0

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press

Από τον ποιητή, θεατρολόγο, μεταφρασεολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα

Απαγγέλοντας ρυθμικά και με θεατρική ορθοφωνία το «Πνευματικό Εμβατήριο» τού Άγγελου Σικελιανού την δεύτερη ημέρα των 39ων Ποιητικών Αγώνων Δελφών που διοργάνωσε από 27 έως 29 Σεπτεμβρίου 2024 η Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (Π.Ε.Λ), διαπίστωσα μερικές αναντίρρητες αλήθειες:

Κάποιοι/κάποιες από τους παρευρισκόμενους, παρ’ όλο που ανήγγειλα δυνατά και καθαρά το όνομα και το έργο τού αθάνατου Ποιητή, έμειναν με την ακλόνητη εντύπωση ότι διάβασα κάτι δικό μου. Εκτός από την κολακευτική πλευρά, την θετική αντιμετώπιση τής περίεργης αυτής παρεξήγησης, ότι δηλαδή το απήγγειλα σαν να ήταν όντως κάτι δικό μου, παραμένει το ερώτημα: μα τι ξέρουν σήμερα οι νέοι από ποίηση.

Διαπίστωσα με θλίψη πως μήτε τα δικά μου ποιήματα μήτε κανενός/καμιάς άλλου/άλλης από τους/τις παρευρισκομένους δεν ήταν τόσο μεγαλόπνοα, δεν απέδιδαν κάποιο παγκόσμιο όραμα, ενώ – αντιθέτως – ήταν κατά το μάλλον ή ήττον ατομοκεντρικά, προσωποπαγή, ομφαλοσκοπικά, «ψυχαναλυτικά», ιμπρεσιονιστικά, ελάχιστα ρυθμικά και δεν δικαίωναν το ρόλο τού Ποιητή ως «χορευτή» [για να θυμηθούμε τον Νάσο Βαγενά και το σχετικό πόνημά του για τον Σεφέρη].

Η σύγχρονη ποίηση προσομοιάζει με περιληπτικά, ενίοτε αφηγηματικά δοκίμια εκθέσεως απόψεων που δεν λειτουργούν πάντοτε ως γνωμικά, ενώ συνήθως μοιάζουν με εξομολογήσεις σε ιδεατό προσκυνητάριο.

Η «θρησκευτική» λειτουργία τής Τέχνης έχει ποινικοποιηθεί προ πολλού. Λέξεις, φράσεις και έννοιες όπως «θεόπνευστος», «μύστης», «οραματιστής», «ταλέντο», «Μούσες», “poeta vates” (ποιητής προφήτης) και τόσες άλλες έχουν εξοβελιστεί από μία φασίζουσα πολιτική ορθότητα που μας έχει επιβληθεί.

Ήδη από την Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση, η υπερτροφία τού εγώ έναντι τού εμείς, η ανάγκη για ευρεσιτεχνίες, η δαιμονοποίηση των ιπποτικών Ιδεωδών, η διάσταση Ποίησης-Φιλοσοφίας, το διαζύγιο Επιστήμης-Θεολογίας εξέτρεψαν την παλαιά, αρχέγονη, ζωοδόχο και ζωοποιό πολιτισμική ροή σε πολιτιστικά υποπροϊόντα υλιστικά, χρησιμοθηρικά, πραγματιστικά.
Όλοι οι ελληνόφωνοι (ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας, καταγωγής, εντοπιότητος) γράφουν ποίηση και μετά τις απαρχές τού εικοστού πρώτου αιώνα (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως οι ευγενέστατοι λογοτέχνες τής Π.Ε.Λ.) έχουν επιδοθεί σε συστηματικούς διαγ(κ)ωνισμούς-συκοφαντήσεις-απαξιώσεις-παραγνωρίσεις-αγνοήσεις με τον απώτερο υποσυνείδητο σκοπό να παραμείνουν ελάχιστοι (ως παρεΐστικη συν-μωρία) στην υποτιθέμενη κούρσα που θα τους χαρίσει το πολυπόθητο Νόμπελ Λογοτεχνίας!!!

Το γεγονός ότι κανείς από τους μη νομπελίστες μεγάλους Ποιητές εξακολουθεί να επηρεάζει τα σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα δεν ελαφρύνει τον καημό εκείνων που αναζητούν την υπεραναπλήρωση τού όποιου εσωτερικού ελλείματος με βραβεία, επαίνους, αναγνωρίσεις, επευφημίες, χειροκροτητές και τα λοιπά.

Έτσι λοιπόν όταν έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο τού Βασίλη Παπαδόπουλου με τον κεφαλαιογράμματο (χωρίς κενά μεταξύ των λέξεων) τίτλο «ΗΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΗΤΑΣΗΤΩΝΕΛΛΗΝΩΝΝΑΓΡΑΦΟΥΝΠΟΙΗΣΗ» (εκδόσεις Ίκαρος – αμφότεροι οι νομπελίστες μας και ο Καβάφης συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο αυτού τού οίκου), άρχισα παρευθείς να μελετώ αυτόν τον καλαίσθητο και άριστα επιμελημένο τόμο με ιδιαίτερη προσοχή αλλά και προκαταλαμβάνοντα τρόμο για το ποιες υποψίες μου θα επιβεβαιωθούν.

Σας συνιστώ αφού το διαβάσετε αργά και προσεκτικά, να σημειώσετε τα αποσπάσματα που σας ενεργοποιούν, να το κρατήσετε ως ενύπνιο και να το συμβουλεύεστε τακτικά ως κατευναστικόν κάθε που της συγγραφικής ανταγωνιστικότητας ο πυρετός σάς καταβάλλει ή σάς επηρεάζει.

Διαβάζω στη σελίδα 47: «Η πεζογραφία χρειάζεται ορθολογική μέθοδο και οργάνωση, υπομονή και σταδιακή επεξεργασία των χαρακτήρων, της πλοκής, της απόδοσης των λεπτομερειών, πολύ περισσότερο απ’ όσο η ποίηση. Η οργάνωση δεν ήταν ποτέ το ισχυρό σημείο τού χαρακτήρα τού Έλληνα. Αντίθετα, η διαδικασία δημιουργίας τής ποίησης ανταποκρίνεται καλύτερα στα παρορμητικά και ονειροπόλα χαρακτηριστικά τής ψυχοσύνθεσής του. Και απευθύνεται κατευθείαν στο θυμικό του, μεταδίδοντας τη συγκίνηση ακαριαία μέσω ακόμα και μιας λέξης, ενώ ο πεζογράφος χρειάζεται τη φράση ολόκληρη. Η πεζογραφία περπατά, ενώ η ποίηση χορεύει, όπως περιγράφουν γλαφυρά ποιητές και μελετητές» (ακολουθούν παραπομπές).

«Μέτρον άριστον».

«Η ακαταμάχητη τάση των Ελλήνων να γράφουν ποίηση»

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Ειδήσεις