0

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press

Ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος είναι από τους πλέον μορφωμένους ιεράρχες, με δυναμισμό, βαθιά γνώση της θεολογίας και απόλυτο σεβασμό στο συνοδικό σύστημα αλλά και το σύνολο των ανθρώπων εντός και εκτός της Εκκλησίας. Διαφωνεί με το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών αλλά τάσσεται κατά και όλων όσοι εκφράζουν ακραίες θέσεις. Μιλώντας στην Today Press, υποστηρίζει ότι το θέμα της βάπτισης των παιδιών θα πρέπει να το δει η Σύνοδος ενώ, για την μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου στάση της Εκκλησίας υποστηρίζει ότι δεν χρειάζονται παροξυσμοί και ακρότητες.

 

O γάμος και η τεκνοθεσία από ομοφυλόφιλα ζευγάρια απασχολούν την κοινωνία και όπως είναι φυσικό και την Εκκλησία. Από όλες τις πλευρές ακούγονται και υπερβολές. Τι θα πρέπει να προβληματίσει περισσότερο τους πολίτες, την Εκκλησία και την πολιτεία;

H σημαντικότερη συνέπεια αυτής της νομοθετικής ρύθμισης είναι η θεσμοθέτηση μιας μορφής γάμου, η οποία όμως έχει σοβαρές συνέπειες στην οικογένεια και κατ΄ επέκταση στην κοινωνία, αφού η οικογένεια αποτελεί τον πυρήνα της κοινωνίας. Το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί αυτό το νέο μοντέλο οικογενειακής σχέσης επιβεβαιώνεται πρωταρχικά από το αδιέξοδο στην υιοθεσία ή στον χρησιμοποιούμενο από κάποιους νεολογισμό στην τεκνοθεσία. Πουθενά στη φύση δεν έχουμε σύναψη όμοιων φύλων που να οδηγούν σε τεκνογονία. Αυτή ακριβώς η φυσική των ομοφυλοφίλων ζευγαριών ανεπάρκεια έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ίδια την κοινωνία, όπου μετακυλίονται προβλήματα, τα οποία θα αναφυούν σε βάθος χρόνου, όπως έγινε κυρίως στα σκανδιναβικά κράτη τα οποία πλέον οδηγούνται σε κατάργηση του νομικού αυτού πλαισίου.

 

Από ανθρώπους και της Εκκλησίας έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η ομοφυλοφιλία είναι ασθένεια. Οι επιστήμονες υποστηρίζουν το αντίθετο. Ποιά θα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση αυτών των ανθρώπων από την Εκκλησία; 

Δεν είμαι ούτε ιατρός ούτε ψυχολόγος αλλά για την Εκκλησία και αυτοί οι άνθρωποι έχουν μία θέση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποδεχόμεθα ή αναγνωρίζουμε την ομοφυλοφιλία ως μία κατάσταση «κατά φύσιν», όπως άλλωστε κάθε άλλη «παρά φύσιν» επιθυμία δεν γίνεται αποδεκτή. Η Εκκλησία τους αποδέχεται με την αμαρτωλότητα τους (όπως όλους μας εξάλλου) και μέσα από την «θεραπευτική» της πρακτική προσπαθεί να τους οδηγήσει και πάλι στο «κατά φύσιν».

 

Τα παιδιά που αποκτούν τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια θα πρέπει να βαπτίζονται σε νηπιακή ηλικία; Άλλωστε έχουμε και την περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Αμερικής που βάπτισε παιδιά ομόφυλου ζευγαριού. Δύο μέτρα και δύο σταθμά;  

Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει κάποιες αξιωματικές αρχές. Από το βάπτισμα δεν μπορεί να αποκλεισθεί κανείς. Συνεπώς με βάση αυτή την αρχή θα πρέπει να σκεφτούμε όλοι και να προβληματιστούμε ως Σύνοδος για τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσουμε αυτήν την νέα πρόκληση. Δεν χρειάζονται ούτε βιασύνες ούτε μεμονωμένες πρωτοβουλίες.

 

Όλα δείχνουν ότι το νομοσχέδιο για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια θα ψηφιστεί. Πως πρέπει να αντιδράσει η Εκκλησία στην περίπτωση αυτή;

Ο ρόλος της Εκκλησίας είναι διδακτικός και κατηχητικός και όχι καταγγελτικός ή εκδικητικός. Η Εκκλησία λοιπόν θα συνεχίσει να κάνει ό,τι κάνει και να ευαισθητοποιεί το ποίμνιό Της χωρίς παροξυσμούς και ακρότητες, λέγοντας την αλήθεια, όπως αυτή διασώζεται στο Ευαγγέλιο και στην εκκλησιαστική της παράδοση.

 

Τα τελευταία χρόνια η Θρησκεία με ευθύνη της ή όχι είναι μέρος των γεωπολιτικών εξελίξεων σε πολλές περιοχές του κόσμου. Πως μπορεί αυτό να ανατραπεί ή να λειτουργήσει υπέρ των λαών; 

Πρέπει να κάνουμε μία πρώτη διευκρίνηση. Το θρησκευτικό φαινόμενο είναι στοιχείο κάθε κοινωνίας όσο και αν πιστεύουν κάποιοι ότι μπορούν να το παραθεωρήσουν. Οποιαδήποτε λοιπόν γεωπολιτική εξέλιξη σε έναν τόπο συμπαρασύρει ή κάνει μέρος αυτής της εξέλιξης και την κάθε θρησκευτική έκφραση. Συνεπώς το θρησκευτικό γίγνεσθαι γίνεται μέρος διαμόρφωσης του κοινωνικού γεγονότος. Η δεύτερη βασική διευκρίνηση αφορά τον ρόλο του θρησκευτικού γεγονότος μέσα σ’ αυτές τις γεωπολιτικές διαμορφώσεις και κοινωνικές εξελίξεις. Εδώ ακριβώς καταγράφεται και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των διαφόρων Θρησκειών, εάν δηλαδή ενισχύουν την ειρήνη, την συνύπαρξη, την ανεκτικότητα, την καταλλαγή και την συνεργασία μεταξύ των λαών προς ωφέλεια του λαού και την κοινωνίας ή προτρέπουν και παροτρύνουν την σύρραξη, τον πόλεμο, την καταστροφή. Εδώ θα ήθελα να σημειώσω ότι η Εκκλησία δεν είναι θρησκεία αλλά είναι η υπέρβαση κάθε θρησκευτικής έκφρασης.

 

Η εγκληματικότητα των ανηλίκων κυριαρχεί πλέον παντού. Τι θα μπορούσε να κάνει η Εκκλησία για την αντιμετωπισή της, και γιατί μέχρι τώρα δεν έχει παρέμβει; 

Η ύπαρξη της βίας είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο εκδηλώνεται με διάφορες μορφές (οπαδική, ενδοοικογενειακή, εξωοικογενειακή, ενδοσχολική κ. ά.) μέσα στην κοινωνία. Τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί ακριβώς γιατί πλέον οι άνθρωποι βλέπουν τον συνάνθρωπό τους ως εχθρό ή ότι κινδυνεύουν από αυτόν και προσπαθούν ή να αμυνθούν ή να διεκδικήσουν από αυτόν ακόμη και το δώρο της ζωής, ως απότοκο της πανδημίας, όταν ο ένας θεωρούσε τον άλλον ως «εχθρό», οποίος του απειλεί την ζωή, εξαιτίας του Covid 19.

Το φαινόμενο «βία» είναι ένα πολυπαραγοντικό, πολυδύναμο, πολύπλοκο και πολυδιάστατο ζήτημα το οποίο δεν αντιμετωπίζεται ούτε επιλύεται με μεμονωμένες και αποσπασματικές δράσεις. Χρειάζεται σχέδιο, ειδικούς και συντονισμένες δράσεις σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Η Εκκλησία έχει κατά καιρούς, μέσω των Ιερών Μητροπόλεων, καταβάλλει προσπάθειες ευαισθητοποίησης του ποιμνίου της για το ζήτημα αυτό, όμως ξέρω ότι αυτό δεν αρκεί γιατί η «ποιότητα» του ζητήματος, απαιτεί δραστικές και συλλογικές δράσεις και ενέργειες σε τοπικό αρχικά επίπεδο και με συντονισμό κάποιου οργάνου στο οποίο θα συμμετέχουν εκπρόσωποι πολλών φορέων από τις τοπικές κοινωνίες με εξειδικευμένα στελέχη.

 

Από το ανάθεμα στον Βενιζέλο έως τις Πρέσπες: Τα μεγάλα “όχι” της Εκκλησίας  που… ξεχάστηκαν 

Ακραίους είχε πάντα η Εκκλησία. Ωστόσο, και η ίδια σε όλη της την διαδρομή μέχρι σήμερα είπε πολλά “όχι” εμπλεκόμενη πότε με την πολιτική και πότε με την βιβλιοκριτική , “όχι” για τα οποία σήμερα δεκαετίες μετά έχουν “αποσυρθεί” ως λάθη ταραγμένων εποχών.

Μία από τις πλέον  πολυσυζητημένες περιπτώσεις είναι το ανάθεμα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, το 1916 όταν η Ελλάδα είχε χωριστεί στα “κράτη’ των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης.

Ο αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος και οι μητροπολίτες της Παλιάς Ελλάδας αναθεμάτισαν “τον σατανά της πολιτικής” στο Πεδίο του Άρεως, ρίχνοντας πέτρες όπου σήμερα βρίσκεται το άγαλμα της Αθηνάς.

Ένας άλλος Κρητικός ο Νίκος Καζαντζάκης βρέθηκε στο στόχαστρο της Εκκλησίας, η οποία, αν και δεν τον αφόρισε, τον καταράστηκε και δεν επέτρεψε η σορός του να εισέλθει σε ναό όταν έφτασε από τη Γαλλία στην Αθήνα. Ο αφορισμός δεν έγινε γιατί ήταν αντίθετος ο Πατριάρχης Αθηναγόρας.

Επισήμως, η Εκκλησία έχει αφορίσει τον Εμμανουήλ Ροΐδη για το έργο του “Πάπισσα Ιωάννα”. Ξεχωριστή είναι η περίπτωση του Ανδρέα Λασκαράτου ο οποίος αφορίστηκε  πρώτα στην Κεφαλλονιά, κυνηγήθηκε, έφτασε στη Ζάκυνθο όπου ο αφορισμός επαναλήφθηκε. Στις μέρες μας δε, είχαμε τον αφορισμό του Θόδωρου Αγγελόπουλου από την μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνο, χωρίς η επίσημη Εκκλησία να τον ακολουθήσει.

Πέραν των αφορισμών η Εκκλησία συγκρούστηκε ευθέως με την Πολιτεία με αφορμή τον νόμο Τρίτση του 1983 για την περιουσία. Οι αντιδράσεις της Συνόδου τότε “έπιασαν τόπο” αλλά το θέμα της περιουσίας έχει βαλτώσει .

Η δεύτερη μεγάλη σύγκρουση ήρθε το 2000 όταν η κυβέρνηση Σημίτη αποφάσισε να διαγράψει το  θρήσκευμα από τις ταυτότητες. Ο μακαριστός Χριστόδουλος αποφάσισε την συγκέντρωση υπογραφών. οι οποίες όμως γρήγορα ξεχάστηκαν.

Επίσης η Εκκλησία είχε αντιδράσει έντονα με τη συμφωνία των Πρεσπών. Αλλά και πάλι οι απόψεις της αγνοήθηκαν…

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Ειδήσεις