0

Παραμερίζοντας τον κουρνιαχτό που σηκώνει η καθημερινή τοξική αντιπαράθεση, ας κάνουμε μια προσπάθεια να ανακαλύψουμε τα στέρεα δεδομένα που εν τέλει θα κρίνουν την επική μάχη που έρχεται μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023, ενδεχομένως (με μικρές πιθανότητες) και το πρώτο τρίμηνο. Ποια είναι τα σίγουρα δεδομένα αυτή την στιγμή;

Πρώτον, πάμε για διπλές εκλογές. Με βάση τα σημερινά δημοσκοπικά στοιχεία και τις πολιτικές διαβεβαιώσεις που έχουν δοθεί, η πιθανότητα να σχηματιστεί κυβέρνηση μετά την κάλπη της απλής αναλογικής είναι μηδενική. Αυτοδυναμία δεν πρόκειται να προκύψει καθώς το πρώτο κόμμα χρειάζεται 50+%, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δηλώσει ευθέως ότι επιδιώκει την δεύτερη κάλπη με τον δικό του εκλογικό νόμο, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα προσπαθήσει να φτιάξει «κυβέρνηση ηττημένων». Άρα, απόπειρα σχηματισμού συμμαχικής κυβέρνησης θα γίνει μόνο στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να βγει νικητής στην πρώτη κάλπη, έστω και με μια ψήφο.

Δεύτερον, και σ’ αυτή την μάλλον απίθανη (για τα σημερινά δεδομένα) περίπτωση νίκης του κ. Τσίπρα στην πρώτη κάλπη, όλοι οι εκλογολόγοι επιμένουν ότι «τα κουκιά δεν βγαίνουν». Με δεδομένη την άρνηση του ΚΚΕ να συμπράξει κυβερνητικά, κανένα πιθανό σενάριο δεν είναι ικανό να συγκεντρώσει 151 βουλευτές κάτω από μια συμμαχική ομπρέλα που θα αποτελείται από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το ΜΕΡΑ25. Πέραν τούτου, κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος, στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ βρεθεί πρώτος, θα είναι ο κ. Τσίπρας που αυτή την φορά θα επιδιώξει τις δεύτερες εκλογές. Ο πειρασμός για το μπόνους των 40 εδρών είναι πολύ μεγάλος, για να παρεμποδιστεί από θέσεις αρχών που είχαν διατυπωθεί σε παλιότερο χρόνο και σε άλλες συνθήκες. Άρα, οι επαναληπτικές εκλογές πρέπει να θεωρούνται δεδομένες.

Τρίτον, τα σημερινά δημοσκοπικά δεδομένα δείχνουν μια διακριτή νίκη της ΝΔ. Η ευρεία διαφορά που υπήρχε πέρυσι ή πρόπερσι έχει μειωθεί αισθητά, παρά ταύτα σήμερα η ΝΔ προηγείται ακόμα καθαρά. Όλες οι μετρήσεις της δίνουν μια διαφορά που κυμαίνεται από 5 έως 8 μονάδες. Η μεγαλύτερη ζημιά στην κυβέρνηση έχει γίνει από τις παρακολουθήσεις, των οποίων μάλιστα την εκλογική επιρροή είχε υποβαθμίσει το Μέγαρο Μαξίμου. Οι αποκαλύψεις συνεχίζονται, οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί δεν είναι επαρκείς, η κοινή γνώμη έχει πειστεί ότι κάτι σκοτεινό συνέβαινε σ’ αυτό το πεδίο, οπότε η κυβέρνηση θα πάει ως τις εκλογές με αυτό το άχθος στους ώμους της. Παρά ταύτα, προσώρας συνεχίζει να προηγείται.

Η πρώτη κάλπη

Τέταρτον, ποια είναι η συνθετική ελπίδα και επιδίωξη του Κυριάκου Μητσοτάκη από την πρώτη κάλπη; Η ΝΔ να κερδίσει με μια διαφορά που δεν θα θεωρείται αναστρέψιμη στην επαναληπτική κάλπη και το ποσοστό της να πλησιάζει στο κρίσιμο σημείο που θα διατηρήσει ακέραιες τις ελπίδες της για αυτοδυναμία στην επαναληπτική ψηφοφορία. Αυτά τα δύο σημαίνουν πρακτικά, πέντε τουλάχιστον μονάδες διαφορά ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, με την ΝΔ να κινείται γύρω στο 33%. Κοντολογίς, με ένα 33%-28%, η ΝΔ πάει στις δεύτερες κάλπες με τον αέρα του σίγουρου νικητή και με υψηλές πιθανότητες να φθάσει το 37% που θα της δώσει την αυτοδυναμία.

Οι ελπίδες του ΣΥΡΙΖΑ

Πέμπτον. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιθέτως, ελπίζει ότι με το μαρτύριο της σταγόνας στις αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις, θα μειώνει σταδιακά την διαφορά του με την ΝΔ και θα την φέρει στα ίσα (ή πολύ κοντά) στο αποτέλεσμα της κάλπης. Γι’ αυτό και παίρνει την καλύτερη γι αυτόν εκδοχή των πέντε δημοσκοπικών  μονάδων διαφοράς, πατάει πάνω της και διαρρέει υπογείως ότι στις «δικές του κυλιόμενες» το χάντικαπ έχει περιοριστεί στις δυο μονάδες. Προφανώς η μάχη των εκλογών είναι πρωτίστως μάχη εντυπώσεων και διαρροών. Σε κάθε περίπτωση, μια μικρή ή ανεπαίσθητη διαφορά στο αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης, είναι απολύτως απαραίτητο στοιχείο για να μπορέσει να κρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ζωντανό το όραμα της «προοδευτικής διακυβέρνησης» στην μάχη της δεύτερης κάλπης. Αλλιώς θα βρεθεί δίχως κυβερνητικό αφήγημα, γεγονός που μπορεί να αποδειχθεί μοιραίο.

Στριμωγμένος Ανδρουλάκης

Έκτον, το μέγα ερωτηματικό αυτής της περιόδου αλλά και των επερχόμενων εκλογών, είναι το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη. Στριμωγμένο από τους δυο μεγάλους, με την υπόθεση Καϊλή να το κατατρύχει, φαίνεται να έχει πραγματικό πρόβλημα στρατηγικής που το οδηγεί από παλινωδία σε παλινωδία. Ο αρχικός στόχος του Νίκου Ανδρουλάκη για υπερφαλάγγιση του ΣΥΡΙΖΑ και μετατροπή του ΠΑΣΟΚ σε δεύτερο πόλο είναι προφανές ότι έχει αποδειχθεί ανέφικτος. Η τακτική των ίσων αποστάσεων επίσης, καθημερινά ξεθωριάζει. Σε όλα τα ζητήματα που ο Ανδρουλάκης αποπειράθηκε να μπει μπροστά είδε τελικά τον ΣΥΡΙΖΑ να τον υπερκαλύπτει και να εισπράττει τα πολιτικά κέρδη αντί γι αυτόν.

Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη παρέμεινε ένα μικρό κόμμα, που σταδιακά μετατρέπεται σε αντιδεξιό συμπλήρωμα του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχουν έντονες επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα αυτής της διολίσθησης, όμως η απτή σημερινή πραγματικότητα φωτογραφίζει ένα κοινό μέτωπο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Που θα βγάλει αυτό, κανένας δεν μπορεί να προβλέψει. Η λογική πάντως λέει ότι στην δεύτερη κάλπη τα μαντάτα δεν θα είναι καλά για το ΠΑΣΟΚ, θα γίνει σάντουιτς ανάμεσα στους δυο μεγάλους που θα παλεύουν για την εξουσία. Οι πιθανότητες στις επαναληπτικές εκλογές δεν θα είναι με το μέρος του κ. Ανδρουλάκη. Εκεί το παιχνίδι θα παιχτεί στο δίπολο Μητσοτάκης-Τσίπρας.

Δεν χωράνε συναισθηματισμοί

Έβδομο. Μέγα ερώτημα για όλους, αποτελεί το αν οι εκλογές θα παιχτούν στο επίπεδο των συμβολισμών ή της πεζής πραγματικότητας. Αν κυριαρχήσουν οι συμβολισμοί ή το συναίσθημα, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ θα φτάσουν στην κάλπη με αυξημένες πιθανότητες. Αν επικρατήσει η real politic, τότε ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είναι πρωθυπουργός για μία ακόμα τετραετία. Πούθε προκύπτει αυτό; Μα από το γεγονός ότι τα βασικότερα συνθήματα που διακινούν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ είναι συμβολικής και συναισθηματικής φύσης. Η ταύτιση (εκ μέρους των) του Μητσοτάκη με τον Όρμπαν, η επίκληση φόβων για συνταγματική εκτροπή, η εμμονική επιμονή στις παρακολουθήσεις των επικοινωνιών και όλα τα παρόμοια που επικαλούνται ως αντιπολίτευση, είναι μια μάλλον «ηθική» προσέγγιση της πολιτικής. Αυτή όταν «πιάσει» πουλάει πολύ γιατί κινητοποιεί το λαϊκό συναίσθημα, απλώς «πιάνει» σπάνια διότι κινείται έξω από το πλαίσιο των προβλημάτων της καθημερινότητας των πολιτών.  Πάντως το προσπαθούν.

Ο άλλος μοιράζει χρήμα

Αντιθέτως, η ΝΔ δείχνει να «παίζει» καθαρά στο πραγματιστικό επίπεδο. Για να το πούμε απροκάλυπτα, όταν οι άλλοι μοιράζουν φόβους και κατάρες, ο Μητσοτάκης μοιράζει χρήμα. Δικαιούται να το κάνει, διότι δεν το φορτώνει στα κρατικά ελλείμματα και στο δημόσιο χρέος, το παίρνει από την απόδοση της οικονομίας και την ανάπτυξη που ο ίδιος έχει πετύχει. Αν αθροίσουμε τα ποσά που έχει δώσει (λόγω έκτακτων συνθηκών) ο Μητσοτάκης μέσα στην τετραετία του, τότε δεν θα δυσκολευτούμε να τον κατατάξουμε στην κορυφή της μεταπολιτευτικής λίστας των ανοιχτοχέρηδων Ελλήνων πρωθυπουργών. Και μάλιστα το έκανε, όχι όπως ο ΣΥΡΙΖΑ που φορολογούσε για δίνει επιδόματα, αλλά μειώνοντας παράλληλα τους φόρους. Ήδη βλέποντας πόσα μοίρασε μόνο τον μήνα που διανύουμε (επιταγή ακρίβειας, food pass, επίδομα στους ένστολους) καταλαβαίνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με παίχτη που παίζει σκληρό παιχνίδι.

Οι εκλογολόγοι επιμένουν ότι εννιά στις δέκα φορές, είναι η οικονομία αυτή που ορίζει το τελικό αποτέλεσμα της κάλπης. Κατά τούτο, ο Μητσοτάκης  μπορεί να νιώθει σχετικά σίγουρος για την πορεία του, προφανώς πιο σίγουρος από τους δυο αντιπάλους του. Αλλά στην πολιτική δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Η μάχη θα δοθεί μέχρι την τελευταία στιγμή από όλα τα κόμματα κι από όλους τους αρχηγούς. Η κάλπη συνήθως είναι ένα καζάνι μάγειρα που βγάζει φαγητό ανάλογα με τα υλικά που του έριξαν, αλλά υπάρχει πάντα και η πιθανότητα να μεταβληθεί σε καζάνι μάγισσας από τους αφρούς του οποίου κανένας δεν ξέρει τι τέρας θα ξεπροβάλλει.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις