Το μεγαλύτερο μέρος της συνέντευξης του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη στον τηλεοπτικό σταθμό “Action24” αφορούσε στα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εκεί όπου χωρίς να μπαίνει, όπως είπε, στην εσωκομματική συζήτηση του ΣΥΡΙΖΑ, προχώρησε στη διαπίστωση ότι «έχει υποστεί μια σειρά από ήττες. Το τελευταίο τετράμηνο τέσσερις εκλογικές ήττες είναι που φανερώνουν το ευρύτερο πλαίσιο μιας στρατηγικής ήττας. Η εκλογή Κασσελάκη και όλο αυτό που παρακολουθούμε τώρα, δεν είναι το αίτιο, είναι αυτό που συμβαίνει ακριβώς γιατί έχει προηγηθεί αυτή η βαθιά κρίση και ήττα», επιχειρηματολόγησε.
Κάνοντας, εξ άλλου, λόγο για «επιδερμική προσέγγιση της ήττας», εκ μέρους των στελεχών της μείζονος αντιπολίτευσης, ο κ. Βορίδης προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα λέγοντας: «Ηττήθηκαν οι ιδέες, ένα πολιτικό πρόγραμμα, σε ένα ορισμένο βαθμό μπορεί να ηττήθηκαν και πρόσωπα». Και, κατά την άποψή του, απαιτείται βαθιά αυτοκριτική που φθάνει στον ταυτοτικό πυρήνα της Αριστεράς. Διερωτήθηκε δε, αν απαιτείται να αλλάξει τις θέσεις αυτές που αποδοκιμάσθηκαν, στα ζητήματα της μετανάστευσης, στα ζητήματα της αντεγκληματικής πολιτικής, στις καταλήψεις, τη βία της ‘Άκρας Αριστεράς, όπως ανέφερε. «Αλλάζουν θέση σε αυτά ή εξακολουθούν να τα υπερασπίζονται;», ήταν το καταληκτικό ερώτημά του.
Γυρνώντας, εξ άλλου, μία δεκαετία πίσω, ο υπουργός Επικρατείας είπε για το ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία ότι «έγινε κόμμα εξουσίας ως η έκφραση και η επιτομή του λαϊκισμού της εποχής εκείνης, που αντιδρούσε σε πράγματι σκληρές, δυσβάστακτες και επώδυνες περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικής, οι οποίες, όμως, ήταν απαραίτητες». Και, εν συνεχεία, «οι πολιτικές αυτές ήλθαν σε ένα περιβάλλον δημοσιονομικού εκτροχιασμού, υπερβολικών ελλειμμάτων και κυρίως, ενός μη διαχειρίσιμου χρέους και μιας κατάρρευσης της εμπιστοσύνης της χώρας. Το τελευταίο είναι, ίσως, το πιο σημαντικό από όλα. Γιατί μία χώρα, η οποία έκανε θηριώδη ελλείμματα και συνέχιζε να κάνει σε κάθε προϋπολογισμό θηριώδη ελλείμματα, ήταν μια χώρα η οποία είχε χάσει απολύτως την εμπιστοσύνη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, άρα δεν την δάνειζε κανένας. Ελπίζω να θυμόμαστε τι έχουμε περάσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολιτικό δημιούργημα αυτής της κρίσης, αυτό τον έφερε στην εξουσία και η διάψευση όλων όσων υπεσχέθη σε σχέση με αυτό, τον οδήγησε και στην κρίση». Εν κατακλείδι, «το ταυτοτικό ερώτημα, σήμερα, είναι αν αποστεί από όλες αυτές τις θέσεις, οι οποίες ηττώνται και καταδικάζονται από τους πολίτες […] παραμένει ένα αριστερό κόμμα;».
Ερχόμενος στα της κυβέρνησης και παραθέτοντας το μέχρι σήμερα έργο της (ψήφος αποδήμων, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, επαναφορά τριετιών, ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας), σημείωσε ότι το έργο του τελευταίου τετραμήνου, για 2,5 μήνες ενεργής κοινοβουλευτικής δραστηριότητας, είναι πυκνό και «θα γίνει πυκνότερο». Το αποτέλεσμα στις αυτοδιοικητικές εκλογές ήταν καλό για το κόμμα του, ανέφερε εξ άλλου.
Ενώ στη μομφή περί αλαζονείας, ο Μ. Βορίδης απάντησε ότι «δεν είναι μόνο το ότι ο πρωθυπουργός δεν αφήνει κανένα τέτοιο περιθώριο, δεν είναι μόνο ότι έχει επιδείξει αυστηρότητα και προσήλωση σε αυτά τα οποία λέει […] υπάρχουν και δυο αντικειμενικά στοιχεία που δεν επιτρέπουν την αλαζονεία και διαμορφώνουν τελείως διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον από εκείνο της πρώτης τετραετίας». Αυτά είναι, πρώτον η «απολύτως μηδενική ανοχή (σ.σ. των πολιτών) σε οποιοδήποτε σφάλμα», με δεδομένο ότι η Νέα Δημοκρατία κυβερνά ήδη μία τετραετία -και «έχουμε απόλυτη επίγνωση για αυτό». Και, δεύτερον, ότι δεν υπάρχει πια η απειλή επιστροφής στην κυβέρνηση, του ΣΥΡΙΖΑ.
Η συνέντευξη έκλεισε με τις εξελίξεις στο κόμμα «Σπαρτιάτες». Μιλώντας ως νομικός εξήγησε ότι «οι βουλευτές ελέγχονται, κρίνονται ύποπτοι και ζητούνται οι απόψεις τους για το έγκλημα της εξαπάτησης εκλογέων». Στο ερώτημα αν αυτό οδηγεί στην απώλεια της βουλευτικής τους έδρας, απάντησε ότι προηγείται μια ποινική διαδρομή με πολλές στάσεις. Έστω, όμως, ότι καταλήγει σε παραπομπή στο δικαστήριο με αυτήν την κατηγορία και έστω ότι έχουμε καταδικαστική κρίση, αυτό «οδηγεί αυτομάτως σε έκπτωση; Η απάντηση είναι: όχι. Από την ποινική διαδικασία αυτή καθαυτή και μόνον, δεν οδηγούμαστε σε αυτό», ανέφερε εξηγώντας αμέσως μετά ότι «χρειαζόμαστε απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που λειτουργεί εν προκειμένω, ως Εκλογοδικείο, και στο οποίο εκκρεμούν ενστάσεις κατά της ανακηρύξεως» (σ.σ. του κόμματος των «Σπαρτιατών»). «Αν αυτή η ποινική απόφαση ληφθεί υπ’ όψιν από το Ειδικό Δικαστήριο, είναι στην κρίση του να πει ότι κακώς ανακηρύχθηκαν. Αυτό πράγματι μπορεί να οδηγεί σε μια σειρά από πράγματα, ανάμεσα στα οποία μία εκδοχή είναι οι επαναληπτικές εκλογές, μπορεί να είναι και κάτι άλλο», κατέληξε.