0

Οι επιστήμονες των δημοσκοπήσεων αλλά και οι παλαιοί έμπειροι πολιτευτές που έχουν φάει τις εκλογές με το κουτάλι, λένε ότι μια βδομάδα πριν την κάλπη (που βρισκόμαστε σήμερα) το πράγμα έχει συνήθως ξεκαθαρίσει.

Προφανώς δεν αναφέρονται σε εξαιρετικά αμφίρροπες αναμετρήσεις που οι διαφορές είναι στον πόντο, αλλά τις κλασσικές εκλογές που γνωρίζουμε ειδικά στην Ελλάδα, στις οποίες συνήθως υπάρχουν ευδιάκριτες αποστάσεις του νικητή από τον ηττημένο στα τελικά ποσοστά. Διότι όσο κι αν την χλευάζουμε, η παράδοση είναι σαφής. Εδώ στην Ελλάδα, με εξαίρεση τις εκλογές του 2000 που κρίθηκαν στην μία μονάδα (ΠΑΣΟΚ 43,7% – ΝΔ 42,7%), όλες οι υπόλοιπες εκλογές της μεταπολίτευσης δεν ήταν διόλου αμφίρροπες, αλλά κρίθηκαν με καθαρές διαφορές.

Δεδομένος ο νικητής 

Εφόσον, λοιπόν, στην προεκλογική περίοδο που διανύουμε, καμία δημοσκόπηση δεν δείχνει να πηγαίνουμε σε αμφίρροπη μάχη αλλά όλες ανεξαιρέτως μας βεβαιώνουν για την ύπαρξη ικανής διαφοράς  υπέρ της ΝΔ, τότε λογικά το πράγμα έχει ήδη ξεκαθαρίσει. Ο νικητής των εκλογών είναι ήδη δεδομένος. Και μάλιστα, την τελευταία βδομάδα παγιώνεται ο λεγόμενος «αέρας της νίκης», η κοινή αίσθηση δηλαδή ότι έχει ξεκαθαρίσει αυτός που θα κόψει πρώτος το νήμα, με αποτέλεσμα ο «αέρας» αυτός να παρασέρνει και τους τελευταίους εναπομείναντες αναποφάσιστους.

Διότι είναι παγκοίνως γνωστό ότι υπάρχει ένα ποσοστό 5-10% του εκλογικού σώματος που αποφασίζει τι θα ψηφίσει το τελευταίο τριήμερο, αλλά είναι επίσης πασίγνωστο ότι απ’ αυτή την κατηγορία των αναποφάσιστων το μέγιστο ποσοστό πάει στο πρώτο κόμμα. Δεν έχει σημασία αν αυτό συμβαίνει για ψυχολογικούς ή συμφεροντολογικούς λόγους, σημασία έχει ότι έτσι γίνεται.

Κλίμα υπέρ της ΝΔ

Δεν είναι συνεπώς  διόλου απορριπτέα η ελπίδα (ή ίσως η βεβαιότητα) που διατυπώνουν κύκλοι της ΝΔ ότι όσο θα πλησιάζει η ώρα της κάλπης, τόσο θα παγιώνεται το κλίμα νίκης της ΝΔ και θα αυξάνεται η διαφορά ανάμεσα στους δυο πρώτους. Επικοινωνιολόγοι και δημοσκόποι θεωρούν αυτό το ενδεχόμενο σφόδρα πιθανό. Σ’ αυτήν δε την περίπτωση, ενδέχεται να πέσουν πράγματι έξω οι δημοσκοπήσεις, αλλά από την ανάποδη. Η ΝΔ να εμφανιστεί στο τελικό αποτέλεσμα ακόμα πιο ενισχυμένη απ’ όσο την δείχνουν σήμερα τα γκάλοπ όλων των εταιρειών, που της δίνουν ένα άνετο προβάδισμα 5-6 μονάδων.

Δίπλα σ’ αυτές τις «βεβαιότητες» βέβαια, υπάρχει και το παλιό ρητό του Χαρίλαου Φλωράκη «η κάλπη είναι γκαστρωμένη και κανένας δεν ξέρει τι παιδί θα βγάλει». Αν και αυτά είχαν αξία πριν ανακαλυφθεί το υπερηχογράφημα, παρά ταύτα ποτέ δεν έχασε όποιος κρατούσε πισινή ευρισκόμενος μπροστά σε εκλογική διαδικασία. Στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή ιστορία, έχουν υπάρξει εκλογές που διέψευσαν τα προγνωστικά, που κατέληξαν με εκπλήξεις, με ανατροπές, με απρόσμενα αποτελέσματα. Λιγοστές ίσως, αλλά υπήρξαν.

