Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Στη τελική φάση αποκατάστασης φαίνεται πως έχει μπει η αποκατάσταση του ιστορικού ορφανοτροφείου Πριγκήπου, 43 χρόνια μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1983 και 125 από την κατασκευή του. Πρόκειται για το δεύτερο σε όγκο ξύλινο κτήριο στον κόσμο και το μοναδικό στην Ευρώπη το οποίο από το 1898 που κατασκευάστηκε έως σήμερα αποτέλεσε και σημείο τριβής μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της τουρκικής κυβέρνησης.
Πλέον και μετά από συνεργασία Τούρκων και Ελλήνων ειδικών αλλά και οικονομικών παραγόντων έχουν εκπονηθεί οι σχετικές μελέτες και όλα είναι έτοιμα για την αναστήλωση με στόχο , όπως όλα δείχνουν να αξιοποιηθεί τουριστικά. Το κόστος αποκατάστασης των ζημιών είναι μεγάλο και ήδη οι αναζητούνται 6 εκ. δολάρια για την έναρξη των εργασιών.
Όλα άρχισαν τον Αύγουστο του 2022 όταν οι τουρκικές αρχές άναψαν το έδωσαν το πράσινο φως για την αποκατάστασή του .Η χρονιά αυτή ήταν ορόσημο για το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο επί δεκαετίες έδωσε σημαντικές μάχες στην Κωνσταντινούπολη και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ένα χρόνο πριν, το 2021 ,στον κήπο του ορφανοτροφείου πραγματοποιήθηκε η πρώτη ανοικτή εκδήλωση για τη σωτηρία του “ξύλινου ουρανοξύστη” με τη συμμετοχή του Οικουμενικού πατριάρχη Βαρθολομαίου ,Τούρκων επισήμων και τεχνικών η οποία έτυχε ευρύτερης αποδοχής.
Στο πλαίσιο αυτής της αποδοχής ,θετικά εκφράστηκε και ο Δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου. Μάλιστα σε πρόσφατες δηλώσεις του στην ΕΡΤ τόνισε ότι “αυτό το υπέροχο κτίριο μπορεί να προσφέρει πολύ αποτελεσματικές υπηρεσίες σ’ αυτήν την περιοχή. Θα μπορούσε να γίνει μουσείο όπου θα αναβιώσει η ιστορία του κτιρίου. και θα εξηγούνται οι παρελθούσες λειτουργίες του. Υπάρχει επίσης ο πολιτισμός, η επιστήμη, η παιδεία και η τέχνη. Μας είχαν υποδείξει ότι θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και σε αυτούς τους τομείς. Υπό αυτή τη θεώρηση, πιστεύω ακράδαντα ότι θα γίνει ένας από τους πιο σημαντικούς πόλους έλξης της πόλης κι ένα από τα πιο αξιόλογα επισκεπτόμενα μέρη».
Σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη του προβλήματος έπαιξε ο κ.Λάκης Βίγκας, άρχοντας οφφικιάλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και επικεφαλής της επιτροπής για την αναστήλωση του Ορφανοτροφείου. Ο κ.Βίγκας σε δηλώσεις του στην εφημερίδα Ακσάμ ανέφερε: «Το Ορφανοτροφείο είναι ένα από τα πιο σημαντικά ιδρύματα της Ευρώπης. Έγινε απίστευτη δουλειά. Υπάρχει μεγάλη υποστήριξη από το Συμβούλιο Μνημείων, τις τοπικές διοικήσεις, την περιφερειακή διοίκηση, τους κατοίκους του νησιού και την κοινή γνώμη. Κάναμε ακόμη και διαγωνισμό για την πρώτη φάση. Ψάχναμε για οικονομική στήριξη από κάπου, αλλά ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή. Η αναζήτησή μας για χρηματοδότηση συνεχίζεται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Χρειάζονται 6 εκατομμύρια δολάρια».
Ως προς την χρήση του κτηρίου τόνισε πως «μπορεί να γίνει ένας χώρος για τουριστικούς σκοπούς, τουρισμό υγείας ή εκπαιδευτικό ίδρυμα. Πρέπει να διασφαλιστεί μια μετατροπή που θα παράγει εισόδημα. Διότι η ασφάλεια του κτιρίου, η ασφάλιση και η συντήρησή του έχουν τεράστιο κόστος.
Η σημαντικότερη στιγμή στην ιστορία του κτηρίου
Μπορεί η απόφαση για την αναστήλωση να χαιρετίζεται από όλους ως μία ιδιαιτέρως θετική εξέλιξη αλλά η πιο σημαντική στιγμή στην ιστορία του ήταν η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 2010 με την οποία επιστρέφονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο οι τίτλοι ιδιοκτησίας οι οποίοι είχαν αφαιρεθεί με απόφαση του πρωτοδικείου της Πριγκήπου το 2005.
Ο κ.Βαρθολομαίος είχε προσφύγει στα τουρκικά δικαστήρια αλλά μπροστά στην αδιαλλαξία των Τούρκων προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η πρώτη απόφαση υπέρ του Φαναρίου είχε ληφθεί το 2008 και η τελική το 2010 .
Το ίδιο έτος το Φανάρι προσέφυγε στο ΕΔΑΔ το οποίο και καταδίκασε την Τουρκία. Η αρχική απόφαση εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου 2008 και η τελική στις 15 Ιουνίου 2010. Η Τουρκία αναγκάστηκε να επιστρέψει το κτίριο στο Πατριαρχείο και να καταβάλει ποσό 6.000 ευρώ ως ηθική βλάβη.
Αμέσως μετά την δικαίωση διαπιστώθηκε και η ανάγκη για άμεση έναρξη των εργασιών αποκατάστασης καθώς τα 206 δωμάτια του κτηρίου κατέρρεαν .
Το 2012 έγιναν οι πρώτες προσπάθειες συντονισμού της αναστήλωσης στην οποία συμμετείχαν επιχειρηματίες όπως ο Μουχτάρ Κεντ και ο Ανδρέας Λυμπέρης. Η επιτροπή συνεργάστηκε με την εταιρεία Μακένζι η οποία εκπόνησε μελέτη για την αναγκαιότητα της αποκατάστασης. Η προσπάθεια έμεινε μισή και το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα μετά από χρόνια από την Europa Νostra, έναν οργανισμό που λειτουργεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ασχολείται με μνημεία παγκόσμιας εμβέλειας υπό κατάρρευση, τα οποία προβάλλει προς την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ώστε να διασωθούν. Το ορφανοτροφείο μπήκε σε αυτό τον κατάλογο με πρωτοβουλία της Europa Νostra το 2018.
Να σημειωθεί ότι και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την τύχη του ιστορικού πενταόροφου ξύλινου κτιρίου. Επίσης, έχει χαρακτηριστεί στο παρελθόν ως απειλούμενο μνημείο ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς από την Europa Nostra. Η Europa Nostra είναι ένας πανευρωπαϊκός οργανισμός για την Πολιτιστική Κληρονομιά, η οποία εκπροσωπεί οργανώσεις πολιτών που εργάζονται για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιά της Ευρώπης και έχει συμβουλευτική θέση στην UNESCO.
Το κτήριο άρχισε να ανεγείρετε το 1898 με σκοπό να μετατραπεί σε ξενοδοχείο με καζίνο, αλλά μετά την απαγόρευση του τότε σουλτάνου Abdul Hamit του Β’ αναζητήθηκε νέα χρήση. Το 1903 με δωρεά της Ελένης Ζαρίφης προς το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης στεγάστηκε το Εθνικό Ορφανοτροφείο. Λειτούργησε μέχρι και το 1964 και προσέφερε πρωτοβάθμια εκπαίδευση σε 5.744 παιδιά. Θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα ξύλινα κατασκευάσματα στην Ευρώπη, είναι πενταόροφο και διαθέτει 206 δωμάτια, αίθουσες χορού, τραπεζαρίες και άλλους χώρους.
Στις αρχές του αιώνα, το 1902, το πενταόροφο ξύλινο κτίριο στο λόφο της Πριγκήπου, μαζί με τη γύρω έκταση, περίπου 23 στρεμμάτων και ένα ακόμη διώροφο κτίριο πέρασε στην ιδιοκτησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από την επόμενη χρονιά, που το Πατριαρχείο το μεταβιβάζει στο ίδρυμά του για τα ορφανά μέχρι και το 1964, λειτουργεί ως ορφανοτροφείο. Οι τουρκικές αρχές αναγνώρισαν τη νομική υπόσταση του Ιδρύματος με το νόμο του 1935, ενώ με επόμενη απόφαση αναγνωρίζονται ως περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος τόσο τα κτίσματα όσο και η έκταση που τα περιβάλλει.
Το χρονολόγιο μιας πορείας από την ίδρυση έως την καταστροφή
Το 1898 οικοδομήθηκε στην Πρίγκηπο ως ξενοδοχείο από τον Γαλλο-οθωμανό αρχιτέκτονα Αλεξάντερ Βαλόρι ως πολυτελές ξενοδοχείο και καζίνο, με την ονομασία Prinkipo Palace, για την Compagnie Internationale des Wagons-Lits, την ευρωπαϊκή εταιρεία επιβατικών τρένων που διαχειριζόταν το Οριάν Εξπρές.’Ηταν το μεγαλύτερο ξύλινο της Ευρώπης έκτασης 20.000 τετραγωνικών μέτρω.ν
Το 1903 η Ελένη Ζαρίφη ,αφού δεν δόθηκε άδεια λειτουργίας ,το αγόρασε για να το αξιοποιήσει το Πατριαρχείο ως ορφανοτροφείο.
Από το 1903 έως το 1964 λειτουργεί ως ορφανοτροφείο όπου φιλοξενήθηκαν 5.000 παιδιά.
Το 1964 λόγω του Κυπριακού το ορφανοτροφείο έκλεισε βίαια από τη Γενική Διεύθυνση Ιδρυμάτων.
Το κτίριο υπέστη σοβαρές ζημιές από πυρκαγιά το 1980.
Το 1997 το κτήριο δεσμεύτηκε από την τουρκική κυβέρνηση.
Το 2003, το Πατριαρχείο υπέβαλε όλα τα απαιτούμενα έγγραφα που αποδείκνυαν την ιδιοκτησία του στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Τουρκίας. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς.
Το 2005, το προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την ανάκτηση του κτιρίου.
Το 2008, το δικαστήριο εξέδωσε ομόφωνη απόφαση με την οποία καταδικάστηκε η κατάσχεση.
Το 2010, μια άλλη δικαστική απόφαση διέταξε την Τουρκία να το επιστρέψει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο εντός τριών μηνών και να καταβάλει αποζημίωση 26. 000 ευρώ. Το 2012, οι τουρκικές αρχές επέστρεψαν το κτίριο στην ελληνική κοινότητα.[
Στις 25 Αυγούστου του 2022 οι τουρκικές αρχές έδωσαν την έγκρισή τους για να αρχίσουν τα έργα αποκατάστασης.