του Ανδρέα Μαζαράκη
Οι της επομένης της Ερντογανικής εποχής αναμενόμενες ή και προβλεπόμενες κατά ταύτα συνθήκες, θέτουν το ζήτημα της μετα-ερντογανικής επερχόμενης περιόδου στην Άγκυρα, με αναφορές, όχι μόνο στο διεθνές περιβάλλον, αλλά ιδιαιτέρως σε Αθήνα και Λευκωσία. Η υφιστάμενη διλημματική αναζήτηση ανάγνωσης του εν Αγκύρα την επομένη της αποχώρησης του Ερντογάν και επερχομένου ενός νέου ηγέτη, παραπέμπει στο ενδιαφέρον του διεθνούς πολιτικού παράγοντα, Δύσης και Ανατολής, όχι μόνο λόγω της σπουδαιότητος που παλαιόθεν, όπως και σήμερα, αποδίδεται στη γεωστρατηγική θέση και παρουσία της Τουρκίας περιφερειακά και διεθνώς, αλλά και λόγω της ανεξέλεγκτης κατά ταύτα σύγχρονης τουρκικής στρατηγικής, που αποδίδεται λανθασμένα μεν, πραγματικά δε από κύκλους της Δύσης στον Ερντογάν προσωπικά.
Σημειώνεται πως η Δύση, με έμφαση στην Ουάσιγκτον, θεωρώντας δεδομένη τη συμμαχική σχέση της με την Άγκυρα και αντιμετωπίζοντάς την ως αναπόσπαστο κρίκο της νατοΐκής συμμαχίας, τελεί σε ευνοϊκή στάση αναμονής, επενδύοντας σε ανάδειξη πολιτικών προσωπικοτήτων στο εσωτερικό της Τουρκίας, των οποίων η πολιτική θα τελεί εν αγαστή αρμονία προς τα δυτικά συμφέροντα, αναπολώντας κατά ταύτα την παλαιόθεν υφιστάμενη πιστή στον δυτικό στρατηγικό προσανατολισμό, Τουρκία.
Στο εγχείρημα μιας εμπεριστατωμένης ανάγνωσης, που να άπτεται των επερχομένων σε μια μετά τον Ερντογάν Τουρκία, οφείλει κανείς να ανατρέξει στο ιστορικό παρελθόν της χώρας, αλλά και στη συγκρότηση του πολιτικού σκηνικού σήμερα. Η σημερινή πολιτική διαδρομή της χώρας, που χαρακτηρίζεται από τον αποκεφαλισμό και την κατά ταύτα ακύρωση του παραδοσιακού για το πολίτευμα ρόλου του στρατεύματος, από τις πολλαπλές διώξεις και φυλακίσεις αντιφρονούντων στο πλαίσιο ενός εγχειρήματος εξαφάνισης της αντιπολίτευσης, καθώς και από τη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στο πρόσωπο του Ερντογάν, υποδεικνύει ότι η πορεία στη μετα-ερντογανική εποχή δεν προοιωνίζεται να είναι ομαλή και συγκροτημένη.
Δεδομένου του γεγονότος πως ένα ενδεχόμενο πολιτικό χάος, αντίστοιχο με αυτό της δεκαετίας του 1960 στο εσωτερικό της Τουρκίας, αποτρέπεται σήμερα εξαιτίας της αυταρχικής διάρθρωσης της ηγεσίας του Ερντογάν, ένα σενάριο αποχώρησής του, θα δημιουργήσει ενδεχομένως μια κατάσταση πολλαπλής ενεργοποίησης και πυροδότησης καταπιεσμένων σήμερα δυνάμεων, που θα επιχειρήσουν δυναμικά και διεκδικητικά την κατοχύρωση συνθηκών πολιτικής διάρθρωσης της παρουσίας τους ως εξουσίας στην επόμενη μέρα.
Επιστροφή στη δεκαετία 1960
Η απουσία μιας προσωπικότητας, όπως αυτή του Ερντογάν, που είναι σε θέση, παντί τρόπω, να συγκρατεί το τουρκικό πολιτικό σύστημα στις εσωτερικές του δομές και με δεδομένη την έλλειψη δημοκρατικής παράδοσης και αντίστοιχης πολιτικής κουλτούρας στη γειτονική χώρα, αλλά και με το στράτευμα να έχει περιθωριοποιηθεί πλήρως ως ρόλος, θα σημάνει πιθανότατα την έναρξη ενός κατά το ρωμαϊκό bellum omnium contra omnes, τουτέστιν πολέμου όλων εναντίον όλων, παραπέμποντας στην ταραχώδη για τη χώρα δεκαετία του 1960.
Υπογραμμίζεται, συναφώς, πως σύμφωνα με την παράδοση της πολιτικής κουλτούρας αυταρχικού τύπου χαρισματικών ηγετών, που παραπέμπουν στο περονικό μοντέλο, η αντίληψη που τους διατρέχει είναι να μην ορίζουν διαδόχους, ακολουθώντας ως φιλοσοφία τη γνωστή αυτοκρατορική ρήση Après moi, le deluge, με θερμηνευόμενο στο “μετά από εμένα, το χάος”.
Επανερχόμενοι στην τουρκική τρέχουσα διάσταση πολιτικής, ουδείς μπορεί να αποκλείσει σε μια επόμενη για την Τουρκία ημέρα, την επαναδραστηριοποίηση κεμαλικών δυνάμεων αυτοπροσδιοριζόμενων και ως θεμελιωτών του μετα-οθωμανικού, τουρκικού πολιτικού συστήματος εν αντιπαραθέση με δυνάμεις του στενού κύκλου του Ερντογάν, που θα λειτουργήσουν ως συνεχιστές της ερντογανικής πολιτικής κουλτούρας, με κύρια προβολή την αντίληψη μιας ισχυρής ηγεμονικής και ανεξάρτητης περιφερειακά και διεθνώς, Τουρκίας, απαλλαγμένης από κηδεμόνες και διεθνείς εξαρτήσεις.
Τουρκικό πολιτικό σύστημα και ελληνισμός
Πρέπει να ληφθεί υπόψη στις κατά τα ανωτέρω ως προς το τουρκικό πολιτικό σύστημα αναφορές, πως το στράτευμα υφίσταται ως παράδοση και συστατικό γνώρισμα της τουρκικής πολιτικής κουλτούρας, πράγμα που σημαίνει πως σχετικές δυνάμεις, που βρίσκονται σήμερα διωκόμενες ή τελούν εν υπνώσει, μπορούν ανά πάσα στιγμή να ενεργοποιηθούν, επιχειρώντας να επανασυντάξουν τις δυνάμεις τους, επαναφέροντας τον παραδοσιακό ρόλο του στρατεύματος στο τουρκικό πολιτικό σύστημα, ως κατά τα ανωτέρω θεματοφύλακα του κεμαλισμού, δηλαδή της υπαρξιακής διάστασης του τουρκικού κράτους.
Σε ότι αφορά στα θέματα, που άπτονται του ελληνισμού, πρέπει να υπογραμμίσουμε πως όλες ανεξαιρέτως οι τουρκικές πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων και σημερινών αντιπάλων του Ερντογάν, αυτοπροσδιοριζομένων ως δημοκρατικών, συγκλίνουν στη στρατηγική στόχευση της αναθεώρησης των συνθηκών, που διέπουν τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα και φυσικά την Κύπρο.
Το τουρκικό πολιτικό σύστημα, στη διαχρονική του διάσταση, θεωρεί ότι η Κύπρος συνιστά συνέχεια του τουρκικού υφάλου της Ανατολίας, θέτοντας ως βασική στρατηγική στόχευση την τουρκοποίηση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, της μεγαλονήσου, καθιστώντας την γεωπολιτικό προγεφύρωμα για τη στρατηγική παρουσία της Τουρκίας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, ενώ ως προς το Αιγαίο αποτελεί κοινή συνισταμένη των τουρκικών πολιτικών δυνάμεων η διαχρονική αντίληψη περί συνάντησης των δύο χωρών στη μέση του Αιγαίου.
Η στρατηγική της Αθήνας
Οι διαφορές των εν προκειμένω διαγκονιζομένων για την εξουσία πολιτικών δυνάμεων σε μια επόμενη μέρα στην Τουρκία, παραπέμπουν σε διαφορές τακτικής υφής, όπως για παράδειγμα στην επιστροφή σε μια σχέση στρατηγικής σύμπλευσης και εμπιστοσύνης με τις ΗΠΑ, διατηρώντας στο ακέραιο τις υφιστάμενες τουρκικές διεκδικήσεις απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο, καθώς και τη διεκδίκηση του ηγεμονικού ρόλου της Τουρκίας στην περιοχή.
Ως προς την Ουάσιγκτον και τον δυτικό παράγοντα ευρύτερα, η Αθήνα οφείλει να λάβει υπόψη ότι μια αποχώρηση του Ερντογάν από την εξουσία καθ’ οιονδήποτε τρόπο, θα επιφέρει ανακούφιση στη Δύση και αυξημένες προσδοκίες ως προς τις ευνοϊκές συνθήκες ενός στρατηγικά δημιουργικού μέλλοντος στις σχέσεις δύσης –Τουρκίας, πράγμα που σημαίνει πως θα αυξηθεί η αποδιδόμενη πίστη στον ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή, κάτι που θα μεταφραστεί και σε οικονομικά και στρατιωτικά ανταλλάγματα έναντι του επόμενου ηγέτη. Η προσδοκία της δύσης θα εστιάζεται στην αντίληψη “Η Τουρκία αλλάζει”.
Το ερώτημα που ανάγλυφα τίθεται προς την Αθήνα και άπτεται των αληθών συμφερόντων του ελληνισμού παραπέμπει στο τι οφέλη εθνικού επιπέδου και σε απτή διάσταση πολιτικής λαμβάνουν Ελλάδα και Κύπρος, δεδομένης της τρέχουσας περιόδου, που χαρακτηρίζεται από την εχθρικά διακείμενη για τη δύση παρουσία του Ερντογάν στην τουρκική ηγεσία.
Η Αθήνα, έχοντας προσεγγίσει την παρούσα διεθνοπολιτική συγκυρία με επιτυχείς τακτικές κινήσεις στρατηγικής, που παραπέμπουν κυρίως στις συμμαχίες με Γαλλία, ΗΠΑ, Ισραήλ, Αίγυπτο και ΗΑΕ, οφείλει ως επιβάλλεται στη διεθνή διπλωματία, να αποκομίσει στρατηγικής υφής κέρδη, απτόμενα κυρίως στο Κυπριακό και την κατά ταύτα αξίωση αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας στη Μεγαλόνησο, αλλά και στην ενεργό υποστήριξη του διεθνώς νομιμοποιημένου δικαιώματος της χώρας για καθολική και σύμφωνη προς το διεθνές δίκαιο της θάλασσας επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων.