Ολοκληρώθηκε στην επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, η επεξεργασία σε πρώτη ανάγνωση, του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για την «εφαρμογή του ευρωπαϊκού κανονισμού σχετικά με την πρόληψη της διάδοσης του τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο».
Υπέρ της αρχής του νομοσχεδίου τάχθηκαν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ενώ καταψήφισαν ΚΚΕ και Πλεύση Ελευθερίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μαζί με την Ελληνική Λύση, τους «Σπαρτιάτες» και τη Νίκη, επιφυλάχθηκαν για την ολομέλεια.
Ο υφυπουργός Δικαιοσύνης, Ιωάννης Μπούγας, επανέλαβε για μια ακόμα φορά ότι «σε καμία περίπτωση δεν τίθεται θέμα περιορισμού ή ελέγχου της ελεύθερης έκφρασης» ωστόσο η αντιπολίτευση αλλά και οι αρμόδιοι φορείς, επέμειναν στην «ανάγκη να υπάρξει πλήρης και ευθεία έννοια στον ορισμό του τρομοκρατικού περιεχομένου».
«Με το νομοσχέδιο καλύπτουμε ένα ενδιάμεσο κενό σε περιπτώσεις που ο πάροχος δεν σπεύδει να κατεβάσει τρομοκρατικό περιεχόμενο από την ιστοσελίδα που το φιλοξενεί. Τον ορισμό της τρομοκρατίας δεν χρειάζεται να τον περιλάβουμε σε αυτό το νομοσχέδιο, διότι, αφενός τίθεται από τον κανονισμό που με πολύ μεγάλη σαφήνεια αναφέρεται στο τρομοκρατικό περιεχόμενο και βεβαίως είναι και η διάταξη του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, που εκεί, χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία, προκύπτει τι συνιστά προπαγανδιστικό περιεχόμενο της τρομοκρατίας», υπογράμμισε ο κ. Μπούγας.
Μάλιστα, ο υφυπουργός Δικαιοσύνης επικαλέστηκε το υπόμνημα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων που, όπως είπε, «αναφέρει καταληκτικά ότι συνεπώς, το ενδεχόμενο αυθαιρεσίας των εισαγγελέων που χειρίζονται τα σχετικά ζητήματα, περιορίζεται από το άρθρο 187 του Π.Κ., στο οποίο ο εισαγγελικός λειτουργός θα προσφύγει κατά την κρίση του αν επιβάλλεται η έκδοση αφαίρεσης τρομοκρατικού περιεχομένου».
«Κατά συνέπεια, οι πλέον αρμόδιοι, που είναι οι δικαστές και εισαγγελείς οι οποίοι θα κληθούν εν τέλει να εφαρμόσουν τις συζητούμενες διατάξεις του νόμου, κρίνουν ότι δεν απαιτείται περαιτέρω διευκρίνιση του τι συνιστά τρομοκρατία, καθώς η παραπομπή στο άρθρο 187 αποτρέπει κάθε ενδεχόμενο αυθαιρεσίας εκ μέρους του εισαγγελέα», πρόσθεσε ο κ. Μπούγας.
Παράλληλα, διευκρίνισε ότι «οι ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στο νομοσχέδιο, δεν αφορούν τους χρήστες αλλά μόνο τους παρόχους».
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Ιωάννης Σαρακιώτης, έκανε λόγο για «διάχυτη ανησυχία σε ό,τι αφορά τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και για το αν θα στρέφονται επί δικαίων και αδίκων» ενώ επεσήμανε «τον κίνδυνο να δημιουργηθούν σημαντικά προβλήματα στην ελευθερία του λόγου και της πολυφωνίας».
Η γενική εισηγήτρια του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Μιλένα Αποστολάκη, κατηγόρησε την κυβέρνηση για συστηματική προχειρότητα, ενώ επεσήμανε ότι «πράγματι είναι σημαντική η στόχευση του νομοσχεδίου για το τι συνιστά τρομοκρατικό περιεχόμενο, για αυτό και είναι σκόπιμη και χρήσιμη η ευθεία και πλήρης αναφορά στον ορισμό του, για να προστατευθεί παράλληλα η πλήρης ελευθερία έκφρασης και η ελεύθερη πολυφωνία».
Η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ, Μαρία Κομηνάκα, υποστήριξε ότι «με το νομοσχέδιο προβλέπεται σειρά τρομακτικών μέτρων κατά της ελευθερίας έκφρασης και λόγου και της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης».
Ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Παύλος Σαράκης, σημείωσε ότι «προφανώς και αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα της εφαρμογής του ευρωπαϊκού κανονισμού, ωστόσο δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και ο κίνδυνος αυθαιρεσίας και περιορισμού της ελεύθερης έκφρασης των πολιτών και της πολυφωνίας».
Ο ειδικός αγορητής των «Σπαρτιατών», Πέτρος Δημητριάδης, έκανε λόγο για «ασάφεια στο τι εννοείται τρομοκρατικό περιεχόμενο», τονίζοντας ότι «πρέπει να υπάρξει στενή ερμηνεία στον ορισμό του, διότι με πρόσχημα την πάταξη της τρομοκρατίας ελλοχεύει ο κίνδυνος να καταπατηθεί βάναυσα το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και να ποινικοποιηθεί η διαφορετική πολιτική άποψη.
Ο ειδικός αγορητής της Νίκης, Γιώργος Ρούντας, τόνισε ότι η ύπαρξη ενός συλλογικού οργάνου έχει μεγαλύτερα εχέγγυα.
«Πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί, ώστε στη προσπάθεια μας να αποτρέψουμε την διάδοση της τρομοκρατίας, να μην οδηγηθούμε στη πλήρη φίμωση της ελευθερίας έκφρασης και της πολυφωνίας», είπε.
Η ειδική αγορήτρια της Πλεύσης Ελευθερίας, Γεωργία Κεφαλά, χαρακτήρισε «νεφελώδες το νομοσχέδιο» και επεσήμανε την «ανάγκη να αποσαφηνιστούν κρίσιμες έννοιες και να γίνουν συγκεκριμένες, προς αποφυγή καταχρήσεων και αυθαιρεσιών».
Η εισηγήτρια της ΝΔ, Κατερίνα Παπακώστα, χαρακτήρισε «αναγκαία, τόσο τα κανονιστικά μέτρα που έχουν στόχο να μειωθούν οι επιπτώσεις του τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο και η τρωτότητα σε αυτό, όσο και τις απαραίτητες διασφαλίσεις για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, των προσωπικών δεδομένων και της ελευθερίας της έκφρασης και της πολυφωνίας».
Η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωή Κωνσταντοπούλου, άσκησε έντονη κριτική, τόσο για τις διατάξεις του νομοσχέδιου, τις οποίες χαρακτήρισε «οργουελικές» όσο και για την διαδικασία συζήτησής του, κατηγορώντας την κυβέρνηση για σκόπιμες μεθοδεύσεις.
«Μεθοδεύετε πολύ ακραία τη διαδικασία περιστολής των δικαιωμάτων και κυρίως της ελευθερίας έκφρασης και της πολυφωνίας στο διαδίκτυο. Τοποθετείτε την ταμπέλα του τρομοκράτη, επιδιώκοντας να εκμαιεύσετε τη ψήφο μας. Χρησιμοποιείτε τον όρο τρομοκρατικό περιεχόμενο ως πρόσχημα. Οι ρυθμίσεις που φέρνετε είναι «οργουελικές», τρομοκρατικές και εισάγονται στην έννομη τάξη χωρίς κανείς να το καταλάβει. Είναι τρομακτικό αυτό που νομοθετείτε. Όλοι οι άνθρωποι που εκπροσωπούν το διαδίκτυο στοχοποιούνται. Στοχοποιείται ο ιστιότοπος και του επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις αν δεν θεωρήσει τρομοκρατικό περιεχόμενο ένα κείμενο. Ανοίγετε την κερκόπορτα στη λογοκρισία. Δεν σας ενδιαφέρει η πάταξη της τρομοκρατίας ούτε η πρόληψή της. Αυτό που στοχεύετε είναι η εργαλειοποίησή της, για να υπάρχει το μακρύ χέρι της λογοκρισίας», τόνισε μεταξύ άλλων η κ. Κωνσταντοπούλου.
Οι κατηγορίες της κ. Κωνσταντοπούλου για συνοπτικές διαδικασίες συζήτησης του νομοσχεδίου, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του προέδρου της επιτροπής, Λάζαρου Τσαβδαρίδη.
«Τηρήθηκαν απόλυτα, και ο κανονισμός της Βουλής και όλες οι διαδικασίες συζήτησης του νομοσχεδίου και οι προθεσμίες. Είναι άδικη η κριτική που ασκήθηκε. Ο κανονισμός ορίζει ότι οι φορείς καλούνται μετά από 24 ώρες εμείς τους καλέσαμε μετά από 90 ώρες», απάντησε ο κ. Τσαβδαρίδης καταλογίζοντας στην κ. Κωνσταντοπούλου προσπάθειες εντυπωσιασμού και παραπλάνησης των πολιτών.
Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Δικαιοσύνης, Ιωάννης Μπούγας, έκανε λόγο για «προσχηματική ένταση που καλλιεργείται» και απέρριψε κατηγορηματικά τις αιτιάσεις της κ. Κωνσταντοπούλου για «αιφνιδιασμό της κυβέρνησης και για ασφυκτικές χρονικές προθεσμίες που δεν έδιναν τη δυνατότητα στους φορείς να μελετήσουν το νομοσχέδιο και να έρθουν να τοποθετηθούν στην επιτροπή – γι’ αυτό και από τους 12 που είχαν κληθεί προσήλθαν μόνο τρεις».
«Γίνεται μια προσπάθεια να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η κυβέρνηση επιχείρησε να αιφνιδιάσει τους εξωκοινοβουλευτικούς φορείς. Το νομοσχέδιο ανέβηκε στη διαβούλευση από τις 25 Οκτωβρίου. Υπήρξε άρα άπλετος χρόνος για να το μελετήσει και να προετοιμαστεί ο κάθε αρμόδιος φορέας που κλήθηκε να έρθει στην επιτροπή. Είναι προσχηματική η ένταση που καλλιεργείται, ότι δεν υπήρξε ο αναγκαίος χρόνος», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μπούγας.
Τι είπαν οι αρμόδιοι κοινοβουλευτικοί φορείς
Ο Παναγιώτης Δανιάς, εφέτης και πρόεδρος του ΔΣ της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, επεσήμανε «τον κίνδυνο να διολισθήσει η έννοια της ελευθερίας του λόγου, αν δεν ερμηνεύονται στενά και εφαρμόζονται απόλυτα οι διατάξεις» ενώ τόνισε την «ανάγκη αναδιατύπωσης της διάταξης για τις ακυρωτικές υποθέσεις».
«Το θέμα είναι στη δυνατότητα ή όχι παροχής αναστολής. Αν ο δικαστής θέλει να δώσει αναστολή πρέπει να γράψει εκτενή απόφαση. Εδώ απαιτείται πιθανολόγηση αιτιολογημένη και μάλιστα σε ένα στάδιο που ο φάκελος δεν θα είναι πλήρης. ‘Αρα ο δικαστής δεν θα έχει τη δυνατότητα να το κάνει αυτό. Αφού όμως το κάνει, πάντοτε στις αναστολές κάνουμε μία στάθμιση μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και της βλάβης του διαδίκου. Η εθνική ασφάλεια εδώ, πού κολλάει; Αν θεωρήσουμε η εθνική ασφάλεια είναι μείζον θέμα – που είναι – εντάσσεται στο δημόσιο συμφέρον. Το ότι τίθεται σαν δεύτερη έννοια και μάλιστα συμπλεκτικά για μένα, δημιουργείται σοβαρό ζήτημα. Είναι δυνατόν να συντρέχει λόγος εθνικής ασφάλειας και να μην εντάσσεται στο δημόσιο συμφέρον; Ή μήπως υπονοεί ότι σε κάθε περίπτωση υπάρχει και αυτός ο όρος, τον οποίο ο δικαστής δεν μπορεί ο ίδιος να τον εξειδικεύσει; Πρέπει η ίδια η διοίκηση να τον εξειδικεύσει και να φέρει και τα στοιχεία ότι συντρέχει εθνική ασφάλεια. Είμαστε πάρα πολύ φειδωλοί να δεχτούμε τον ισχυρισμό περί εθνικής ασφάλειας, γιατί οι αρχές τον επικαλούνται χωρίς ιδιαίτερη τεκμηρίωση», υποστήριξε ο κ. Δανιάς και συμπλήρωσε:
«Μας λένε ότι τα στοιχεία είναι απόρρητα. Όμως και τα απόρρητα στοιχεία πρέπει να τίθενται ενόψει του δικαστή, αλλιώς δεν αιτιολογείται η ύπαρξη εθνικής ασφάλειας.
Δεν μπορώ εγώ ως δικαστής πρωτόλεια να κρίνω αν υπάρχει εθνική ασφάλεια. Αυτό είναι τεχνική κρίση της διοίκησης. ‘Αρα, πρέπει να αποσυρθεί αυτή η διάταξη όπως είναι, και να αφεθούν οι όροι των αναστολών που προβλέπονται στην κανονική νομοθεσία για όλες τις υποθέσεις».
Απαντώντας σε ερωτήσεις βουλευτών, ο κ. Δανιάς διευκρίνισε ότι «σαφώς και είναι επαρκείς οι θεσμικές εγγυήσεις».
«Έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη, και στους εισαγγελείς, και στους δικαστικούς λειτουργούς που κρίνουν τα ποινικά θέματα. Δεν νομίζω ότι κανείς μπορεί να αμφισβητεί την ανεξαρτησία της ελληνικής δικαιοσύνης. Όντως οι προτεινόμενες ρυθμίσεις είναι θετικότερες από τις ισχύουσες στον κώδικα, όμως αυτό που έκανα ως παρατήρηση, είναι ότι δεν υπήρξε επαρκής χρόνος για διαβούλευση.
Πρέπει η νομοθέτηση να γίνεται με όρους διαφάνειας. Η βουλή νομοθετεί. Δεν έχουμε την απαίτηση να γίνονται δεκτές οι προτάσεις μας, αλλά τουλάχιστον να δίνεται η δυνατότητα να εκφραζόμαστε και να μην αιφνιδιαζόμαστε», κατέληξε ο κ. Δανιάς.
Ο Δημήτρης Βαρουτάς, αντιπρόεδρος του τομέα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, χαρακτήρισε κρίσιμο στοιχείο για την αρχή το επαρκές ανθρώπινο δυναμικό, ζητώντας «άμεσες διαδικασίες στελέχωσής της για να καταφέρει να ανταποκριθεί στα αυξημένα και δύσκολα καθήκοντα που της ανατίθενται».
Όπως είπε, ο αριθμός των παρόχων φιλοξενίας που έχουν καταχωρηθεί, είναι περίπου 400, και η διάταξη έχει διασυνοριακό χαρακτήρα, καθώς πολλές υπηρεσίες μπορεί να φιλοξενούνται σε σέρβερς εκτός χώρας. Παράλληλα, έδωσε έμφαση στην πρόσληψη προσωπικού, σημειώνοντας ότι θα χρειαστεί να ενισχυθεί η Αρχή, κυρίως σε συγκεκριμένες ειδικότητες.
«Μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, είναι η τεχνολογική αλλαγή που υπάρχει. Όλες οι αρχές οι οποίες θα εφαρμόσουν το νόμο, έχουν, και την εμπειρία, και την γνώση να τον εφαρμόσουν με σωστό τρόπο. Το επόμενο διάστημα, στα πλαίσια της κανονιστικής παρέμβασης που γίνεται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο (και σιγά – σιγά ενσωματώνεται και στο εθνικό), θα έρθουμε αντιμέτωποι στο κομμάτι του ψηφιακού περιεχομένου, ειδικά στις ψηφιακές αγορές και στις δράσεις που επίκεινται.
Μας απασχολεί το θέμα του προσωπικού. Είμαστε αυτή τη στιγμή σε θέση να ξεκινήσουμε την εφαρμογή της διάταξης. Το προσωπικό της ΕΕΤΤ έχει χαρακτηριστικά εμπειρογνωμοσύνης, εν τούτοις θεωρούμε ότι σε αυτό το δυναμικό ψηφιακό περιβάλλον που είναι αρκετά διεθνές, χρειάζονται και άνθρωποι που θα έχουν μεγαλύτερη γνώση των νέων ψηφιακών εφαρμογών και κυρίως προς το προσωπικό, διότι συνεχίζει να έχει αρμοδιότητες για την εποπτεία του φάσματος. Θα χρειαστεί να ενισχυθεί η Αρχή και με νέες κυρίως ειδικότητες», υπογράμμισε.
Πρόσθεσε ακόμα, ότι «ως προς την ταχύτητα πρόσληψης υπάρχει μια ρύθμιση για άμεση εφαρμογή της κινητικότητας, δεν είμαστε όμως σίγουροι ότι μπορεί να αποδώσει – για αυτό ενδεχομένως θεωρούμε ότι στο μέλλον ότι ίσως να χρειάζεται να υπάρχει περαιτέρω ενίσχυση και αύξηση του προσωπικού της Αρχής, για να ικανοποιήσει σωστά την εφαρμογή του νόμου».
«Υπάρχει αβεβαιότητα, εφαρμόζεται πρώτη φορά ο νόμος και έχει ευρωπαϊκό χαρακτήρα, δεν είναι πάντα εύκολο. Είναι λιγότερο το προσωπικό της Αρχής, μπορούμε όμως να ξεκινήσουμε, αλλά προφανώς χρειάζεται επιπρόσθετο προσωπικό», κατέληξε.
Ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, Χρήστος Ράμμος, τόνισε την ανάγκη «στενής ερμηνείας του όρου ‘τρομοκρατία’», ενώ χαρακτήρισε «προβληματική» την διάταξη που αναθέτει σε εισαγγελικό λειτουργό την άρση του απορρήτου, τονίζοντας ότι «πρέπει η αρμοδιότητα να ανατίθεται σε κανονικό δικαστή».
«Έχω μία γενικότερη ανησυχία. Η χρήση του όρου τρομοκρατία, όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα εν ονόματι της ασφάλειας των πολιτών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πάρα πολλούς σκοπούς, οι οποίοι ενδεχομένως να πλήξουν τις ελευθερίες – και υπό αυτή την έννοια χρειάζεται η μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια σε όλες τις διατάξεις που προβλέπουν, είτε διοικητικές, είτε ποινικές κυρώσεις», ανέφερε ο κ. Ράμμος.
Επιφυλάξεις εξέφρασε και ως προς της διάταξη για την άρση απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας από εισαγγελέα.
«Επιμένω ότι τα συλλογικά όργανα παρέχουν εγγυήσεις μείζονες σε ό,τι αφορά τη διαφάνεια των αποφάσεών τους, διότι υπάρχει ο διάλογος, αλλά και κυρίως η δυνατότητα να ελεγχθούν και να μην είναι ανέλεγκτοι, σύμφωνα με τη συνταγματική τάξη. Το σύνταγμα δεν μιλά για εισαγγελική, αλλά δικαστική αρχή.
Τουλάχιστον θα ήταν σκόπιμο, ο δεύτερος εισαγγελέας και όχι μόνο ο αναπληρωτής του, να ορίζονται με αποφάσεις ενός ευρύτερου οργάνου, στο οποίο να συμμετέχουν και όλοι οι αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Αυτό θα προσέφερε μείζονες εγγυήσεις.
Πρέπει να διασφαλιστεί πλήρως ότι θα τηρηθεί η συνταγματική τάξη σε ό,τι αφορά, αφενός την προστασία του αγαθού της εθνικής ασφάλειας και αφετέρου την προστασία του απολύτως απαραβίαστου δικαιώματος των επικοινωνιών, γιατί μιλάμε για τη μεγαλύτερη δυνατή διείσδυση στην ιδιωτικότητα των πολιτών. Μιλάμε για ένα όπλο που πρέπει να γίνεται με φειδώ και ως έσχατο καταφύγιο, και όχι ως συνήθης πρακτική», είπε και κατέληξε:
«Επιμένω ότι εγγυήσεις διαφάνειας παρέχουν τα συλλογικά όργανα και κυρίως η δυνατότητα να ελεγχθούν αν λειτούργησαν αυθαίρετα για την άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας».
Απάντηση του υφ. Δικαιοσύνης Ι. Μπούγα
Ο υφυπουργός Δικαιοσύνης, απέρριψε τις ενστάσεις που εξέφρασαν κόμματα κα φορείς για αυθαίρετη ερμηνεία της έννοιας του τρομοκρατικού περιεχομένου, επισημαίνοντας ότι άκουσε «γενικές αιτιάσεις – οι οποίες πάντα υπάρχουν όταν συζητούνται τόσο ευαίσθητα θέματα – και λιγότερες συγκεκριμένες επιφυλάξεις για τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κανονισμού».
«Η ερμηνεία και κυρίως η εφαρμογή των νόμων γίνεται από έλληνες δικαστές. Γίνεται από ανθρώπους οι οποίοι κατ επάγγελμα κρίνουν διαφορές, έχουν ως καθήκον την εφαρμογή του νόμου και βεβαίως εξοπλίζονται, θωρακίζονται με ατομική και λειτουργική ανεξαρτησία από τις διατάξεις του Συντάγματος. Οι Έλληνες δικαστές, κρίνουν επίσης υπό το πρίσμα των νομοθετικών διατάξεων του ισχύοντος Συντάγματος αλλά και του ευρωπαϊκού δικαίου και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από την Ευρωπαϊκή Χάρτα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, υπάρχει ένα γνωστό πεδίο στο οποίο θα απευθυνθεί ο Έλληνας δικαστής και αυτό περιορίζει και το πλαίσιο της ερμηνείας, έτσι ώστε αυτή να μην καθίσταται αυθαίρετη»,, ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μπούγας και συμπλήρωσε:
«Το ερώτημα το οποίο θα μπορούσε να τεθεί, είναι αν πρόκειται για αόριστη έννοια η έννοια της εθνικής ασφάλειας, ή προσδιορίζεται – και από ποιον προσδιορίζεται.
Πράγματι, ο έλληνας δικαστής δεν θα κρίνει αυθαίρετα την έννοια της εθνικής ασφάλειας, αλλά θα καταφύγει στον ορισμό της που δίδεται από το άρθρο 3 του νόμου 2022, το οποίο αναφέρει συγκεκριμένα ότι, λόγοι εθνικής ασφάλειας είναι οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων των ελλήνων πολιτών, ιδίως λόγοι σχετικά με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια και την κυβερνοασφάλεια. Κατά συνέπεια, ο δικαστής ο οποίος οφείλει να πιθανολογήσει και συνοπτικά να αιτιολογήσει την απόφασή του για την αναστολή κυρίως, πρέπει να δει την διάταξη, έτσι ώστε η αιτιολογία του να είναι συνοπτική και πλήρης, αν θα χορηγήσει ή δεν θα χορηγήσει αναστολή».