0

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press

της Ελένη Μεθοδίου, Αρχαιολόγου, πρώην αντιπροέδρου της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Έδρας UNESCO του Ιονίου Πανεπιστημίου, για τις Απειλές κατά της Πολιτιστικής Κληρονομιάς

Η Σύμβαση της Παγκόσμιας Κληρονομιάς (UNESCO, 1972) προβλέπει ένα μόνιμο μηχανισμό συλλογικής προστασίας μνημείων της φύσης και του πολιτισμού με εξέχουσα παγκόσμια αξία και εισάγει την έννοια παγκόσμιο μνημείο του οποίου η σημασία διαπερνά όλα τα πολιτικά και τα γεωγραφικά σύνορα. Ο πυρήνας της Σύμβασης βασίζεται στη θέση ότι η φθορά ή η εξαφάνιση οποιουδήποτε στοιχείου ενός μνημείου μιας χώρας πληγώνει την κληρονομιά όλης της ανθρωπότητας και η διάσωσή της είναι καθήκον της διεθνούς κοινότητας.

Τα έξι Μινωικά Ανακτορικά Κέντρα της σειριακής υποψηφιότητας (Κνωσός, Φαιστός, Ζάκρος, Μάλια, Ζώμινθος, Κυδωνία) ιδρύθηκαν σε κομβικά σημεία και καλύπτουν γεωγραφικά ολόκληρο το νησί και χρονολογικά όλο το εύρος μινωικού πολιτισμού από την Πρώιμη και Μέση εποχή του Χαλκού της ίδρυσης των πρώτων ανακτόρων (1900-1700 π. Χ.) και την Ύστερη εποχή του Χαλκού της ακμής των νέων ανακτόρων (1700-1450 π. Χ.) έως και την Τελική και Μετανακτορική περίοδο (1450-1100 π. Χ.).

Το μινωικό ανάκτορο είχε διάφορον προορισμό: ήταν συγχρόνως κατοικία και έδρα του βασιλέως των ανώτερων αξιωματούχων, του ιερατείου και της διοίκησης, κέντρον διοικητικό και οικονομικό της επικράτειας. Επίσης ήταν ιερόν λόγω της βαθιάς σχέσης του βασιλιά και του βασιλικού οίκου προς τη θεότητα.

Ο πολλαπλός αυτός ρόλος καθόρισε, όπως ήταν φυσικό, τον χαρακτήρα και την αρχιτεκτονική μορφή των μινωικών ανακτόρων. Πολυδαίδαλα και λαβυρινθώδη, με σοφή κατανομή του φωτός και της σκιάς, ήταν θαυμάσια προσαρμοσμένα στο κλίμα και ανταποκρίνονταν στις πολλαπλές πρακτικές και ψυχικές ανάγκες τις πανάρχαιας ζωής, την οποία για αιώνες στέγασαν.

Τα περισσότερα από τα ανακτορικά κέντρα έχουν κοινά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά.

Αποτελούνται από μια μεγάλη, ορθογώνια κεντρική αυλή, γύρω από την οποία υπάρχουν πολυώροφες πτέρυγες (μερικές φορές φθάνουν σε τέσσερις ορόφους), που φιλοξενούν διάφορες δραστηριότητες: κατοικίες, χώροι υποδοχής, αρχεία, θησαυροφυλάκια, ιερά, μεγάλες αποθήκες εργαστήρια, θέατρα.

Οι τοίχοι ήταν επενδεδυμένοι με μαρμάρινους ορθοστάτες και διακοσμημένοι με πολύχρωμες τοιχογραφίες που απεικονίζουν εικονιστικά και διακοσμητικά θέματα σε συνθέσεις ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αρτιότητας. Στα εργαστήρια οι τεχνίτες του ανακτόρου παρήγαγαν αριστουργήματα σε χρυσό και ελεφαντόδοντο, μπρούτζο και φαγεντιανή, σφραγιδόλιθους, ειδώλια, πήλινα και λίθινα αγγεία, πολλά από τα οποία προορίζονταν για εξαγωγή στις χώρες του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.

Η Κρήτη ήταν η πρώτη περιοχή της Ευρώπης που απέκτησε σύστημα γραφής.

Μαρτυρούνται στο νησί τρεις εντελώς διαφορετικές γραφές: η Ιερογλυφική, η Γραμμική Α και η Γραμμική Β. Με την ανέγερση των πρώτων ανακτόρων, γεννιέται η ανάγκη διακίνησης των αποθηκών. Έτσι η γραφή καθίσταται απαραίτητη για το πολιτικό και το οικονομικό σύστημα της Επικράτειας.
Οι μινωικοί μύθοι (ο Μινώταυρος και ο Λαβύρινθος, ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος, ο Θησέας και η Αριάδνη …) είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τον πολιτισμό της Κρήτης και τα ανάκτορα της και αποτελούν πηγή έμπνευσης όχι μόνο για τον αρχαίο κόσμο, αλλά και για τη σύγχρονη παγκόσμια καλλιτεχνική δημιουργία.

Βασικό στοιχείο της υποψηφιότητας είναι η εκπόνηση συγκριτικής μελέτης για τις σχέσεις και αλληλοεπιδράσεις των μινωιτών με άλλους πολιτισμούς που άκμασαν την ίδια χρονική περίοδο προκείμενου να αναδειχθεί η μοναδικότητα και η οικουμενική αξία των μνημείων.

Με την εισαγωγή του χαλκού στην Κρήτη αρχίζει μια νέα περίοδος με την ανάπτυξη της ναυτιλίας, του εμπορίου και των εξωτερικόν σχέσεων. Οι βασιλείς της Κνωσού έθεσαν τις βάσεις της λεγομένης μινωικής θαλασσοκρατορίας με την ίδρυση εμπορικών σταθμών σε διάφορα σημεία του Αιγαίου.

Οι επαφές με την Αίγυπτο βεβαιώνονται ήδη από το 2600 π.χ. με αποκορύφωμα την «Νεοανακτορική» περίοδο, περίοδο μέγιστης ακμής του μινωικού πολιτισμού. Αρχικά ο λόγος των σχέσεων ήταν το ανταλλακτικό εμπόριο προϊόντων, με αποτελέσματα την ανταλλαγή τεχνολογικών γνώσεων, εικονογραφικών θεμάτων, θρησκευτικών συμβόλων και επιστημονικών επιτευγμάτων.

Η αρχαιολογική έρευνα έχει τεκμηριώσει τις πολιτιστικές αλληλοεπιδράσεις των δυο λαών. Σε τοιχογραφία της Κνωσού εμφανίζονται μορφές με εικονογραφική επίδραση της Αιγύπτου, όπως γαλάζιοι πίθηκοι και οι νέγροι στρατιώτες, ενώ τοιχογραφίες στο Tell eb- Dab ( Άβαρις) κοσμούνται με σκηνές ταυροθηρίας και ταυροκαθαψίων.

Αναπτύχθηκαν επίσης και «διπλωματικές σχέσεις» και ανταλλαγή δώρων μεταξύ των δύο λαών κατά τη συνήθεια της εποχής. Σε τοιχογραφημένους τάφους αξιωματούχων του νέου βασιλείου (Θήβες) Kρητικές πρεσβείες των Κεφτί, όπως ονόμαζαν τους Κρήτες οι Αιγύπτιοι, κομίζουν ως δώρα στους Φαραώ περίτεχνα σπονδικά αγγεία ανάλογά με τα ευρεθέντα στη Ζάκρο.

Στο βασίλειο του αρχαίου Μάρι στη Συρία καταγράφονται εισαγωγές προϊόντων (δερμάτινα είδη, αγγεία και όπλα από πολύτιμα μέταλλα )από το Καπτάρ (Κρήτη) σε πήλινες πινακίδες στην Ακκαδική σφηνοειδή γραφή.

Η επαφή με την Αίγυπτο, με λαούς του Αιγαίου και της Ανατολής επέδρασαν στην εξέλιξη του μινωικοί πολιτισμού χωρίς να παύσει να είναι αυτόχθων πολιτισμός της Κρήτης. Τα επί μέρους θέματα των διακοσμητικών παραστάσεων της μινωικής τέχνης δεν παρατίθενται όπως στην Ανατολή, αλλά συντίθενται σε ένα ενιαίο σύνολο βάσει αισθητικών αρχών.

Η εγγραφή των μνημείων στον κατάλογο παγκόσμιας κληρονομιάς προϋποθέτει την υιοθέτηση σχεδίου διαχείρισης σύμφωνα με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και την ανάληψη «επείγουσας δράσης για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεων της».

Διαβάστε και άλλα άρθρα εδώ

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Ειδήσεις