0

του Ζαχαρία Ζούπη (Διευθυντής Ερευνών της ΟPINION POLL – Πολιτικός Αναλυτής)

Η αποχώρηση από το ΠΑΣΟΚ του Σπύρου Καρανικόλα δεν συγκλόνισε και το πανελλήνιο, αφού το συμπαθές νεαρό στέλεχος δεν φαίνεται να εκφράζει κάποιο ευρύτερο ρεύμα, αλλά οπωσδήποτε ήταν κάποιο ανησυχητικό σινιάλο.

Τα όσα γράφουν κάποιοι από τον χώρο στα social media, για την τοποθέτηση του Ευάγγελου Βενιζέλου στην Επιτροπή των Σοφών του Συμβουλίου της Ευρώπης με πρόταση του πρωθυπουργού, ενώ υπήρχε μια αμήχανη σιωπή της ηγεσίας, είναι ένα ακόμα σινιάλο ότι κάποιοι είναι έτοιμοι να «πυροβολήσουν» και χωρίς ιδιαίτερη αιτία. Ας μην τρελαθούμε. Πρέπει να μην διαθέτεις πολιτική σκέψη για να θεωρείς ότι ο Ε. Βενιζέλος ήρθε σε κάποια συναλλαγή με τη Ν.Δ. και να δίνεις μόνος σου παραπάνω μπόνους στον Κ. Μητσοτάκη. Φαίνεται ότι δεν είναι όλα όπως φαίνονται στο ΠΑΣΟΚ. Ας τα πάρουμε, όμως, όλα με τη σειρά.

Mε την ολοκλήρωση των εργασιών του Συνεδρίου του, τελείωσε ένας ολόκληρος κύκλος για το ΠΑΣΟΚ. Ξεκίνησε με τη διαδικασία εκλογής του νέου Προέδρου Ν. Ανδρουλάκη, με τη συμμετοχή 280.000 μελών και φίλων, συνεχίστηκε με μια διαδικασία 180.000 μελών για να ληφθεί απόφαση για το όνομα και να εκλεγούν αντιπρόσωποι και τα νέα όργανα και ολοκληρώθηκε με το Συνέδριο.

Έχει επιτύχει ορισμένα θετικά βήματα

Σ’ αυτό το εξάμηνο, ένα τελματωμένο κόμμα με δημοσκοπικές επιδόσεις επί δύο χρόνια  της τάξης του 6%-7%, έχει επιτύχει ορισμένα θετικά βήματα: Υπάρχει μετά από πολύ καιρό αισιοδοξία, προσδοκία για μια νέα πορεία. Εμφανίζεται ένα κλίμα ενότητας. Μια νέα γενιά έχει πάρει τα ηνία, μια γενιά που δεν έχει παλιούς λογαριασμούς και βαρίδια. Υπάρχει μια σχετική αναζωογόνηση του κομματικού μηχανισμού, μετά από μια μακρά περίοδο οργανωτικής νέκρωσης.

Το νέο κλίμα αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις. Από το 6.1% στην πρόθεση ψήφου τον Οκτώβριο του 2021 (έρευνα OPINION POLL), καταγράφεται στο 12.7% (έρευνα Μαΐου 2022) που παραπέμπει σε ποσοστό κοντά στο 14% στην εκτίμηση ψήφου. Εν ολίγοις, υπάρχει καταρχήν ένα γενικά θετικό αποτύπωμα αυτής της περιόδου. Μιλάμε, πια, για το πέρασμα σε μια «τριγωνοποίηση» του πολιτικού σκηνικού από τον εναμισοκομματισμό Ν.Δ-ΣΥΡΙΖΑ, που είχαμε μέχρι πριν λίγους μήνες.

Οι δημοσκοπικές του επιδόσεις 

Ωστόσο, ο κύκλος αυτός έκλεισε. Το κλίμα από την εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη, η οργανωτική προσπάθεια, το «μιντιακό παιχνίδι» δεν αρκούν για να διασφαλίσουν μια ανοδική πορεία του ΠΑΣΟΚ.  Ήδη, υπάρχει ορατή μείωση των δημοσκοπικών ποσοστών του κατά 2%-3%, σε σχέση με τον Ιανουάριο.

Στην εκτίμηση ψήφου, από το κατά μέσο όρο 16.5% τον Ιανουάριο, τώρα βρίσκεται στο 13%-14%. Στο επόμενο διάστημα θα φανεί αν θα υπάρχει μια σταθεροποίηση σ’ αυτά τα ποσοστά, μια άνοδος ή και μια πιθανή παραπέρα πτώση. Σε κάθε περίπτωση, μια πτώση κατά 3% δεν είναι μικρή, ούτε αμελητέα για διάστημα πέντε μηνών. Η μείωση αυτή οφείλεται, κυρίως, στο γεγονός ότι έχουν υποχωρήσει οι εισροές από την Ν.Δ. και το ΣΥΡΙΖΑ που υπήρχαν το πρώτο διάστημα, ενώ η συσπείρωση των ψηφοφόρων του, το 2019, ποτέ δεν  ξεπέρασε το 75%. Αυτό σημαίνει ότι ήδη και τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν πάρει πίσω αυτή τη στιγμή τμήματα των απωλειών τους, που εμφανίστηκαν το πρώτο διάστημα της εκλογής του Ν. Ανδρουλάκη. Είναι δε φανερό, ότι αυτή η προσπάθειά τους θα συνεχιστεί το επόμενο διάστημα και πολύ έντονα στην πορεία προς τις εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ θα πιεστεί και πολύ στο επόμενο διάστημα, η δε πίεση θα ανέβει κατακόρυφα στο μεσοδιάστημα από τις πρώτες στις δεύτερες εκλογές, όταν θα κρίνεται η κυβερνησιμότητα στη χώρα. Τίποτα δε, δεν αποκλείει την παραπέρα μείωση των δημοσκοπικών ποσοστών του.

Αποσαφήνιση του στίγματος

Τι συμβαίνει; Είναι εύκολη η πορεία στο επόμενο διάστημα; Ασφαλώς όχι. Αν έπρεπε να πούμε κάτι συνθηματολογικά, αυτό θα ήταν το «Τώρα είναι η ώρα της Πολιτικής», της κατάθεσης εναλλακτικής πρότασης και συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών προτάσεων, της αποσαφήνισης του στίγματος του ΠΑΣΟΚ. Αυτό λείπει αυτή τη στιγμή και όσο παραμένει αυτό το κενό, θα κοστίζει.

Ο Κώστας Σημίτης ήταν πολύ σαφής, μιλώντας στο Συνέδριο, αναφερόμενος σε αντιδράσεις με γενικές αρχές, ασαφείς λύσεις, πολιτικολογίες που δεν ενδιαφέρουν τους πολίτες. Ήταν σαν να έλεγε, «να αφεθεί στην άκρη η γενικολογία, τα ήξεις αφήξεις και ο φόβος των αριστερόμετρων και δεξιόμετρων και να υπάρξει σκληρή δουλειά για την επεξεργασία προτάσεων, που θα αναδεικνύουν το στίγμα του Κόμματος, το συνολικό αφήγημά του, την εναλλακτική πρότασή του». Είχε απόλυτο δίκιο. Η γενική επίκληση όρων, όπως π.χ. «σοσιαλδημοκρατία», δεν λέει κάτι στους πολίτες. Οι ισορροπίες τρόμου στη διατύπωση θέσεων μη τυχόν και φανεί ότι «γέρνει» ο προσανατολισμός και η εύκολη κριτική, δεν οδηγούν πουθενά, δεν πείθουν.

Θέσεις, νέες ιδέες χρειάζονται και σε τελευταία ανάλυση, σ’ αυτές θα εδραιώνεται – ή όχι- μια διαφορετική φυσιογνωμία. Πολιτική αυτονομία σημαίνει, πριν απ’ όλα, διακριτή προγραμματική αυτονομία. Χρειάζεται μια θετική διαφοροποίηση, που προκύπτει από διαφορετικό πολιτικό λόγο και διακριτή πολιτική πρακτική και όχι μόνο μια άρνηση των δύο άλλων βασικών πολιτικών δυνάμεων. Και, μάλιστα, θετική κατεύθυνση με καθαρό και σταθερό προσανατολισμό: Τον σοσιαλδημοκρατικό λόγο που θέλει να εκπροσωπεί, προσαρμοσμένο στις ανάγκες του 21ου αιώνα, και την επεξεργασία ενός προγράμματος πατριωτικής και μεταρρυθμιστικής διακυβέρνησης της χώρας. Αυτό είναι το πρόβλημα και η πρόκληση. Αν αυτό το είχε λύσει με σαφήνεια, θα μπορούσε να πορεύεται με μεγαλύτερη αισιοδοξία.

