Δημοσιεύτηκε στην Today Press
Του Δρ Κωνσταντίνου Μπούρα
Λένε πως συχνά-πυκνά πλέον η Ποίηση είναι μια τέχνη ιδιωτική με μηδαμινό κοινό κι ελάχιστη απήχηση στο βιβλιόφιλο αναγνωστικό κοινό. Όμως αυτό ίσχυε πάντα. Είναι αλήθεια πως η περίφημη «γενιά τού 1930» ήταν τυχερή κι ως προς τις μεγάλες μελοποιήσεις των έργων της, αλλά και ως προς την αλληλεγγύη που προέκυπτε από την πίστη του σε κοινά ιδεώδη.
Όχι ότι οι ουμανιστικές, οικολογικές, ζωοφιλικές, φιλάνθρωπες ιδέες έπαψαν να υπάρχουν πια, μήτε ότι παρατηρείται μία εγωκεντρική ομφαλοσκόπηση με ελάχιστη απεύθυνση και πλήρη δραματοποίηση τού δραματικού που δεν αγγίζει πλέον το «εμείς»…
Η έλλειψη οιασδήποτε «πνευματικότητας», η ταύτιση τής όποιας αλλοδιαστασιακής ποιητικής υπέρβασης με την κακώς εννοούμενη «μεταφυσική» εκλαμβάνεται με όρους ψυχοπαθολογικούς. Από το δοκιμιακό μας λεξιλόγιο έχουν απαλειφθεί (χάριν τής μετανεωτερικής εκφραστικής ορθότητας) λέξεις όπως «έμπνευση», «ταλέντο», «χάρισμα».
Ακόμα κι οι Λατίνοι θεωρητικοί τής Λογοτεχνίας χώριζαν τους ποιητές σε «προφήτες» και «τεχνίτες» (“poeta vates”, “poeta faber”, αντίστοιχα). Σήμερα η «σαμάνικη» διάσταση τού ποιητικού λόγου ταυτίζεται με την απαξιωμένη «μελλοντολογία» και κάθε άλλη απόπειρα να μιλήσεις για τα πραγματικά προβλήματα τού παρόντος (και του αμέσου μέλλοντος ως εκ τούτου) θεωρούνται καταστροφολογικές ρήσεις, αφορίσεις κι αφορισμοί μιας ούτως ή άλλως απαξιωμένης «Κασσάνδρας».
Τι μένει μετά απ’ όλα αυτά; Ο Έρωτας, ο Θάνατος, το υπαρξιακό Κενό, ο φόβος τού Μηδενός, η έλλειψη Νοήματος, η απέραντη θλίψη.
Τι ρόλο παίζουν οι ποιητές (και οι ποιήτριες, πρωτίστως) σε υλιστικούς, τεχνοθηρικούς καιρούς που μετριούνται με το χρήμα, ως παγκοσμιοποιημένη σταθερά και υπακούουν στο διεθνές χρηματιστήριο αξιών που καθορίζεται εν πολλοίς από την καλοπληρωμένη διαφήμιση;
Εάν συζητούσαν οι σημερινοί ποιητές γύρω από ποιο θέμα θα περιστρεφόταν ο διάλογός τους;
Παράδειγμα αυτό το βιβλίο, που το ξέρω καλά, γιατί το σκαρώσαμε, το δομήσαμε, το φιλοτεχνήσαμε με τον εικαστικό Ποιητή (φωτογράφο και ζωγράφο) Αντώνη Καβούρη ήδη από την πρώτη καραντίνα λόγω κορωνοϊού και το ολοκληρώσαμε μόλις πριν ένα μήνα.
Ο διορατικότατος εκδότης και ιδιοφυέστατος βραβευμένος σημαντικός Ποιητής Γιώργος Χρονάς, διέβλεψε, διαισθάνθηκε, προέβλεψε το ενδιαφέρον τού όλου εγχειρήματος και το βεληνεκές τού λογοτεχνικού αλλά και φιλοσοφικού αποτελέσματος κι αποφάσισε να το επιμεληθεί, να το στοιχειοθετήσει, να το τυπώσει και να κυκλοφορήσει κατά προτεραιότητα προτού αρχίσουν οι καλοκαιρινές διακοπές του. Αυτή δείχνει πως οι αισθητικές προτεραιότητες κυριαρχούν πολλές φορές έναντι τού εμπορικού αντικρίσματος. Εξάλλου, οι διαχρονικές «πολιτιστικές βιοτεχνίες», όπως οι Εκδόσεις Οδός Πανός και το ομώνυμο περιοδικό που χαρακτηρίζεται ως «Εργοτάξιον Εξαιρετικών Αισθημάτων» έχουν κλείσει τέσσερις δεκαετίες ζωής και πολύτιμης κοινωφελούς δράσεως ακριβώς επειδή ανακάλυψαν και σύστησαν στο πλατύ κοινό πολλά σημαντικά πρόσωπα από τον χώρο των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Η υψηλή αισθητική τού περιοδικού (είναι ασπρόμαυρο) με εξώφυλλα και εικονογράφηση γνωστών και μεγάλων καλλιτεχνών τράβηξε εξαρχής και τους λόγιους αλλά και τους περιστασιακούς επισκέπτες τού Ναού τών Μουσών. Οι περίφημες ραδιοφωνικές εκπομπές, η θεατρική του δράση, η συμμετοχή σε όλες τις εκθέσεις βιβλίου, η δημοσιογραφική του λαμπρή σταδιοδρομία εν γένει έγιναν το «διαβατήριο» για πολλούς συγγραφείς, αλλά και για εικαστικούς καλλιτέχνες.
Επί της ουσίας τώρα, θα σας πω – και θα σας εξομολογηθώ – ότι πρότυπο αυτού του λογοτεχνικού κοινού οικοδομήματος είναι – φυσικά – οι ανυπέρβλητοι πλατωνικοί διάλογοι.
Ομιλούν δύο ποιητικές φωνές: ο πρώτος (με τα αρχικά Α.Κ.) είναι ο νεαρός «μαθητής» που προβληματίζεται ερωτώντας ρητορικά τον πρεσβύτερο για θέματα που τον απασχολούν.
Ο γηραιότερος, αντλώντας από την πείρα των χρόνων του, από τα διαβάσματά του, καθώς και από την χαρμολύπη που του προκαλεί η μεσαιωνική κατάσταση που βιώνει τώρα το μεταιχμιακό ανθρώπινο είδος, επιχειρεί να επανεισαγάγει την πίστη στην «ψυχή», στις άλλες διαστάσεις (για τις οποίες μιλάει και η σύγχρονη Φυσική Επιστήμη) και να απαλύνει τον πόνο που προέρχεται από τις ερωτικές προδοσίες διανθρωπίνων σχέσεων καταδικασμένων εξαρχής στην ασυνεννοησία μέσα σε έναν κόσμο χαοτικό με την εντροπία στο ζενίθ της.
Μέσα από αυτή την δραματική «αντίκρουση» προκύπτει μία αισιόδοξη χαρμολύπη, αφού το διονυσιακό στοιχείο αντισταθμίζεται από το απολλώνιο κι η πίκρα τού ενός είναι η κατασταλαγμένη εμπειρία τού άλλου. Αυτό το πρωθύστερο σχήμα λειτουργεί θεατρικά. Θα μπορούσε αυτό το διαλογικό έργο να ανέβει στη σκηνή, να παιχτεί στο θέατρο, να διασκευαστεί, να γίνει σενάριο. Αυτό συμβαίνει με πολλά υβριδικά ποιητικά κείμενα τού μεταμοντέρνου καιρού μας, δεδομένου ότι τα είδη έχουν καταργηθεί, τα όρια διευρυνθεί (έως εξαφανίσεως) και προφορικότητα ενισχύει το στοιχείο τής απεύθυνσης που οδηγεί αναπόδραστα σε μια διαδραστική θεατρικότητα.
Αυτή η «σύμβαση» ξεπερνάει το παλαιό διπολικό σχήμα «ποιητή-αναγνώστη», «πομπού-δέκτη», καθίσταται πολυδύναμο, πολυπρόσωπο, πολυδιαστασιακό, ενέχει άπειρες δυνατότητες. Αυτή ίσως είναι και η μαγεία τής σύγχρονης ποίησης σε μεταβατικούς πολιτισμικούς «κραδασμούς»: εμπεριέχει τον σπόρο μιας καινούργιας «Αναγέννησης».