστούν. Γιατί αυτή τη δουλειά κάνουν όλα τα παιδιά της Αθήνας: ψάχνουν στα σκουπίδια.

Στις 9 Ιανουαρίου 1942 πέθανε ο αντιστράτηγος Λεωνίδας Λαπαθιώτης. Ήταν 85 ετών. Η κηδεία του έγινε στο Α’νεκροταφείο. Και ο γιος του, o ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, μένει μόνος στον κόσμο. Θάνατοι και πείνα. Βάσανα, δάκρυα. Αλλά και η ζωή συνεχίζεται. Το «Ξενίας Μέλαθρον», στην οδό Βουκουρεστίου 22, διαφημίζει «Κουζίνα εξαιρετική μεσημέρι βράδυ. Κάβα πλούσια, θέρμανσις κεντρική και κάθε βράδυ ο Πύρρος με τη μουσική του».

Οι σιδερένιες ρόδες των καροτσιών που εκτελούν μεταφορές μέσα κι έξω από την πόλη, αρχίζουν να καταστρέφουν την άσφαλτο. Βέβαια, κανείς δεν μπορεί v’ απαγορεύσει τη χρήση τους. Δεν υπάρχουν άλλα μεταφορικά μέσα. Έτσι, δεν απομένει παρά να επιδιορθώνονται αμέσως οι φθαρμένοι δρόμοι για να μην καταστραφεί τελείως η άσφαλτος. Το προτείνει μια εφημερίδα, αλλά κανείς δεν κοιτάζει αυτές τις ώρες τέτοιες πολυτέλειες.

Οι λωποδύτες κάνουν θραύση. Έχουν κι αυτοί ανάγκες. Γδύνουν, λοιπόν, σπίτια και μαγαζιά. Στις 12 Ιανουαρίου μπουκάρουν στο θέατρο Μακέδου. Κλέβουν από το γραφείο ενάμισι εκατομμύριο και από το βεστιάριο ενδυμασίες αξίας περίπου ενάμισι εκατομμυρίου. Το κακό ήταν ότι βρήκανε και το συσσίτιο των ηθοποιών και το φάγανε. Σίγουρα ήταν η μεγαλύτερη απώλεια.

Οι Αθηναίοι κάνουν οικονομία στο ρεύμα. Τρομοκρατούνται από την είδηση που δημοσιεύεται στις εφημερίδες και λέει ότι οι παραβάτες των μέτρων περιορισμού του ρεύματος θα τιμωρούνται και ποινικά μέχρι 3 χρόνια φυλακή και 300.000 πρόστιμο. Έχει αναστατωθεί o κόσμος. Γίνεται χαμός. Δεν υπάρχει φως, αλλά δεν υπάρχει και θέρμανση. Φτάσανε μερικοί να κόψουν και δέντρα από τα πάρκα και τις δεντροστοιχίες και o Δήμος κάνει έκκληση στα αισθήματα των Αθηναίων. Πολλά θέατρα για να λειτουργήσουν ομαλά εξασφαλίζουν δικό τους φωτισμό. To φως ανάβει στις 6 το απόγευμα και χωρίς δικό τους ρεύμα δεν μπορούν να δώσουν απογευματινές παραστάσεις.

H Μπέλα Σμάρω χορεύει εκείνη την εποχή με το Γιάννη Φλερύ. Εμφανίζονται στο «Πάνθεον» στο έργο «Σκηνές απ’ τη ζωή» και o κόσμος τους χειροκροτεί θερμά. O Μιχάλης Ροδάς σε μια θεατρική κριτική στο «Ελεύθερον Βήμα» γράφει ότι o χορός της καλλιτέχνιδος αυτής είναι ένας κραδασμός νεύρων, μια γοητεία ρυθμού κινήσεων».

Στα τέλη Ιανουαρίου 1942 έχουμε και μια πρωτοτυπία στην Αθήνα κατά την παράσταση της μουσικής κωμωδίας «Ταξίδι του γάμου», που παρουσιάζεται από τη σκηνή του θεάτρου Κοτοπούλη. H μουσική αποδίδεται από δυο πιάνα μεγάλα συναυλιών και σε ρυθμό τζαζ. Εκτός του μαέστρου Ανδρέα Παρίδη που έγραψε τη μουσική του έργου και είναι o εκτελεστής στο ένα πιάνο, το θέατρο εξασφάλισε για το δεύτερο πιάνο τη συνεργασία του γνωστού στην αθηναϊκή κοινωνία σολίστ πιανίστα Γιάννη Σπάρτακου. Στην κωμωδία παίζανε τότε o Δημήτρης Μυράτ, η Νανά Σκιαδά, o Δημήτρης Χορν και η Λέλα Σκορδούλη.

  

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις