0

“Όταν μία απόφαση κάνει τέσσερα, πέντε χρόνια για να εκδοθεί, αυτός που έχει προσφύγει στη Δικαιοσύνη, αναπόφευκτα χάνει ένα μέρος της εμπιστοσύνης του σε αυτήν” τόνισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την ομιλία του στη Βουλή για το νομοσχέδιο που προβλέπει την χωροταξική αναδιάρθρωση των Δικαστηρίων. Ο πρωθυπουργός υπεραμύνθηκε της ταχύτερης απονομής της Δικαιοσύνης, και τόνισε ότι “όποιος θέλει να κάνει μία επένδυση αμφιβάλλει αν ποτέ το επενδυτικό του σχέδιο μπορεί να υλοποιηθεί. Ενώ η ίδια αυτή η καθυστέρηση, η χρονοτριβή, γίνεται και ένα επιχείρημα στο στόμα όσων καραδοκούν να αμφισβητήσουν το κράτος δικαίου ή, το χειρότερο, δίνει και αφορμή για διάφορα σενάρια συνομωσίας”.

Όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης στόχος του νομοσχεδίου είναι να εκδίδονται οι δικαστικές αποφάσεις σε σημαντικά συντομότερο χρόνο, κατά περίπου 30%, και παράλληλα να εξορθολογιστεί ο εθνικός δικαστικός χάρτης, προσθέτοντας περίπου 1.000 δικαστές στην πρώτη γραμμή.

Ο πρωθυπουργός περιέγραψε την κατάσταση στη Δικαιοσύνη και είπε ότι για να τελεσιδικήσει σήμερα μία απόφαση θέλει κατά μέσο όρο 1.450 ημέρες, όταν το αντίστοιχο ευρωπαϊκό επίπεδο κινείται περίπου στις 600. Όπως είπε αυτοί είναι αριθμοί που κρύβουν πολλά: χρόνο, χρήμα, ταλαιπωρία, κυρίως όμως απογοήτευση.

“Δικαιοσύνη που αργεί γίνεται άδικη. Tαλαιπωρεί τελικά όποιον ζητά την προστασία της -αυτός συνήθως είναι ο πιο αδύναμος” είπε ο κ.Μητσοτάκης και προσέθεσε: “Μόλις χθες, άλλωστε, ανέκυψε και το ζήτημα με τις ποινές για το Μάτι, των 104 νεκρών, ύστερα από έξι ολόκληρα χρόνια, και μάλιστα εν μέσω διαμαρτυριών, καθώς η χρονοτριβή στην εξέταση σοβαρών υποθέσεων ανοίγει πάντοτε τον δρόμο της αμφιβολίας”.

Αναφέρθηκε στις δικαστικές εξελίξεις για την πυρκαγιά στο Μάτι και είπε ότι τα αδικήματα της συγκεκριμένης υπόθεσης κρίθηκαν με βάση ένα ευμενέστερο πλαίσιο, το οποίο ίσχυε επί ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αν κρίνονταν με το πλαίσιο το οποίο ψήφισε η ΝΔ οι ποινές θα ήταν αυστηρότερες. Παραδέχθηκε ότι υπήρξε μεγάλη αργοπορία, κάτι που-όπως είπε- δικαιώνει τις παρεμβάσεις αυτού του νομοσχεδίου. Κατέληξε λέγοντας ότι η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη δεν πρέπει να τραυματιστεί, γιατί είναι η ίδια η τρίτη εξουσία της δημοκρατίας που έχει τα θεσμικά αντίβαρα να θεραπεύσει τυχόν αστοχίες της, “όπως έδειξε και η αντίδραση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου”.

Κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ που, όπως είπε, “λέει παγίως «όχι σε όλα, ναι στο τίποτα. Από τη μία, μιλάει για το κράτος δικαίου με δύο Υπουργούς καταδικασμένους στο Ειδικό Δικαστήριο, μιλάει για τη δημοκρατία όταν «ξέχασε», λέει, να καταθέσει υπόμνημα κατά των διαδόχων του φασισμού. Και από την άλλη, εξακολουθεί να μοιράζει ακοστολόγητες υποσχέσεις. Μόλις τις τελευταίες μέρες, ο αρχηγός σας φρόντισε να φορτώσει τον προϋπολογισμό με καμιά δεκαπενταριά δισεκατομμύρια τον χρόνο από την κατάργηση του ΦΠΑ στα βασικά προϊόντα, συν 5% ακόμα, μας είπατε, δαπάνες υγείας, άλλα 11 δισ. δηλαδή, επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού, μας το είπε και ο κύριος ομιλητής. Έτσι δεν είναι; Πόσο στοιχίζει; 2,2 δισεκατομμύρια».

Κατηγόρησε την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ για οπισθοδρόμηση και το κόμμα “το οποίο θέλει να αποκαλείται ευρωπαϊκό, προοδευτικό, αποδεικνύεται τελικά τόσο αγκυλωμένο και τόσο οπισθοδρομικό. Γιατί μου φαίνεται ότι αυτή η οπισθοδρόμηση έχει γίνει μόνιμο χαρακτηριστικό της ηγεσίας σας”.

Τέλος, αναφέρθηκε στις ευρωεκλογές και είπε ότι για τη ΝΔ το πρώτο ζητούμενο παραμένει η σταθερότητα και η συνέχεια αυτής της πορείας ανάπτυξης. “Γι’ αυτό και, ναι, σηκώνουμε το γάντι των αληθινών διλημμάτων αυτών των ευρωεκλογών” είπε ο κ.Μητσοτάκης, και έθεσε μια σειρά διλημμάτων:

“Θέλουμε να εξακολουθούμε σε αυτή την πορεία -παρά τις δυσκολίες- εθνικής σιγουριάς, οικονομικής ανακούφισης ή να ρισκάρουμε όλα όσα έχουμε πετύχει ως τώρα, με αψήφιστες αποφάσεις και με νέα πειράματα; Είμαστε έτοιμοι να δυναμώσουμε τις ελληνικές διεκδικήσεις στην Ευρωβουλή ή θα στείλουμε εκεί εκπροσώπους που κατηγορούν τον τόπο και την πατρίδα σε κάθε ευκαιρία; Και, τελικά, θα επιστρέψουμε στην καθήλωση ή θα διατηρηθούμε σε αυτή την ανοδική τροχιά των μεταρρυθμίσεων, όπως αυτή που θα ψηφίσουμε σε λίγο;” κατέληξε ο κ.Μητσοτάκης.

 

Αναλυτικά η ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή, στη συζήτηση για το σχέδιο νόμου με τίτλο «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης»

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κύριε Πρόεδρε,

«Δικαιοσύνη που αργοπορεί δεν είναι δικαιοσύνη», υποστήριζε ο Βρετανός Πρωθυπουργός Γουίλιαμ Γκλάντστοουν, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Πράγματι, από τότε μέχρι σήμερα, η σωστή και γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, όμως, είναι κι ένα διαρκές ζητούμενο για κάθε πολιτεία που θέλει διαρκώς να ενισχύει τα δικαιώματα των πολιτών της.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρώ το σημερινό νομοσχέδιο όχι μόνο μία σημαντική μεταρρύθμιση, ανάμεσα στις πολλές που προωθεί αυτή η κυβέρνηση, αλλά πράγματι μια ιστορική τομή απέναντι σε ένα πρόβλημα διαχρονικό.

Με στόχο, σε πρώτη φάση, όπως ειπώθηκε και από την εισηγήτριά μας και από τους ομιλητές μας, οι δικαστικές αποφάσεις να εκδίδονται σε σημαντικά συντομότερο χρόνο, κατά περίπου 30%, και παράλληλα να εξορθολογιστεί ο εθνικός δικαστικός χάρτης, προσθέτοντας περίπου 1.000 δικαστές στην πρώτη γραμμή.

Και μιας και άκουσα τον κύριο συνάδελφο του ΣΥΡΙΖΑ να αμφισβητεί το κατά πόσο η τομή αυτή είναι πράγματι μία μεταρρύθμιση, εγώ προσωπικά θα όριζα ως μεταρρύθμιση κάθε σημαντική αλλαγή η οποία ενδεχομένως έχει αργήσει να υλοποιηθεί λόγω πολλών και διαφορετικών ιστορικών αγκυλώσεων.

Πράγματι, δεν θα διαφωνήσετε μαζί μου, ότι ο πρώτος ο οποίος έκρινε ιστορικά απαραίτητη αυτή την αλλαγή ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1911, για να τη δει να μην υλοποιείται τρία χρόνια μετά. Δοκίμασε και πάλι το 1931, όπως και τέσσερις φορές αργότερα επιχειρήθηκε η ίδια μεταρρύθμιση, από διαφορετικές μάλιστα κυβερνήσεις, με τελευταία εκείνη του 1999, όταν μία διαφωνία του Αρείου Πάγου σε ένα μόνο άρθρο του σχετικού νομοσχεδίου, αντί για την προσαρμογή του, οδήγησε ουσιαστικά στην αναβολή του.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Νέα Δημοκρατία, τότε από τη θέση της αντιπολίτευσης, είχε στηρίξει αυτή τη μεταρρύθμιση την οποία σήμερα προωθεί ως κυβέρνηση. Γιατί ακριβώς έρχεται να δώσει δυναμική, ενέργεια, σε αυτό που ο νομικός κόσμος αποκαλεί τον «ασάλευτο χρόνο» της ελληνικής Δικαιοσύνης. Ένα φαινόμενο που διασταυρώνεται με τη γραφειοκρατία, με την αδράνεια, διαμορφώνοντας τελικά έναν ασφυκτικό φαύλο κύκλο για τους πολίτες και τη χώρα. Αυτό, μάλιστα, το γνωρίζουν όλοι. Θέλω να ελπίζω ότι τουλάχιστον ως προς τη διάγνωση του προβλήματος μπορούμε να συμφωνήσουμε σε αυτή την αίθουσα.

Όταν μία απόφαση κάνει τέσσερα, πέντε χρόνια για να εκδοθεί, αυτός που έχει προσφύγει στη Δικαιοσύνη, αναπόφευκτα χάνει ένα μέρος της εμπιστοσύνης του σε αυτήν. Όποιος θέλει να κάνει μία επένδυση αμφιβάλλει αν ποτέ το επενδυτικό του σχέδιο μπορεί να υλοποιηθεί. Ενώ η ίδια αυτή η καθυστέρηση, η χρονοτριβή, γίνεται και ένα επιχείρημα στο στόμα όσων καραδοκούν να αμφισβητήσουν το κράτος δικαίου ή, το χειρότερο, δίνει και αφορμή για διάφορα σενάρια συνομωσίας.

«Στην Ελλάδα δεν έχουμε απλά καθυστέρηση εκδίκασης των υποθέσεων, έχουμε ευρείας έκτασης αρνησιδικία», σημείωνε προ δεκαετίας ο αείμνηστος καθηγητής Τσακυράκης. Με τα λόγια του, δυστυχώς, να εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα. Για να τελεσιδικήσει μία απόφαση θέλει κατά μέσο όρο 1.450 ημέρες, όταν το αντίστοιχο ευρωπαϊκό επίπεδο κινείται περίπου στις 600. Αυτοί είναι αριθμοί που κρύβουν πολλά: χρόνο, χρήμα, ταλαιπωρία, κυρίως όμως απογοήτευση.

Πίσω τους, ωστόσο, αυτά τα στοιχεία κρύβουν και προβλήματα τα οποία δεν έχουν λυθεί εδώ και δύο αιώνες: την άνιση κατανομή του έργου των δικαστών, την παρωχημένη χωροταξία των δικαστηρίων μας και μαζί τους μια «Βαβέλ» από αντικρουόμενες διαδικασίες, δομές, οι οποίες τελικά αδικούν το ανθρώπινο δυναμικό, ενώ συχνά καθυστερούν και την ψηφιοποίηση, μπλοκάροντας με αυτόν τον τρόπο τη βελτίωση της παραγωγικότητας της ελληνικής Δικαιοσύνης.

Και αναρωτιέμαι, πώς αλλιώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι όλα αυτά συμβαίνουν παρ’ όλο που η Ελλάδα δεν υπολείπεται δικαστών. Έχουμε περισσότερους δικαστές από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, 37 ανά 100.000 κατοίκους, όταν οι άλλες χώρες έχουν κάτω των 18. Φαντάζομαι ότι σε αυτό μπορούμε να συμφωνήσουμε. ‘Αρα, κάτι παράξενο συμβαίνει εδώ. Έχουμε πολλούς δικαστές και μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης.

Ακόμα μια εθνική παραδοξότητα είναι ότι στον πρώτο βαθμό έχουμε δύο τύπους δικαστηρίων, πρακτικά με τις ίδιες αρμοδιότητες, ανεξάρτητα από τον πληθυσμό και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Ποια είναι η συνέπεια; Τα 154 ειρηνοδικεία να γίνονται ένας παράγοντας άνισης κατανομής και των δικαστικών υποθέσεων, 916 ειρηνοδίκες δικάζουν μία στις πέντε αστικές υποθέσεις, το 44% του δικαστικού δυναμικού ασχολείται μόλις με το 20% της δικαστικής ύλης.

Συμφωνούμε και σε αυτά. Αυτή είναι η πραγματικότητα, η οποία δεν αμφισβητείται από τα επίσημα στοιχεία. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι ειρηνοδίκες αναλαμβάνουν πολύ μικρό αριθμό, κατά μέσο όρο 30 φακέλους ανά δικαστή, την ώρα που κάθε πρωτοδίκης μπορεί να φτάσει να επιβαρύνεται έως και με 300 υποθέσεις.

Εξίσου αναχρονιστική είναι και αυτή η διάκριση που θέλει τους μεν να εξετάζουν υποθέσεις με αντικείμενο μέχρι τις 20.000 ευρώ, ενώ 20.000 και ένα ευρώ να τις αναλαμβάνουν οι δε. Ένα ευρώ μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά και τη δικαιοδοσία μεταξύ των δικαστών,ταυτόχρονα όμως να μετατρέπει και άνισα το βάρος της ύλης μεταξύ των δύο βαθμίδων, συντείνοντας προφανώς και στη γενικότερη αρρυθμία τους.

Όπως είπα και είπε και ο κύριος Υπουργός -και θέλω να συγχαρώ την ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, διότι το νομοσχέδιο αυτό έτυχε αντικείμενο ευρείας διαβούλευσης και συστηματικής προετοιμασίας-, το θεμέλιο αυτού του νέου δικαστικού χάρτη είναι η ενοποίηση των δύο βαθμών στο πρώτο επίπεδο, με κριτήρια την ορθολογική κατανομή του προσωπικού και των υποθέσεων, τον πληθυσμό και τις ανάγκες κάθε περιοχής.

Και ναι, αφήνουμε πίσω τη λογική του 1950 ή του 1960, όταν δικαστήρια ιδρύονταν είτε με βάση τις οδικές ή ακτοπλοϊκές συνδέσεις της εποχής είτε τις πιέσεις των τοπικών κομματαρχών. Ερχόμαστε πια στον 21ο αιώνα και στην Ευρώπη, και στο ζήτημα αυτό.

Οι δικαστικοί σχηματισμοί μειώνονται περίπου στους μισούς. Ενισχύονται, όμως, με περισσότερους δικαστές. Γιατί επισημάνθηκε και από ομιλητές μας ότι έχουμε πολλούς δικαστικούς σχηματισμούς με λίγους δικαστές, κάτι το οποίο έχει αποβεί αρκετά ανορθολογικό και αναποτελεσματικό ως προς την απονομή της δικαιοσύνης.

Κάθε Περιφέρεια θα έχει το κεντρικό της πρωτοδικείο. Εκεί που υπάρχουν δύο ή τρία οι έδρες τους μετατρέπονται σε παράλληλες, ώστε να συνεχίζουν να δικάζουν το σύνολο των ποινικών και πολιτικών υποθέσεων της τοπικής κοινωνίας. Τα περιφερειακά δικαστήρια θα εξετάζουν υποθέσεις με αντικείμενο ως τις 250.000 ευρώ, αντί των ειρηνοδικείων που σταματούσαν στις 20.000, χωρίς καμία άλλη αλλαγή στα υπόλοιπα. Το ίδιο καθεστώς παραμένει επίσης και στις οργανικές θέσεις των δικαστικών υπαλλήλων, που διατηρούνται στις παράλληλες έδρες, όπως ακριβώς τα ίδια δεδομένα θα εξακολουθούν να ισχύουν και για τους δικηγορικούς συλλόγους.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, προχωρώ σε αυτές τις διευκρινίσεις γιατί μία απλή και μόνο ανάγνωση του νομοσχεδίου διαψεύδει όσα άκουσα από την αντιπολίτευση περί αντιδράσεων. Επαναλαμβάνω, οι πολίτες θα εξακολουθούν να εξυπηρετούνται στον τόπο τους. Αυτό όμως που θα μπορέσουμε να πετύχουμε είναι το βασικό ζητούμενο: μεγαλύτερη ταχύτητα, αφού οι υποθέσεις θα πάψουν να στοιβάζονται και πρακτικά θα μοιράζονται σε περισσότερους δικαστικούς λειτουργούς.

Στα νησιά, για παράδειγμα, οι υφιστάμενοι δικαστικοί σχηματισμοί αναβαθμίζονται ώστε να μπορούν να δικάζουν και υποθέσεις με αντικείμενο άνω των 20.000 ευρώ, αλλά και στην Αττική αντιμετωπίζεται η πολυδιάσπαση στα 20 ειρηνοδικεία της. ‘Αλλωστε, φαντάζομαι, οι πολλοί δικηγόροι της αίθουσας θα ξέρουν από πρώτο χέρι τις συχνές σκηνές που διαδραματίζονται όταν παράγοντες μίας δίκης πρέπει να μετακινούνται από το ένα στο άλλο.

Με τον νέο χάρτη, τα 20 αυτά ειρηνοδικεία συγχωνεύονται τελικά σε πέντε, ύστερα από μία μεταβατική περίοδο 2,5 ετών προκειμένου να ολοκληρωθούν οι εγκαταστάσεις τους. Ταυτόχρονα, δρομολογείται και η κατάτμηση του Πρωτοδικείου της Αθήνας σε ποινικό και πολιτικό, ώστε οι υποθέσεις να μπορούν να προχωρούν παράλληλα, ενώ σύντομα θα λειτουργήσουν και τρία περιφερειακά πρωτοδικεία σε Μαρούσι, Περιστέρι και Κορωπί και δύο επιπλέον στον Πειραιά.

Αυτή τη νέα διάταξη των δικαστικών δυνάμεων συνοδεύει ουσιαστικά και η ποιοτική τους ενίσχυση με σχεδόν 1.000 πρώην ειρηνοδίκες, οι οποίοι αναβαθμίζονται σε πρωτοδίκες, μετά την κατάρτισή τους από την Εθνική Σχολή Δικαστών. Θα δικάζουν πλέον ποινικές και πολιτικές υποθέσεις και με αυτόν τον τρόπο αυτό το οποίο επιτυγχάνουμε -θα το ξαναπώ- είναι να αυξήσουμε ουσιαστικά τη δεξαμενή των «ετοιμοπόλεμων» δικαστών σε 2.100, με προφανή επίδραση στην ταχύτητα εκδίκασης των αποφάσεων.

Πρόκειται, όπως είπα, για ζητήματα τα οποία έχουν θίξει μέχρι στιγμής πολλοί συνάδελφοι. Στη διαβούλευση υπήρξε ευρύς διάλογος, πολλές από τις προτάσεις που ακούστηκαν και από τις τοπικές κοινωνίες ενσωματώθηκαν τελικά στο νομοσχέδιο. Εκείνο, όμως, στο οποίο θα επιμείνω είναι ο αναπτυξιακός αλλά και κοινωνικός χαρακτήρας αυτής της μεταρρύθμισης, αλλαγές που υπηρετούν ταυτόχρονα και τον πολίτη και τη χώρα.

Επαναλαμβάνω: δικαιοσύνη που αργεί γίνεται άδικη. Tαλαιπωρεί τελικά όποιον ζητά την προστασία της -αυτός συνήθως είναι ο πιο αδύναμος. Μόλις χθες, άλλωστε, ανέκυψε και το ζήτημα με τις ποινές για το Μάτι, των 104 νεκρών, ύστερα από έξι ολόκληρα χρόνια, και μάλιστα εν μέσω διαμαρτυριών, καθώς η χρονοτριβή στην εξέταση σοβαρών υποθέσεων ανοίγει πάντοτε τον δρόμο της αμφιβολίας.

Θα περιοριστώ σε τρεις μόνο επισημάνσεις. Πρώτον, ότι τα αδικήματα της συγκεκριμένης υπόθεσης κρίθηκαν με βάση ένα ευμενέστερο πλαίσιο, το οποίο ίσχυε επί ΣΥΡΙΖΑ. Αν κρίνονταν με το πλαίσιο το οποίο εμείς ψηφίσαμε, οι ποινές θα ήταν αυστηρότερες.

Δεύτερον, πράγματι υπήρξε μεγάλη αργοπορία, κάτι που ακριβώς δικαιώνει τις παρεμβάσεις αυτού του νομοσχεδίου. Και τρίτον, η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη δεν πρέπει να τραυματιστεί, γιατί είναι η ίδια η τρίτη εξουσία της δημοκρατίας που έχει τα θεσμικά αντίβαρα να θεραπεύσει τυχόν αστοχίες της, όπως έδειξε και η αντίδραση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.

Οι κρίσεις για το Μάτι δεν είναι οριστικές, ούτε τελεσίδικες. Μπορούν, εφόσον η ίδια η Δικαιοσύνη το κρίνει -επαναλαμβάνω: είναι η μόνη αρμόδια να το πράξει- να επανεξεταστούν με τρόπο νόμιμο. Θα πρέπει συνεπώς να περιμένουμε και με τη σκέψη βέβαια και την παρότρυνση οι εθνικές τραγωδίες να μην μπορούν, να μην γίνονται κομματικά εργαλεία, με δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Να γιατί οι τομές που συζητούμε συγκροτούν, ουσιαστικά, πολιτικές επιλογές. Και βέβαια, τα διδάγματα από το Μάτι δεν έχουν μόνο ποινική διάσταση. Ας μην ξεχνάμε ότι έπρεπε να έρθει αυτή η κυβέρνηση για να επανιδρύσει την Πολιτική Προστασία και να θέσει σε λειτουργία το «112», οργανώνοντας για πρώτη φορά τη θωράκιση και τις εκκενώσεις περιοχών και προτάσσοντας σε κάθε περίπτωση τη διάσωση ανθρώπινων ζωών.

Αυτή την ενεργοποίηση του κράτους συμπληρώνει από τη δική της πλευρά η σημερινή μεταρρύθμιση, που αντιμετωπίζει τη Δικαιοσύνη ως έναν μοχλό προόδου, ως έναν κρίκο κοινωνικής συνοχής και ως μια προϋπόθεση εμπιστοσύνης μεταξύ της πολιτείας και των πολιτών. Μία αλλαγή που έρχεται σε συνέχεια πολλών άλλων, από τους νέους Κώδικες τους οποίους έχουμε συζητήσει εξαντλητικά και τη μεταφορά δικαστικής ύλης στους δικηγόρους, μέχρι την ηλεκτρονική κατάθεση εγγράφων και τις πιλοτικές δίκες.

Μόλις χθες εγκρίθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο και μια σημαντική παρέμβαση, η οποία σύντομα θα έρθει προς ψήφιση στο Κοινοβούλιο, που αφορά και τη λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου και εκεί να πετύχουμε σχετική επιτάχυνση των υποθέσεων που φτάνουν στο ανώτατο δικαστήριο.

Όλα τα παραπάνω πρακτικά οδηγούν οι υποθέσεις -τελικά αυτός είναι ο στόχος- να μπορούν να τελεσιδικούν σε 600 έως 650 μέρες, οι πρωτόδικες αποφάσεις να εκδίδονται στις 500. Κυρίως, όμως, αυτές οι νέες ρυθμίσεις, ναι, δίνουν ώθηση στο κράτος δικαίου, με παρεμβάσεις σε πολλά διαφορετικά επίπεδα, από την εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης, μέχρι την κατασκευή πολλών νέων δικαστικών μεγάρων σε πολλές περιοχές της χώρας.

Μιλώ για 21 ορόσημα τα οποία θέσαμε μαζί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη βελτίωση του κράτους δικαίου, 11 από τα οποία έχουν ήδη επιτευχθεί. Και πρόκειται για μια διαρκή προσπάθεια να συγκλίνουμε με τα ευρωπαϊκά δεδομένα και σε αυτόν τον τομέα. Είναι κάτι το οποίο, σε πείσμα όλων όσοι εμφανίζουν την Ελλάδα περίπου σαν χούντα, αναγνώρισε πρόσφατα και η αρμόδια Επίτροπος, η κα Věra Jourová, η οποία ήρθε και επισκέφτηκε τη χώρα μας και διαπίστωσε πρόοδο στα θέματα του κράτους δικαίου.

Όλα αυτά, όμως, φυσικά δεν αναδείχθηκαν από μία αντιπολίτευση η οποία επιμένει να δυσφημεί τη χώρα στο εξωτερικό, φτάνοντας μέχρι να ζητά και την περικοπή ευρωπαϊκών κονδυλίων, δυσφημίζοντας όχι την κυβέρνηση αλλά την ίδια την πατρίδα. Ας τα θυμόμαστε αυτά καθώς επίκεινται οι ευρωεκλογές.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ήλπιζα ειλικρινά ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο θα μπορούσε να σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Με λύπη, ωστόσο, διαπιστώνω ξανά την άρνηση της αντιπολίτευσης. Αλλά ο μεν ΣΥΡΙΖΑ λέει παγίως «όχι σε όλα, ναι στο τίποτα». Από τη μία, μιλάει για το κράτος δικαίου με δύο Υπουργούς καταδικασμένους στο Ειδικό Δικαστήριο, μιλάει για τη δημοκρατία όταν «ξέχασε», λέει, να καταθέσει υπόμνημα κατά των διαδόχων του φασισμού.

Και από την άλλη, εξακολουθεί να μοιράζει ακοστολόγητες υποσχέσεις. Μόλις τις τελευταίες μέρες, ο αρχηγός σας φρόντισε να φορτώσει τον προϋπολογισμό με καμιά δεκαπενταριά δισεκατομμύρια τον χρόνο από την κατάργηση του ΦΠΑ στα βασικά προϊόντα, συν 5% ακόμα, μας είπατε, δαπάνες υγείας, άλλα 11 δισ. δηλαδή, επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού, μας το είπε και ο κύριος ομιλητής. Έτσι δεν είναι; Πόσο στοιχίζει; 2,2 δισεκατομμύρια.

Έτσι, εύκολα αθροίζονται 15 δισεκατομμύρια σε κάθε συνέντευξη. Φανταστείτε τι έχει να γίνει μέχρι τις εκλογές δηλαδή, πού θα φτάσει ο λογαριασμός. Αλλά, βέβαια, δεν μας λέτε και πόσους φόρους συνεπάγονται όλα αυτά. Και βέβαια, κρύβετε ότι αυτός ο απολιτικός λαϊκισμός που λανσάρετε ουσιαστικά οδηγεί τη χώρα σε μια νέα χρεοκοπία.

Βέβαια, πρέπει να σας πω, κ. Ανδρουλάκη, ότι είχα μεγαλύτερες προσδοκίες από το κόμμα σας, από το ΠΑΣΟΚ. Όλα όσα συζητούμε σήμερα τα επεδίωξαν οι αρχηγοί σας, με τελευταίο τον Γιώργο Παπανδρέου. Θυμίζω, επί των ημερών του έγινε συγχώνευση 146 ειρηνοδικείων. Εσείς, όμως, θέλετε να σπάτε αυτή την παράδοση και αναρωτιέμαι πώς ένα κόμμα το οποίο θέλει να αποκαλείται ευρωπαϊκό, προοδευτικό, αποδεικνύεται τελικά τόσο αγκυλωμένο και τόσο οπισθοδρομικό.

Γιατί μου φαίνεται ότι αυτή η οπισθοδρόμηση έχει γίνει μόνιμο χαρακτηριστικό της ηγεσίας σας. Εκδηλώθηκε σε πολλές νομοθετικές πρωτοβουλίες: από την καταψήφιση, θυμίζω, της επαναλειτουργίας των ναυπηγείων, αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, εντυπωσιακή υπαναχώρηση στα θέματα των κρατικών πανεπιστημίων, στην επιστολική ψήφο. Έτσι δεν είναι; Και τώρα βέβαια ένα νέο «όχι» σε κάτι το οποίο όλοι θα πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι πρέπει να αποτελεί βασικό ζητούμενο, που είναι η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.

Και μιας και αναφέρθηκα στην επιστολή ψήφο, να εκφράσω την ικανοποίησή μου για το γεγονός ότι τελικά παραπάνω από 200.000 συμπολίτες μας, 150.000 εντός της Ελλάδος, 50.000 εκτός Ελλάδος, ενεγράφησαν τελικά στη σχετική πλατφόρμα για να μπορούν να ασκήσουν για πρώτη φορά το δικαίωμά τους αξιοποιώντας τον θεσμό της επιστολικής ψήφου.

Είδα με χαρά ότι -προσέξτε τώρα την ειρωνεία- τα κόμματα τα οποία καταψήφισαν την επιστολική ψήφο, κάνατε καμπάνια υπέρ της επιστολικής ψήφου. Καλά κάνατε, βοηθήσατε και εσείς με τον τρόπο σας, αλλά φαντάζομαι όταν, κ. Φάμελλε και κ. Ανδρουλάκη, θα έρθει στην Ολομέλεια σύντομα η δυνατότητα να αξιοποιήσουμε τον θεσμό της επιστολικής ψήφου και στις εθνικές εκλογές το 2027, ότι δεν θα είστε αντίθετοι, έτσι δεν είναι;

Διαμορφώνεται έτσι ένα κοινοβουλευτικό σκηνικό το οποίο, ας μου επιτραπεί, δεν αντιστοιχεί στις ανάγκες της χώρας και στο αίτημα να μπορούμε να προχωρήσουμε -με τις απαραίτητες συγκλίσεις, όπου μπορούμε να τις διαμορφώσουμε- μπροστά, ούτε όμως και στην προεκλογική συγκυρία των ευρωεκλογών. Σε χρόνο, δηλαδή, που οι πολίτες θα περίμεναν να καταθέσουν όλα τα κόμματα συγκεκριμένες θέσεις στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού και της προσέγγισης με όλα τα άλλα προηγμένα ευρωπαϊκά κράτη.

Προχωρώ σε αυτές τις επισημάνσεις καθώς μετά το Πάσχα εισερχόμαστε πια στην τελική ευθεία για την κάλπη του Ιουνίου και νομίζω ότι είναι σημαντικό να μην αφήσουμε την τοξικότητα να απλωθεί στον τόπο.

Θα έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε και την προ ημερησίας συζήτηση την οποία ζήτησε ο επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, πριν διακόψει η Βουλή τις εργασίες της ενόψει των ευρωεκλογών. Νομίζω ότι θα είναι και η τελευταία δυνατότητα που θα μας δοθεί να συζητήσουμε ουσιαστικά όχι μόνο για την οικονομία, αλλά φαντάζομαι εφ’ όλης της ύλης για τα ζητήματα τα οποία απασχολούν τους πολίτες.

Αλλά ένα είναι βέβαιο: ότι οι πολίτες αυτό το οποίο περιμένουν από εμάς είναι προτάσεις για το αύριο της Ελλάδας, της Ευρώπης και όχι μια επανάληψη αυτού του τεχνητού διχασμού που τόσο ακριβά πληρώσαμε στο χθες. Θέλουν αλήθεια, ρεαλισμό, προοπτική, όχι φήμες, σενάρια και διαβολές από το παρελθόν.

Είναι, νομίζω, ένα κοινό μας χρέος, τουλάχιστον όλων εκείνων που πιστεύουμε στη δημοκρατία και στην Ευρώπη, στον κοινοβουλευτισμό και στην πρόοδο. Διαφορετικά οι Ελληνίδες και οι Έλληνες θα γυρίσουν, ολοένα και περισσότεροι, την πλάτη σε ένα πολιτικό σκηνικό το οποίο θα εκπέμπει μόνο απογοήτευση και δηλητήριο. Και η αποχή από τις εκλογές τελικά θα είναι μια ήττα για όλους, ενώ μία ενδεχόμενη στροφή προς τα άκρα θα γίνει μια κερκόπορτα για νέες περιπέτειες.

Με αφορμή, λοιπόν, αυτό το νομοσχέδιο για τη Δικαιοσύνη, ας αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας. Δεν έχουμε περιθώρια για άλλες αστήρικτες κατηγορίες κατά πολιτικών αντιπάλων, δεν χρειαζόμαστε εμπόρους του πατριωτισμού, δεν χρειαζόμαστε ιδιοκτήτες της πίστης μας. Η πολιτική διαφωνία δεν μπορεί να γίνει ξεδιάντροπη συνωμοσία και η κομματική αντιπαλότητα δεν επιτρέπεται να γίνει «νάρκη» στην κοινωνική ομαλότητα.

Με αυτές τις σκέψεις επιστρέφω στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο, το οποίο θεωρώ ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής Δικαιοσύνης. Είναι μια κατάκτηση που, όπως είπα, έρχεται να προστεθεί στις πολλές μικρές και μεγάλες τομές -και δεν ήταν και λίγες- της προηγούμενης τετραετίας, αλλά και τις πολλές μικρές νίκες των πρώτων μηνών της νέας μας θητείας: την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου, των μη κρατικών πανεπιστημίων, την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την αντιμετώπιση των φαινομένων της οπαδικής βίας.

Θεσμικές πρωτοβουλίες παράλληλα με τα «αναχώματα» τα οποία υψώνουμε απέναντι στην επίμονη ακρίβεια. Με έκτακτα μέτρα, κυρίως όμως με μόνιμες αυξήσεις σε μισθούς, σε συντάξεις, σε επιδόματα, όπως το επίδομα μητρότητας, το οποίο επεκτάθηκε για εννιά μήνες στις ελεύθερες επαγγελματίες και τις αγρότισσες. Και τις μεγάλες προσπάθειες που γίνονται στην υγεία: την ανακαίνιση των νοσοκομείων με πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα απογευματινά χειρουργεία, τις δωρεάν προληπτικές εξετάσεις.

Όλα αυτά είναι οδόσημα σε μία διαδρομή συλλογικής ανάκαμψης. Με την ανεργία να μειώνεται, το εισόδημα να στηρίζεται όσο -θα το ξαναπώ- το επιτρέπουν οι εθνικές δυνατότητες. Η χώρα μας είναι μία από εκείνες τις χώρες που δεν τέθηκε σε πρώιμο καθεστώς παρακολούθησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για παραβίαση των κανόνων του ευρωπαϊκού ελλείμματος. Και είναι επιτυχία για τη χώρα ότι μπορεί να συνδυάζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με δημοσιονομική συνέπεια. Διότι τα τραύματα της χρεοκοπίας εξακολουθούν να είναι ανοιχτά στην ελληνική κοινωνία.

Και ξέρω πολύ καλά ότι ο πληθωρισμός εξακολουθεί να δοκιμάζει τα νοικοκυριά. Ξέρω πολύ καλά ότι θα χρειαστεί επίμονη προσπάθεια, η οποία θα διαρκεί όσο χρειαστεί για να μπορούμε να στηρίξουμε το εισόδημα, ειδικά των ασθενέστερων συμπολιτών μας, σε έναν δρόμο ο οποίος είναι δύσκολος, θα μας φέρει όμως σύντομα στο ξέφωτο.

Για παράδειγμα, μιας και μιλάμε για στήριξη της οικονομίας και της κοινωνίας, αυτές τις μέρες καταβάλλονται 780 εκατομμύρια ενισχύσεων σε παραπάνω από 400.000 αγρότες μας, όπως είχαμε δεσμευτεί. Ενθυμούμενος τις συναντήσεις που είχαμε με τον αγροτικό κόσμο πριν από λίγους μήνες, πρακτικά τα αιτήματα των αγροτών έχουν ικανοποιηθεί. Το βασικό αίτημά τους, ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη μονιμοποίηση της επιστροφής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο και την έγκαιρη αποπληρωμή των επιδοτήσεων μέσα από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, όλα αυτά υλοποιήθηκαν. Είναι κάτι το οποίο γίνεται πράξη.

Όπως και στην πράξη θα παραμείνουν, θα το ξαναπώ, οι μόνιμες αυξήσεις των μισθών. Ξέρω ότι υπάρχουν συμπολίτες μας σήμερα που, ναι, και αυτά τα 50 ευρώ τα οποία πήραν ως αύξηση στον κατώτατο μισθό μπορεί να το θεωρούν ως μια σταγόνα στον ωκεανό. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Μπορεί να μην μπορούμε να κάνουμε κάτι παραπάνω αυτή τη στιγμή, κάποια στιγμή όμως η ακρίβεια θα υποχωρήσει και οι αυξήσεις των μισθών θα παραμείνουν. Και το 2027 θα είμαστε εδώ και θα έχουμε υλοποιήσει τη δέσμευσή μας για κατώτατο μισθό 950 ευρώ και μέσο μισθό 1.500 ευρώ.

Σε ένα κράτος το οποίο θα γίνεται ολοένα και πιο ψηφιακό, με μεγάλα έργα παντού. Με μία πατρίδα η οποία θα προστατεύει τα σύνορά της, με ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις και με δυνατή φωνή τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Αυτή είναι η κυβερνητική μας ατζέντα: έργα μεγάλα, μικρά. Ενδεικτικά αναφέρω την πλατφόρμα του «e-Καταναλωτής», η οποία έχει διευρυνθεί πια, συμπεριλαμβάνει 3.000 προϊόντα. Και να ζητήσω από τους καταναλωτές να την αξιοποιούν για να μπορούν να συγκρίνουν διαφορετικά «καλάθια του νοικοκυριού» σε διαφορετικές αλυσίδες και να μπορούν να εντοπίζουν με μεγαλύτερη ευκολία ποιες αλυσίδες προσφέρουν τις καλύτερες τιμές.

Αλλαγές, όπως είπα, μικρές, μεγάλες, όπως αυτή που δρομολογούμε σήμερα, χωρίς να κρύβουμε τον στόχο μας, που δεν είναι άλλος από το να βαδίζουμε με σιγουριά για να μπορούμε να φτάσουμε πιο κοντά στην Ευρώπη σε όλα. Προβάλλοντας, όμως, και όσα καλείται η πατρίδα μας να διεκδικήσει από τις Βρυξέλλες: περισσότερα κονδύλια για τους αγρότες μας, ενιαία και δυναμική πολιτική στο μεταναστευτικό, μια κοινή πολιτική για τη στρατηγική και την άμυνα, με ευρωπαϊκούς πόρους, όχι μόνο στα λόγια αλλά στην πράξη στήριξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας.

Και βέβαια, όλοι ξέρουν ποια είναι η δύναμη που έβαλε την Ελλάδα στην Ευρώπη και την κράτησε εκεί -σε αυτήν εδώ την αίθουσα, με πολιτικό κόστος- όταν κινδύνεψε. Όλοι ξέρουν ποια είναι η πολιτική δύναμη η οποία καθιέρωσε τα εθνικά μας σύνορα ως τα ανατολικά όρια ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ποια είναι εκείνη η πολιτική δύναμη που στήριξε την κοινωνία στη διάρκεια της πανδημίας με παραπάνω από 40 δισεκατομμύρια ευρώ, που έφερε 72 δισεκατομμύρια ευρώ από το νέο ΕΣΠΑ και από το Ταμείο Ανάκαμψης, έχοντας έναν ρόλο, τα τελευταία χρόνια, σε όλα τα μεγάλα κοινοτικά στοιχήματα, από την ενεργειακή κρίση, μέχρι την πράσινη μετάβαση.

Μιλώ, όπως αντιλαμβάνεστε, για το νήμα το οποίο ενώνει τη μεταρρύθμιση την οποία συζητούμε σήμερα με όσα θα δοκιμαστούν αύριο στις κάλπες των ευρωεκλογών. Είναι μια αναμέτρηση η οποία έχει πρόσημο ευρωπαϊκό, αλλά με περιεχόμενο εθνικό, καθώς σύσσωμη η αντιπολίτευση θέλει να τη μετατρέψει σε δημοψήφισμα κατά της κυβέρνησης, η οποία εκλέχτηκε μόλις πριν από δέκα μήνες. Με φθηνές και ανυπόστατες κατηγορίες, χωρίς ούτε μια λέξη μέχρι στιγμής στον προεκλογικό διάλογο για τα σημαντικά ευρωπαϊκά θέματα.

Προφανώς δεν θέλω να απαντήσω σε τέτοιες λογικές. Θα έχουμε την ευκαιρία, εξάλλου, στην προεκλογική περίοδο να μιλήσουμε περισσότερο για το όραμα μας, για το πώς αντιλαμβανόμαστε τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη, αλλά και τον ρόλο της Ευρώπης σε ένα διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον το οποίο γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκο.

Όσο τώρα για τους εμπόρους της πίστης, νομίζω ότι η Εκκλησία απάντησε πολύ καλύτερα από εμένα. Δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτα άλλο.

Θα ξαναπώ, όμως, ότι μέσα σε αυτό το περιβάλλον τοξικότητας εμείς δεν έχουμε εχθρούς. Θα το ξαναπώ: εμείς δεν έχουμε εχθρούς. Έχουμε πολιτικούς αντιπάλους, ναι, αλλά εχθρούς δεν έχουμε. Δεν μαχόμαστε την αντιπολίτευση των άλλων κομμάτων, απαντούμε πάντα, αλλά η πιο σκληρή αντιπολίτευση είναι η αντιπολίτευση των καθημερινών προβλημάτων.

Για εμάς το πρώτο ζητούμενο παραμένει η σταθερότητα και η συνέχεια αυτής της πορείας ανάπτυξης, που έχει ήδη αποδώσει χειροπιαστά αποτελέσματα. Γι’ αυτό και, ναι, σηκώνουμε το γάντι των αληθινών διλημμάτων αυτών των ευρωεκλογών.

Θέλουμε να εξακολουθούμε σε αυτή την πορεία -παρά τις δυσκολίες- εθνικής σιγουριάς, οικονομικής ανακούφισης ή να ρισκάρουμε όλα όσα έχουμε πετύχει ως τώρα, με αψήφιστες αποφάσεις και με νέα πειράματα; Είμαστε έτοιμοι να δυναμώσουμε τις ελληνικές διεκδικήσεις στην Ευρωβουλή ή θα στείλουμε εκεί εκπροσώπους που κατηγορούν τον τόπο και την πατρίδα σε κάθε ευκαιρία; Και, τελικά, θα επιστρέψουμε στην καθήλωση ή θα διατηρηθούμε σε αυτή την ανοδική τροχιά των μεταρρυθμίσεων, όπως αυτή που θα ψηφίσουμε σε λίγο;

Ναι, και σε αυτά τα συγκεκριμένα ερωτήματα καλούμαστε να απαντήσουμε στις 9 Ιουνίου. Προσωπικά είμαι αισιόδοξος ότι σε 40 ημέρες από σήμερα οι Ελληνίδες και οι Έλληνες θα επιβεβαιώσουν για μία ακόμα φορά την εμπιστοσύνη τους στη Νέα Δημοκρατία, αλλά και στις δικές τους δυνάμεις, δίνοντάς μας και πάλι μια ισχυρή διπλή εντολή: να ξεπεράσουμε λάθη, να γινόμαστε όλο και καλύτεροι για να βελτιώσουμε την καθημερινότητα κάθε Ελληνίδας και κάθε Έλληνα στη χώρα μας, σε ένα πλατύ ρεύμα δυνάμεων που πιστεύουν στον πατριωτισμό της ευθύνης, στον εκσυγχρονισμό της δημιουργίας.

Το ίδιο αισιόδοξος, όμως, είμαι και για τις αλλαγές που συνεχίζονται για μια πιο γρήγορη, για μια πιο ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Και η θετική μας ψήφος στο σημερινό νομοσχέδιο είναι και ένα μήνυμα στήριξης και ενθάρρυνσης προς τους λειτουργούς της, είναι και μια πρώτη σφραγίδα στο διαβατήριο σταθερότητας και συνέχειας της Ελλάδας, σε ένα ταξίδι που θα τη φέρει, με σταθερά βήματα, ολοένα και πιο κοντά στην Ευρώπη.

Σας ευχαριστώ πολύ και εύχομαι σε όλες τις Ελληνίδες και σε όλους τους Έλληνες καλή Ανάσταση και καλό Πάσχα.

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Ειδήσεις