Οι ελπίδες της Κουμουνδούρου 

Εκεί άλλωστε έχουν επικεντρωθεί και οι ελπίδες του Σύριζα, που λέει και κάνει τα κλασικά όσων φοβούνται ότι πάνε για ήττα. Αμφιβάλλει, αμφισβητεί, διαψεύδει, διατυπώνει ενστάσεις, καλλιεργεί υποψίες για τις δημοσκοπήσεις. Ως ένα σημείο μοιάζει λογικό, καθότι τα αποτελέσματα των ερευνών της κοινής γνώμης έχουν μεταβληθεί σε βασικό πολιτικό όπλο της μάχης των εκλογών. Κι όταν το όπλο αυτό δεν ευνοεί κάποιον, φυσιολογικό είναι αυτός να αμφισβητεί την αξία του.

Αλλά με μια προϋπόθεση. Οι μετρήσεις να μην έρχονται σε πλήρη και εξόφθαλμη σύγκρουση με την πραγματικότητα, καθώς αυτό που βρίσκεται σε κοινή θέα όσο κι αν διαστρεβλωθεί εν τέλει το βλέπουν και το καταλαβαίνουν άπαντες. Κοντολογίς, μπορεί οι δημοσκοπήσεις να διαθέτουν δυνατότητες επηρεασμού του κοινού αισθήματος, αλλά αν αυτές έρχονται σε αντίθεση μ’ αυτά που βλέπει ο πολίτης στον δρόμο τότε δεν έχουν καμιά αξία. Αντιθέτως, αν επιβεβαιώνουν αυτά που αισθάνεται και εισπράττει ο πολίτης, τότε αποκτούν πολλαπλάσια αξία και σημασία.

Κόντρα στην κοινή λογική

Ο Σύριζα λοιπόν, ξεκίνησε την προεκλογική του εκστρατεία με σφοδρή και στρατηγική αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων. Θεώρησε όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης ως διαβλητές, ύποπτες ή και συχνά πουλημένες στην κυβέρνηση. Το σχήμα αυτό φανάτισε μεν τον σκληρό του πυρήνα, έφερε όμως τον Σύριζα κόντρα στην κοινή λογική. Ακόμα και ο πιο πιστός οπαδός του Τσίπρα, ακόμα και ο μεγαλύτερος συνωμοσιολόγος, δεν θα ήταν εύκολο να πιστέψει ότι όλες οι εταιρείες δημοσκοπήσεων αλλά και όλα τα μέσα ενημέρωσης που τις παράγγελναν και τις δημοσιοποιούσαν είχαν εξαγοραστεί από τον Μητσοτάκη. Για μία ή δύο εταιρείες θα ήταν ίσως πιο πιστευτό, αλλά για όλες ανεξαιρέτως;

Φυσικά, η διαφορά πέντε και έξι μονάδων που έδειχναν από τον περασμένο Σεπτέμβριο όλες οι δημοσκοπήσεις, ήταν αναμενόμενο να αμφισβητηθεί απ’ τον Σύριζα. Έφυγαν λοιπόν από την θεωρία της συλλογικής εξαγοράς και υιοθέτησαν δεύτερη θεωρία. Είπαν λοιπόν ότι «οι δημοσκοπήσεις υποεκτιμούν πάντα τα ποσοστά του Σύριζα, διότι δεν έχουν τρόπο να πλησιάσουν τους νέους που αποτελούν προνομιακό χώρο της αριστεράς.» Οι δημοσκόποι αντέδρασαν σ’ αυτή την αμφισβήτηση της επιστημονικής τους εγκυρότητας, εξηγώντας ότι έχουν προσαρμοστεί στα δεδομένα της σύγχρονης επικοινωνίας και ότι έχουν πλέον τους τρόπους να πλησιάζουν και να ρωτούν του νέους ψηφοφόρους που δεν πλησιάζουν σε σταθερό τηλέφωνο.

Η πραγματική παγίδα

Το πιο σοβαρό όμως, η πραγματική παγίδα για τον Σύριζα, ήταν η αποσπασματική έως και τυχοδιωκτική του αντίδραση στις δημοσκοπήσεις το μικρό διάστημα αμέσως μετά το δυστύχημα των Τεμπών. Εκείνη την ζοφερή περίοδο, όλες οι εταιρείες δημοσκοπήσεων έδειξαν μια αξιοπρόσεκτη κάμψη των ποσοστών της κυβέρνησης και ένα εμφανέστατο κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα στην ΝΔ και τον Σύριζα που πλησίαζε τις 2 με 3 μονάδες. Η Κουμουνδούρου όμως που επί μήνες αμφισβητούσε την ικανότητα των δημοσκοπήσεων να φωτογραφίζουν το πολιτικό σκηνικό, αυτή την φορά όχι μόνο δεν αμφισβήτησε τα αποτελέσματα αυτά αλλά στηρίχθηκε πάνω τους για να πανηγυρίσει. Λάθος στρατηγικής, διότι όταν η ψαλίδα άρχισε να ανοίγει ξανά, δεν θα ήταν σοφό να ξαναπάει σε αμφισβήτηση της μεθόδου που γίνονται οι έρευνες.

 

Και φθάσαμε στην καρδιά της σκληρής προεκλογικής περιόδου, όπου οι έρευνες έδειξαν την εξαΰλωση των απωλειών που είχε η ΝΔ από τα Τέμπη και άρχισαν να επαναφέρουν την διαφορά ΝΔ – Συριζα στα επίπεδα του Σεπτεμβρίου, με αυξητική μάλιστα τάση. Οι 3 μονάδες έγιναν 5 και ήδη όλες οι εταιρείες κινούνται στο πάνω 6% προς 7%. Η ψαλίδα μεγαλώνει, ενώ οι κάλπες έρχονται προς το μέρος μας τρέχοντας. Τι άραγε θα μπορούσε να ισχυριστεί τώρα ο Σύριζα; Ότι οι δημοσκοπικές εταιρείες ξαναπουλήθηκαν στην ΝΔ; Ή μήπως ότι πάλι αδυνατούν να πετύχουν τους νέους και να τους ρωτήσουν, ενώ μόλις πριν δυο μήνες μετρούσαν περίφημα την οργή που τους είχε προκαλέσει το δυστύχημα των Τεμπών;

Ακραία συνωμοσιολογική θεωρία

Με τον Αλέξη Τσίπρα λοιπόν μπροστάρη να το εξηγεί σε συνεντεύξεις του, κατέφυγαν σε μια καινούρια ακραία συνωμοσιολογική θεωρία. Ότι οι εταιρείες δεν είναι μεν πουλημένες, ότι πλησιάζουν τους νέους ψηφοφόρους και καταγράφουν την γνώμη τους, όμως αυτή την φορά είναι οι ίδιοι οι ψηφοφόροι του Σύριζα που δεν απαντούν στις ερωτήσεις. Γιατί δεν απαντούν; Διότι φοβούνται ότι το καθεστώς Μητσοτάκη τους καταγράφει και θα τους τιμωρήσει για την πολιτική τους άποψη και στάση. Το είπε ο ίδιος ο Τσίπρας στην τηλεόραση, το επαναλαμβάνουν τα στελέχη του διαρκώς. Ο κόσμος φοβάται να μιλήσει, να εκφραστεί. Φοβάται ότι το predator τον καταγράφει, οπότε στην συνέχεια τον φακελώνει και μπορεί να του κάνει διάφορα. Δεν τα απαρίθμησε, αλλά τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Φαντάζομαι από καταστολή μέχρι απόλυση και από φυλάκιση μέχρι εξορία.

Ασυνάρτητη αντίδραση 

Πρόκειται για ακραία και εν πολλοίς ασυνάρτητη αντίδραση, που εγκυμονεί τον κίνδυνο να αμφισβητηθεί το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών. Δεν ξέρω αν θα το κάνει ο Αλέξης Τσίπρας αν το εκλογικό αποτέλεσμα επιβεβαιώσει τις  δημοσκοπήσεις, σίγουρα πάντως ο σπόρος μιας εν δυνάμει αμφισβήτησης έχει σπαρθεί. Αν ο κόσμος φοβάται να μιλήσει, τότε η δημοκρατία δεν λειτουργεί και  προφανώς οι εκλογές δεν έγιναν μέσα σε περιβάλλον ελευθερίας. Άρα το αποτέλεσμα είναι διαβλητό. Επαναλαμβάνω ότι δεν ξέρω αν ο Τσίπρας προχωρήσει σε τέτοιους ισχυρισμούς, όμως και ο ίδιος να μην το κάνει θα το κάνει το πιο ακραίο και φανατικό κομμάτι των οπαδών του, ειδικά στα ανώνυμα social media.

Διαχείριση της ήττας

Θα ήθελα να πιστέψω ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, διότι τότε θα έχουμε αμφισβήτηση αποτελέσματος όχι μόνο από τον Κασιδιάρη αλλά και από μεγάλο κοινοβουλευτικό σώμα. Προτιμώ να θεωρήσω ότι είναι καταφυγή σε θεωρίες συνωμοσίας και ότι απλώς κάνουν διαχείριση μελλοντική ήττας, παρά ότι σκοπεύουν να βάλουν μπουρλότο στο μετεκλογικό σκηνικό αν δεν τους βολεύει. Όχι τίποτα άλλο, αλλά με τις 99% πιθανότητες να πάμε και σε επαναληπτικές εκλογές, θα ήταν δραματικό να ζήσουμε κλίμα τέτοιας πόλωσης μέχρι και τον Ιούλιο.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press του Σαββάτου

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις