0

Την προσδοκία της κυβέρνησης να λάβει η χώρα την επενδυτική βαθμίδα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023, υπογραμμίζει ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης σε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα Capital.gr και το διευθυντή του, Σπύρο Δημητρέλη. Στα των εκλογών, η απλή αναλογική είναι επικίνδυνο εκλογικό σύστημα, δηλώνει.

Ξεκινώντας από την επικείμενη νομοθετική ρύθμιση για τη μη συμμετοχή στις εκλογές, του κόμματος του Ηλία Κασιδιάρη, ο υπουργός Επικρατείας υπογραμμίζει την υποχρέωση, όπως αναφέρει, του πολιτικού συστήματος «να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα έτσι ώστε θεσμικά να εμποδιστεί να μπει στη Βουλή ένα μόρφωμα το οποίο είναι νεοναζιστικό». Δηλώνοντας, παραλλήλως, ότι η κυβέρνηση αναμένει τις προτάσεις εκ μέρους των πολιτικών σχηματισμών, προαναγγέλλει ότι «σύντομα θα φέρουμε στη Βουλή την πρόταση εκείνη, η οποία, θέλω να πιστεύω, είμαι αισιόδοξος, θα συναιρεί τις απόψεις όλων των κομμάτων».

Στο θέμα της επενδυτικής βαθμίδας κάνει λόγο για «πολύ μεγάλη επιδίωξη για την ελληνική πολιτεία» και τούτο, γιατί όπως επιχειρηματολογεί, «μας επαναφέρει πλέον οριστικά στα οικονομικά εύρωστα κράτη, στα κράτη τα οποία έχουν οικονομική και δημοσιονομική κανονικότητα». Όπως επισημαίνει δε, «η ελπίδα μας είναι πράγματι το πρώτο εξάμηνο του 2023 θα λάβουμε την επενδυτική βαθμίδα» -και προς τούτο όλες οι σχετικές ενδείξεις είναι θετικές: «Προχθές είχαμε 10ετές ομόλογο το οποίο κυμάνθηκε σε πολύ καλά επίπεδα για τα δεδομένα των επιτοκίων. Καλύφθηκε η προσφορά 6-7 φορές σε σχέση με το επιδιωκόμενο, διαρκείς διακρίσεις σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, ο υπουργός Οικονομικών βραβεύτηκε ως ο καλύτερος υπουργός απηχώντας και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Είμαστε αισιόδοξοι, όμως – και θέλω να είμαι σαφής – δεν εξαρτάμε τον χρόνο των εκλογών από την επενδυτική βαθμίδα», διευκρινίζει πάντως.

Όσον αφορά το χρόνο των εκλογών και τη χρονική σύμπτωση με τις τουρκικές εκλογές, ο υπουργός Επικρατείας επαναλαμβάνει ότι «η ελληνική πολιτική δεν ετεροκαθορίζεται […] οι εκλογές θα γίνουν στον χρόνο που θα επιλεγεί προφανώς εκ μέρους του πρωθυπουργού. Θα συνεκτιμηθούν όλα τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τα εθνικά και τα οικονομικά θέματα».

Εστιάζοντας εξ άλλου στα ελληνοτουρκικά, απευθυνόμενος στην ελληνική κοινωνία, σημειώνει με έμφαση ότι «δεν συντρέχει κανένας απολύτως λόγος ανησυχίας. Οι ένοπλες δυνάμεις βρίσκονται στη θέση τους, προσφάτως υπήρξε και η παράταση της θητείας του αρχηγού ΓΕΕΘΑ».

Στην ανάλυσή του συμπεριλαμβάνει όμως και το μεταναστευτικό ζήτημα, και συγκρίνοντας τη σημερινή κατάσταση με εκείνη του 2015, αναφέρει πως την περίοδο εκείνη, πριν από οκτώ χρόνια δηλαδή, το 75% των ευρωπαϊκών ροών προς την Ευρώπη, «κινούνται μέσω της Ελλάδος 3 στους 4 παράνομους μετανάστες, παράτυπους μετανάστες και πρόσφυγες. Σήμερα το ποσοστό αυτό έχει κατέλθει στο 9%. Λιγότεροι από 1 στους 10». Και, «εκείνο το οποίο έχει πραγματικά διορθωθεί είναι ο δίαυλος, ο ανοικτός δίαυλος, που υπήρχε μέσω των ελληνικών συνόρων. Σήμερα που μιλάμε, από 40.000 οι οποίοι βρίσκονταν το 2019 στα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, είναι 5.000. Άρα έχουμε στεγανά σύνορα, ασφαλή σύνορα, έχουμε ισχυρή διπλωματία, δεν φοβόμαστε, δεν ετεροκαθοριζόμαστε».

Ερχόμενος στα εκλογικά, ο υπουργός Επικρατείας λέει για το σύστημα της απλής αναλογικής ότι «δεν είναι μέσα στο ελληνικό γονιδίωμα, είναι ένα επικίνδυνο, υπό τις συνθήκες εκλογικό σύστημα διότι δεν παράγει ισχυρές κυβερνήσεις και σήμερα περισσότερο από ποτέ έχουμε ανάγκη ισχυρών κυβερνήσεων».

Με την διευκρίνιση, εξ άλλου, ότι «πολυσυλλεκτικές κυβερνήσεις δεν είναι μόνο οι κυβερνήσεις συνεργασίας», χαρακτηρίζει σημαντικό οι κυβερνήσεις να ενσωματώνουν πρόσωπα και πολιτικές από διαφορετικούς χώρους. Και, «με υπερηφάνεια» αναφέρει ότι «η παρούσα κυβέρνηση, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, είναι η πιο πολυσυλλεκτική κυβέρνηση της μεταπολίτευσης. Έχει ενσωματώσει, δηλαδή, ανθρώπους και αξίες που φεύγουν από τον παραδοσιακό δεξιό κεντροδεξιό χώρο. Ανάγονται στον χώρο του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Τα πρόσωπα που έχουν κληθεί να υποστηρίξουν είναι πρόσωπα άξια τα οποία υπηρετούν την παράταξη και την πατρίδα. Άρα νομίζω ότι η σύνθεση αυτή έχει επιτευχθεί».

Στην περίπτωση μη επίτευξης αυτοδυναμίας, «το έχει αναφέρει και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, είμαστε διατεθειμένοι να μπούμε σε μία προγραμματική συζήτηση, σε μία προγραμματική συνεργασία, με όμορους πολιτικούς χώρους στη βάση συγκεκριμένων πολιτικών παραδοχών και συγκλίσεων που θα καταστήσει το πολιτικό μας πρόγραμμα βιώσιμο. Νομίζω έχουν αποκλειστεί χώροι οι οποίοι δεν θεωρούνται ότι είναι όμοροι με το δικό μας πολιτικό και αξιακό σύστημα».

Προχωρώντας δε, ένα βήμα πιο πέρα, «πράγματι υπάρχει, κατά την άποψή μου, μία σχετική πολιτική εγγύτητα με τον προγραμματικό λόγο του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ. Βεβαίως καταλαβαίνω ότι χρειάζονται δύο για να χορέψουν το ταγκό. Οπότε εμείς θα σεβαστούμε απολύτως την κρίση του ελληνικού λαού. Εάν μας κατατάξει στην θέση να αναζητήσουμε πολιτικές συνεργασίες, ως πρώτο κόμμα, μακάρι να υπάρχει η αντίστοιχη διαβουλευτική διάθεση και εκ μέρους των υπολοίπων πολιτικών κομμάτων που ανήκουν σε αυτήν την, ας το πούμε, συγγενή όμορη πολιτική προδιάθεση», λέει για το θέμα.

Στο ζήτημα των επισυνδέσεων, ειδικότερα δε, τη σύγκρουση μεταξύ θεσμικών οργάνων, επικαλούμενος και την ακαδημαϊκή του ιδιότητα, ο Γ. Γεραπετρίτης εκφράζει τη θέση ότι «θα πρέπει οι θεσμοί του κράτους περισσότερο να συνομιλούν παρά να αντιπαρατίθενται. Να αναζητούμε συνθέσεις και όχι διαιρέσεις. Άρα νομίζω ότι καλό είναι να υπάρχει μία περισσότερο διαβουλευτική στάση απέναντι στα πράγματα». Και, εν προκειμένω, η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών είναι «ένα συνταγματικό όργανο του κράτους. Έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Από την άλλη πλευρά, κανείς δεν είναι υπεράνω του δικαίου, κανείς δεν είναι υπεράνω της δικαιοσύνης».

Κληθείς να σχολιάσει τις εξελίξεις στα δύο Ειδικά Δικαστήρια, υποστηρίζει ότι «εντάσσονται σε αυτό το οποίο νομίζω από γλώσσα λανθάνουσα τα ίδια τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αναφέρει. Δηλαδή στον έλεγχο των αρμών της εξουσίας. Ο έλεγχος των αρμών της εξουσίας, εν προκειμένω της δικαιοσύνης και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, κρίθηκε σε πρώτο επίπεδο από την παραπομπή σε δίκη. Θέλω να επισημάνω ότι εδώ δεν πρόκειται – και το αναφέρω για εκείνους οι οποίοι δεν είναι εξοικειωμένοι με τη νομική επιστήμη – η παραπομπή σε δίκη δεν έγινε από τη Βουλή. Υπήρξε απόφαση της δικαιοσύνης για να έρθουν οι δύο υποθέσεις στο ακροατήριο. Απόφαση δηλαδή των δικαστικών Συμβουλίων».

Με αφορμή δε, τη χθεσινή εξέλιξη στη δίκη του Νίκου Παππά, ο υπουργός Επικρατείας σημειώνει πως «όλοι γινόμαστε κοινωνοί ορισμένων συγκλονιστικών μαρτυριών που δεν έχουν προηγούμενο. Ήταν η μαρτυρία της γραμματέως του κυρίου Καλογρίτσα. Θα μου επιτρέψετε να πω σοκαριστική. Για πρώτη φορά είχαμε έναν μάρτυρα ο οποίος επωνύμως,  χωρίς οποιαδήποτε προστασία και χωρίς κεκαλυμμένα χαρακτηριστικά, αυτόπτη μάρτυρα όλων των γεγονότων, έρχεται και δηλώνει ότι υπήρξε διακίνηση χρήματος, μαύρου χρήματος, προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Χρήμα το οποίο συνδέεται με δωροδοκία. Συνδέεται όμως πρωτίστως με τον έλεγχο των κρατικών δομών και των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Οι αποκαλύψεις αυτές, νομίζω, θα πρέπει να τύχουν απάντησης από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης».

Στην συνέντευξή του αναδεικνύει, επίσης, το διλημματικό χαρακτήρα των επικείμενων εκλογών, οι οποίες έχουν «μία ιδιαιτερότητα η οποία είναι ασυνήθης για τα πολιτικά δεδομένα στη χώρα. Είναι ότι θα έχουμε την αναμέτρηση ενός πρωθυπουργού με έναν πρώην πρωθυπουργό. Αυτό έχει να συμβεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, δηλαδή σχεδόν 30 χρόνια. Η ιδιαιτερότητα έγκειται στο εξής. Το εκλογικό σώμα θα έχει πάρα πολύ νωπές τις εικόνες από τις δύο διακυβερνήσεις. Θα μπορεί δηλαδή με σχετική άνεση να αξιολογήσει το πόσο εφαρμόστηκαν τα πολιτικά προγράμματα, το κατά πόσον ήταν επιτυχής η μία και η άλλη διακυβέρνηση και ποιος φάνηκε συνεπής απέναντι στον προγραμματικό του λόγο».

Στο θέμα της κηδείας του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, τέλος, ο Γ. Γεραπετρίτης διευκρινίζει πως «δεν υπήρξε και εκ μέρους της οικογένειας του εκλιπόντος αίτημα για να υπάρξει απόδοση αυτών των τιμών (σ. σ. αρχηγού κράτους). Θέλω δι’ υμών να εξάρω τη στάση της οικογένειας. Ήταν πάρα πολύ ευπρεπής στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε όλο αυτό το ζήτημα της κηδείας. Κράτησαν τα παιδιά του εκλιπόντος μία στάση η οποία απέδιδε το δέοντα σεβασμό και απέναντι στον νεκρό πατέρα τους αλλά και απέναντι στον θεσμό».

Εξηγώντας δε, γιατί η κυβέρνηση επέλεξε να μην αποδώσει τιμές πρώην αρχηγού κράτους, επικαλέσθηκε τη συντελεσθείσα αλλαγή του πολιτεύματος.  «Το ζήτημα της βασιλευομένης δημοκρατίας δεν υφίσταται πλέον πολιτειακά. Έχει κλείσει και ως εκ τούτου έχουμε μεταβεί σε ένα νέο πολίτευμα το οποίο δεν υποστηρίζει αυτού του τύπου την πολιτειακή δομή». Εξ άλλου, «δεν υπήρχε και ελληνική ιθαγένεια εκ μέρους του εκλιπόντος τέως μονάρχη».

Κλείνοντας αποσαφηνίζει ότι «η κυβέρνηση δεν έθεσε κάποιο περιορισμό σε ό,τι αφορά τα στελέχη της παράταξης να παρασταθούν διότι πρέπει να αντιλαμβανόμαστε ότι, πέρα από το ζήτημα το πολιτειακό το οποίο έχει οριστικά κλείσει, υπάρχει και το ζήτημα το ανθρώπινο. Υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι είχαν δεσμούς με τον τέως μονάρχη». Άλλωστε, συμπληρώνει, «γενικά η παρουσία αυτή δεν ήταν πολύ μεγάλης έκτασης». Με δεδομένο, όμως ότι «παραστάθηκαν αρχηγοί κρατών από την κεντρική και βόρεια Ευρώπη», κρίθηκε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να εκπροσωπηθεί από τον αντιπρόεδρό της τιμώντας και τους αρχηγούς κρατών οι οποίοι παρευρέθησαν. «Μία ισόρροπη, κατά την άποψή μου, τιμή στα πράγματα», αναφέρει εν κατακλείδι.

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