Στη διένεξη μεταξύ των κυριών Μαρέβα Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη και Έλενας Ακρίτα πήρε θέση ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης, σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό «Σκάι».
Αφού θύμισε, συγκεκριμένα, ότι το σημείο αφετηρίας της διένεξης ήταν η ανάρτηση της βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Έλενας Ακρίτα, συνέχισε κάνοντας λόγο για «αμιγώς συκοφαντική ανάρτηση». Και, «είναι συκοφαντική, γιατί η κ. Ακρίτα την αναρτά και δεν είναι ότι λέει ψέματα, αλλά ξέρει ότι λέει ψέματα. Γιατί; Γιατί όλα αυτά στα οποία αναφέρεται -τα ακίνητα, το πόθεν έσχες, το σπίτι του Βολταίρου- όχι μόνο είναι παλιά συζήτηση, αλλά (υπάρχουν) και δικαστικές αποφάσεις επί της συζητήσεως αυτής. Ο πρωθυπουργός είναι βουλευτής, αν θυμάμαι καλά, από το 2004», σημείωσε εν προκειμένω.
Ως εκ τούτου, συμπλήρωσε, «έχουν εξηγηθεί 25 φορές όλα αυτά σε εντατικούς και επίμονους ελέγχους, στους οποίους, τονίζω, συμμετέχουν δικαστικοί». Άλλωστε, «θες να πεις κάτι για τον Μητσοτάκη, (αλλά) η σύζυγός του πού εμπλέκεται;», διερωτήθηκε. Αυτό γίνεται γιατί «δεν υπάρχει κάτι να πουν για την πολιτική. Όταν η κυβέρνηση κάνει την αύξηση του κατώτατου μισθού, δεν ακούω κανένα σχόλιο. Όταν η κυβέρνηση έχει όλη αυτήν την καθημερινή δράση, δεν ακούω σχόλιο. Δεν ακούω τίποτε για τη μεγέθυνση της οικονομίας. Δεν ακούω τίποτε για την Οδηγία που συζητάμε την εβδομάδα αυτή, η οποία επιβάλλει φορολογία στις πολυεθνικές επιχειρήσεις».
Και, μιλώντας σε α’ πληθυντικό για την αντιπολίτευση την κατηγόρησε επίσης: «Δεν θέλουμε να συζητήσουμε για αυτά. Θέλουμε να συζητήσουμε μέσα στο τοξικό περιβάλλον του διαδικτύου, τα τρολ του ΣΥΡΙΖΑ στο διαδίκτυο αναπαράγουν όσα είπε μία βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ -και αυτό είναι πολιτική. Εν συνεχεία έρχεται ο κ. Κασσελάκης και το κάνει ακόμη χειρότερο».
Για την ανακοίνωση της Μαρέβα Γκραμπόφσκι – Μητσοτάκη ότι θα προσφύγει στη δικαιοσύνη, ο Μ. Βορίδης σημείωσε: «Έχει την ατυχία να είναι σύζυγος πρωθυπουργού». Ενώ, σχολιάζοντας σχετική ανάρτηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Στέφανου Κασσελάκη, διερωτήθηκε τι σχέση έχει η συγκεκριμένη υπόθεση με εκείνη των Τεμπών. Ταυτοχρόνως δε, υπενθύμισε ότι όταν γίνονταν ομοφοβικά σχόλια, εις βάρος του Στ. Κασσελάκη και του συζύγου του, «η Νέα Δημοκρατία έβγαλε ανακοίνωση καταδίκης».
Όμως, στο σημείο αυτό της συνέντευξης, ο υπουργός Επικρατείας πήγε ένα βήμα πιο πέρα: «Συζητάμε για το “πόθεν έσχες” του κ. Μητσοτάκη, 25 φορές ελεγμένο. Για το “πόθεν έσχες” του κ. Κασσελάκη; Με το καλό (να το καταθέσουν). Καμία απάντηση (θα δώσουν);».
Επιπροσθέτως, «τίθενται θεμιτά ερωτήματα στο πλαίσιο νομικών υποχρεώσεων που έχει ο κ. Κασσελάκης, αφού απέκτησε την ιδιότητα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στα ερωτήματα αυτά, καμία απάντηση. Να συκοφαντούμε, όμως, για τους ελέγχους των 25 ετών, άνετα και χαλαρά. Ο κ. Κασσελάκης αυτό το επίπεδο αντιπαράθεσης θέλει;».
Πάντως, προσέθεσε, «το έχουμε ξαναπεράσει αυτό. Πριν από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, το περιβάλλον πάλι τέτοιο ήταν. Η τοξικότητα πάλι αυτή ήταν. Νομίζουν ότι η κοινωνία είναι εκεί, η κοινωνία δεν είναι εκεί, η κοινωνία θέλει να δει τη μεγέθυνση της οικονομίας, την αύξηση των εισοδημάτων, την αντιμετώπιση της ακρίβειας, (που είναι) επίμονο και δύσκολο θέμα».
Εστιάζοντας, εν συνεχεία, στη σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών, σε συνάρτηση και με την πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε: «Θέλουν να παραπέμψουν έναν υπουργό για 57 ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως. Ας την καταθέσουν (την πρόταση) για να δούμε πώς καταλαβαίνουν την ευθύνη των υπουργών». Επίσης, «αυτή πρέπει να είναι, κατά την άποψη του ΣΥΡΙΖΑ, η δίωξη για έναν υπουργό, ο οποίος έδωσε μια παράταση συμβάσεως. Αυτό, κατά τη γνώμη τους, είναι δίκαιο, αναλογικό, εύλογο, είναι αυτό που πρέπει να γίνει. Ας την καταθέσουν γιατί διαφορετικά δεν υπάρχει πραγματική βάση συζητήσεως».
Ενώ, αφού ζήτησε «να δούμε το πλήρες κατηγορητήριο, τις ενδείξεις, τις σκέψεις για τις αιτιώδεις συνάφειες», κατέθεσε την πρώτη αντίδρασή του, όπως είπε: «Μου φαίνεται απολύτως ακραίο, αβάσιμο, αλλά ας το καταθέσουν πάντως». Απαντώντας δε, στη μομφή περί συγκάλυψης, επεσήμανε ότι «όλα τα αιτήματα της πολιτικής αγωγής έχουν γίνει δεκτά», επιπλέον, «η κυβέρνηση λέει ναι, να γίνει διερεύνηση» σε όλα τα ανοικτά ζητήματα.
Στο θέμα, ειδικότερα, του μοντάζ των συνομιλιών μεταξύ των στελεχών του σιδηροδρόμου, είπε πως «εδώ υπάρχει η εξάντληση της πολιτικής εκμετάλλευσης του ζητήματος αυτού από την αντιπολίτευση. Από τη στιγμή που όλα βρίσκονται στα χέρια της δικαιοσύνης, δεν εισφέρουν κάτι».
Και, συνέχισε θέτοντας το ερώτημα, πόσο πιστευτό μπορεί να γίνει ότι «εκείνη την ώρα που έχει γίνει η φρικτή αυτή τραγωδία, που η αγωνία είναι να προσδιορισθούν και να ταυτοποιηθούν οι σοροί των ανθρώπων, (εκείνη την ώρα) η κυβέρνηση έχει όφελος να πλαστογραφήσει ένα στοιχείο για να αποδείξει αυτό το οποίο είναι η δίωξη, το προφανές, ότι υπήρχε ανθρώπινο σφάλμα. Στέκουν σε στοιχειώδη ανάλυση και μια στοιχειώδη λογική συζήτηση;», διερωτήθηκε εν τέλει.
Εν κατακλείδι, «το θέμα των Τεμπών είναι μια σοβαρότατη, βαρύτατη ποινική υπόθεση, η οποία είναι σε εξέλιξη, αλλά στη δικαιοσύνη. Για ένα ζήτημα επιτρέπεται κανονικά να μιλούν οι πολιτικοί: κατά πόσο θα κατατεθεί πρόταση για σύσταση προκαταρκτικής επιτροπής για την ευθύνη των πολιτικών προσώπων».
Επιστρέφοντας στο θέμα της προεκλογικής ατζέντας, «πάρα πολύ λίγο ακούσθηκε η αύξηση του κατώτατου μισθού», ανέφερε με την ταυτόχρονη διευκρίνιση, ότι «εγώ δεν θα υποδείξω ποτέ στα Μέσα τις προτεραιότητές τους». Ειδικότερα, «ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί 26% στην τελευταία τετραετία και έχει συμπαρασύρει επιδόματα ανεργίας, τριετίες». Συμπερασματικώς, «αυτή η κυβέρνηση πήρε τη γενιά των 400 ευρώ και την έκανε γενιά των 800 (ευρώ)», ανέφερε ο Μ. Βορίδης προσδιορίζοντας την καθαρή αύξηση σε 10%, αφού αφαίρεσε πληθωρισμό 16%.
Κλείνοντας ζήτησε «να αποφύγουμε την τοξικότητα», παραθέτοντας τα θέματα που, κατά την άποψή του, πρέπει να συζητηθούν κατά την προεκλογική περίοδο: Κοινή Αγροτική Πολιτική, ανταγωνιστικότητα της οικονομίας κ.α. Και, έριξε εκ νέου το γάντι στην αξιωματική αντιπολίτευση για το κράτος δικαίου, λέγοντας πως «εκτίθενται ζητώντας να τιμωρηθεί η χώρα μας και να κοπούν οι επιδοτήσεις. Αυτά μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο προεκλογικού διαλόγου, αντί να συζητάμε για το “πόθεν έσχες” της κ. Μαρέβα Μητσοτάκη», συμπέρανε.
Τέλος, για τους δύο παραιτηθέντες υπουργούς, τους κ.κ. Παπασταύρου και Μπρατάκο, ο Μ. Βορίδης επανέλαβε την κυβερνητική προσέγγιση: «Συμμετείχαν σε κοινωνική εκδήλωση, η οποία έγινε σε τελείως λάθος χρόνο και έστειλε το τελείως λάθος μήνυμα». Εξ άλλου, αν είχαν πάει στη συνάντηση με τον επιχειρηματία Βαγγέλη Μαρινάκη, μετά από συνεννόηση με τον πρωθυπουργό, «προφανώς δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει οποιαδήποτε αποπομπή. Γι’ αυτό γίνεται η αποπομπή, γιατί δίνεται το λάθος μήνυμα».