Η πρόταση δυσπιστίας, το δημοσίευμα της εφημερίδας «Το Βήμα», η συνάντηση των κ.κ. Παπασταύρου και Μπρατάκου με τον επιχειρηματία Βαγγέλη Μαρινάκη, τα Τέμπη, ήσαν τα θέματα που τέθηκαν επί τάπητος από τον υπουργό Επικρατείας Μάκη Βορίδη, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στον τηλεοπτικό σταθμό “Mega”.
Καθώς, όμως, στην αρχή της συνέντευξης ρωτήθηκε για το εάν ο ίδιος θα αποκτήσει αυξημένες αρμοδιότητες, ο υπουργός Επικρατείας περιορίσθηκε να πει ότι «θα κάνει ανακοινώσεις ο πρωθυπουργός για τα θέματα αυτά, μέσα στην εβδομάδα».
Εν συνεχεία και για τη συνάντηση στην οικία του Β. Μαρινάκη, επεσήμανε ότι «το κρίσιμο είναι να πουν οι εμπλεκόμενοι, αυτοί που ήταν εκεί, τι ξέρουν. Εγώ δεν ξέρω, διαβάζω κι εγώ. Διάβασα και την “Εστία”, διάβασα και τις αντιδράσεις του κ. Ράπτη, του κ. Παναγιωτάκη, διάβασα και τη θέση του κ. Μαρινάκη, έτσι όπως αποτυπώθηκε από κύκλους».
Ενώ στο ερώτημα αν η συνάντηση έγινε κατ’ εντολήν του πρωθυπουργού, σημείωσε: «Αυτό το οποίο γνωρίζω είναι η θέση την οποίαν έχουν πάρει ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση: ότι, όχι δεν ήταν σε γνώση του πρωθυπουργού».
Ευκαιρίας δοθείσης, ο Μ. Βορίδης προχώρησε, στο σημείο αυτό, σε μια πιο γενική τοποθέτηση λέγοντας ότι «πρέπει να λήξουμε τα θεσμικά ζητήματα». Με άλλα λόγια, «οι εκδότες έχουν να κάνουν τη δουλειά τους», από την άλλη, «η κυβέρνηση πρέπει να κάνει τη δουλειά της». Όμως, τόνισε, «αυτό που δημιούργησε την αντίδραση ήταν το ότι η αντιπολίτευση επέλεξε να ενεργήσει με βάση ένα δημοσίευμα». Εν τέλει, «κάτι γράφει μια εφημερίδα, ό,τι νομίζει, κάτι απαντά η κυβέρνηση, ό,τι νομίζει, και το μεν και το δε αξιολογούνται από τους πολίτες». Αλλά οι αντιδράσεις ξεκινούν από την κίνηση των βουλευτών της αντιπολίτευσης που ζήτησαν να πέσει η κυβέρνηση λόγω του επίμαχου δημοσιεύματος.
Θυμίζοντας δε, όσα κατήγγγειλε στη Βουλή ο πρωθυπουργός, ότι, δηλαδή, επιχειρούν να του προσάψουν ότι τις πρώτες ώρες μετά την τραγωδία εκείνο που τον ενδιέφερε, ήταν να κόψει και να ράψει διαλόγους, ο υπουργός Επικρατείας προχώρησε αμέσως μετά στην ανάδειξη σειράς… συμπτώσεων, όπως είπε.
Μερικές ώρες μετά το δημοσίευμα, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης προχώρησε στην πρόταση δυσπιστίας. Από την άλλη, ο βουλευτής της μείζονος αντιπολίτευσης Νίκος Παππάς είπε ότι συζητούσαν από πριν με το ΠΑΣΟΚ για την πρόταση δυσπιστίας. Εν κατακλείδι, όποιος παρακολουθεί τη σειρά των γεγονότων «δεν θα είναι και τρελός αν αναρωτηθεί πώς έπεσαν όλα αυτά μαζί».
Για την υπόθεση των Τεμπών, επεσήμανε ότι «όλο το κεφάλαιο των ερευνών ερευνάται από τη δικαιοσύνη και εκεί όχι απλώς δεν υπάρχει συγκάλυψη, αλλά υπάρχει η ευχή να προχωρήσει η δικαιοσύνη με τον ταχύτερο δυνατό τρόπο αλλά και με τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας. Η ταχύτητα είναι μία διάσταση, αν κάνεις κάποια πράγματα πολύ γρήγορα, μπορεί να χάνεις αποδεικτικά στοιχεία. Με τον προσήκοντα τρόπο, έτσι όπως ξέρει η δικαιοσύνη, να αναπτύξει πλήρως τις διαδικασίες ώστε να οδηγηθούν στην κατηγορία αυτοί που πρέπει να οδηγηθούν ή αν κάποιοι δεν εμπλέκονται, να μην εμπλέκονται. Να το κρίνει η δικαιοσύνη».
Την ίδια στιγμή, «το μόνο ζήτημα για το οποίο μίλησε ο πρωθυπουργός, είναι το ζήτημα των πολιτικών προσώπων και τις ευθύνες τους. Είναι το μόνο θέμα για το οποίο μπορούμε και δικαιούμαστε να μιλήσουμε, για κανένα άλλο θέμα δεν επιτρέπεται να μιλήσουμε. Και δεν επιτρέπεται, γιατί είναι ποινική υπόθεση σε εξέλιξη. Οι βουλευτές, κατά μείζονα λόγο οι υπουργοί, οφείλουμε να έχουμε πλήρη αποχή από οποιαδήποτε δήλωση για το ζήτημα αυτό. Το μόνο που πρέπει να κάνει η κυβέρνηση, είναι να διασφαλίζει τις διοικητικές προϋποθέσεις, προκειμένου να μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά η δικαιοσύνη».
Τέλος, «εννοείται ότι αν εκπρόσωποι των οικογενειών (σ.σ. των θυμάτων των Τεμπών) θέλουν να συζητήσουν με την κυβέρνηση κάτι συγκεκριμένο, όχι για την ουσία της διαδικασίας – για την οποία η κυβέρνηση αφίσταται όπως πρέπει – αλλά για το διοικητικό μέρος, εννοείται (πως είμαστε) πάντα στη διάθεσή τους».