Η πολιτική σταθερότητα 

Σ’ αυτές τις επεξεργασίες δε, θα πρέπει να μην αγνοεί ότι η χώρα έχει προχωρήσει αρκετά μετά τη χρεοκοπία. Δεν έχει όμως σταθεροποιήσει, δεν έχει κάνει βιώσιμες και ανθεκτικές τις κατακτήσεις της. Πέρα από τις διαρθρωτικές καθυστερήσεις του εγχώριου πολιτικού συστήματος, παίζει σημαντικό ρόλο και το διεθνές περιβάλλον της γεωπολιτικής και οικονομικής αναταραχής. Η επόμενη μεγάλη πρόκληση για την Ελλάδα είναι η πολιτική σταθερότητα. Μπροστά μας είναι η έρπουσα αναζωπύρωση του λαϊκισμού, παρά την πρόσφατη πικρή εμπειρία στη χώρα μας. Ο πειρασμός για τυφλή αντίδραση και «εύκολες πολιτικά λύσεις», που παράγει η συγκυρία των πολύπλευρων κρίσεων, είναι μεγάλος. Δυστυχώς και πάλι, ο λαϊκισμός διαφόρων μορφών, αριστερής ή δεξιάς προελεύσεως, εμφανίζεται και πάλι στον Δυτικό κόσμο και απέναντι σ’ αυτό, το ΠΑΣΟΚ πρέπει να κατοχυρώνει τον χαρακτήρα του ως δύναμη εθνικής ευθύνης και βασικού, αποτελεσματικού πολέμιου του λαϊκισμού.

Τα παραπάνω συνδέονται και με τη δυνατότητα διαμόρφωσης μιας πρότασης συνεργασιών, αν χρειαστούν μετεκλογικά. Η αίσθηση είναι ότι οι απαντήσεις σ’ αυτό δίνονται σε κλίμα άγχους. Δεν λέει κάτι το «στην πλάτη μου δεν θα γίνει πρωθυπουργός ούτε ο Μητσοτάκης, ούτε ο Τσίπρας», γιατί έτσι κι αλλιώς στο τέλος του ορίζοντα θα υπάρξει πρωθυπουργός.

Το πρόβλημα είναι πού και σε ποια κατάσταση θα βρίσκεσαι εσύ εκείνη την ώρα. Δεν είναι πειστικό να λέει το τρίτο –αυτή τη στιγμή– κόμμα ότι θα συμμετέχει μόνο σε κυβέρνηση, με βάση το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμά του, που παρεμπιπτόντως δεν το διαθέτει κιόλας.

Ο φόβος και το κομματικό συμφέρον

Όταν χρειάζονται συνεργασίες, αυτές γίνονται στη βάση των συσχετισμών και των προγραμματικών συνθέσεων. Δεν είναι καθόλου θετικό να λέγεται ότι «εμείς έχουμε βάλει πλάτη και το πληρώσαμε, ας βάλουν άλλοι». Δείχνει φόβο, μπορεί να παρεξηγηθεί ως στάση πρόταξης του κομματικού συμφέροντος από το εθνικό συμφέρον. Είναι δε και ανιστόρητο, γιατί το ΠΑΣΟΚ πήγε από το 43% στο 13% σε δυόμιση χρόνια, πριν συμμετάσχει στην κυβέρνηση Σαμαρά–Βενιζέλου, συνέχισε δε η πτώση του, γιατί την κρίσιμη ώρα που θα έπρεπε να ανασυνταχθεί, ζούσε μια διάσπαση που απογοήτευσε παραπέρα τους ψηφοφόρους του. Χρειάζεται, λοιπόν, πολύ μεγάλη προσοχή στη βάση του αφηγήματος που θα διαμορφώσει, πώς θα αντιμετωπίσει, τι και πώς θα λέει για το καυτό θέμα των συνεργασιών.

Τα βήματα που έχει κάνει το ΠΑΣΟΚ είναι θετικά και σημαντικά. Υπάρχει κοινωνικός και πολιτικός χώρος για αυτό. Έχει όμως να αντιμετωπίσει πολλά πολιτικά θέματα, έχει πολύ δρόμο για να σηματοδοτήσει τη δυναμική επαναφορά του.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις