Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
του Ανδρέα Μαζαράκη
Οι αποφάσεις για την μετατροπή σε τζαμιά της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης και του καθολικού της Μονής της Χώρας αποτελούν το αποκορύφωμα μίας τάσης απόσπασης μνημείων από την Γενική Διεύθυνση Αρχαιολογικών Χώρων και Μουσείων και απόδοσής τους στη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet). Η τάση αυτή διαγράφεται ήδη από το 2006, όταν μετατράπηκε σε τζαμί η Αγία Σοφία Βιζύης.
Κατά τη διακυβέρνηση της Τουρκίας από τον Ερντογάν, ιδιαίτερα με τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν το πραξικόπημα του 2016, η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων μετατράπηκε σε όργανο του Κόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Το ίδιο συνέβη και με το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο ακύρωσε τις παλαιές υπουργικές αποφάσεις για τη χρήση τζαμιών ως μνημείων.
Δυστυχώς, τα πράγματα δεν θα σταματήσουν εδώ. Είναι ανησυχητική η άποψη που εξέφρασε ο πανεπιστημιακός Ebubekir Sofuoglu ότι δεν έχουν θέση στην Αγία Σοφία τα είδωλα (δηλ. οι έμψυχες βυζαντινές απεικονίσεις) και η βυζαντινή αυτοκράτειρα Ζωή (λόγω της τριγαμίας της).
Είναι άγνωστο εάν οι εικονοκλαστικές ενέργειες των Τούρκων περιοριστούν στην κάλυψη των βυζαντινών παραστάσεων. Είναι εντελώς απίθανη η συμμετοχή εκπροσώπου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στον νέο φορέα διαχείρισης αυτών των μνημείων, ώστε η προστασία τους να αποτελεί προτεραιότητα.
Οι «νέοι» κίνδυνοι
Πέραν τούτων διαφαίνονται οι κίνδυνοι και για άλλα βυζαντινά μνημεία της Πόλης. Το πρώτο από αυτά είναι το καθολικό της Μονής Στουδίου (Imrahor Camii). Πρόκειται για ένα εδώ και χρόνια αφημένο στην μοίρα του ερειπωμένο μη επισκέψιμο μνημείο, το οποίο είχε διεκδικήσει το 2013 η Diyanet από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, προκειμένου να το αναδομήσει και να το κάνει ξανά τέμενος.
Ούτε ένας οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος
Το δεύτερο μνημείο είναι το καθολικό της Μονής Παμμακαρίστου (Fetiye Camii), μνημείο στο οποίο εφαρμόζεται ένα μικτό καθεστώς χρήσης: ο ναός λειτουργεί ως τζαμί και το παρεκκλήσιό του με τα ψηφιδωτά ως επισκέψιμο μνημείο (μουσείο).
Όπως τα περισσότερα βυζαντινά μνημεία της Πόλης, έτσι και η Παμμακάριστος βρίσκεται στο
Fatih, την εστία του ισλαμικού φονταμενταλισμού που αναπτύσσεται στην Πόλη.
Η γενικότερη πολιτική της Τουρκίας στο θέμα της αρχαιολογικής κληρονομιάς έπασχε πάντοτε. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε όλη την Κωνσταντινούπολη δεν υπάρχει ένας οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος.
Το Μουσείο των Ψηφιδωτών είναι ένας χώρος που σε καμία περίπτωση δεν αναδεικνύει την ιστορική ταυτότητα του Μεγάλου Παλατίου, δηλαδή του συγκροτήματος από το οποίο προέρχονται τα εκτιθέμενα ψηφιδωτά. Ο ανεσκαμμένος χώρος του Αγίου Πολυεύκτου (ενός πολύ σημαντικού ερειπίου) είναι ένα ξέφραγο αμπέλι, τα βυζαντινά τείχη είναι μία περιοχή που φιλοξενεί το κοινωνικό περιθώριο, ενώ άλλα βυζαντινά ερείπια, όπως ο ναός των Αγίων Κάρπου και Παπύλου στα Ψαμαθειά, ανήκουν σε ιδιώτες που σου ζητούν μπαχτσίσι για να το επισκεφθείς.
Η όποια ευαισθησία για τα μνημεία στην Τουρκία εκδηλωνόταν πάντοτε μόνο στο πλαίσιο της προσέγγισης της χώρας με τα πρότυπα της Δύσης. Η παράδοση αυτή ξεκίνησε από τον πρωτοπόρο αρχαιολόγο Χαμντί μπέη στα τέλη του 19ου αιώνα, ενισχύθηκε με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, αλλά τα τελευταία χρόνια ατόνησε.
Το 2011 η Τουρκία ξεκίνησε να διεκδικεί με κάθε τρόπο από τις χώρες της Δύσης την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών που είχαν εξαχθεί από την επικράτειά της, ενώ παράλληλα περιόριζε τη δράση των ξένων αρχαιολογικών αποστολών στο εσωτερικό της.
Η κουλτούρα του “Δικό μου είναι”
Στην Τουρκία οι αρχαιότητες θεωρούνται αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα της κυριότητας σε συνέχεια της θέσης ότι η χώρα είναι μία περιοχή που περιήλθε στην κατοχή των σημερινών κατοίκων μετά από νικηφόρες πολεμικές ενέργειες. Για τις τουρκικές αρχαιότητες ισχύει μόνον το meum esse (“δικό μου είναι»”), με τρόπο που θυμίζει το σκεπτικό του Ιάπωνα επιχειρηματία, ο οποίος είχε αγοράσει το πορτρέτο του Dr. Gachet του Van Gogh, και ήθελε να αποτεφρωθεί μαζί του, ώστε να αποφύγουν τα παιδιά του τους φόρους κληρονομιάς. Τα μνημεία στην Τουρκία δεν προστατεύονται ως τέτοια, γιατί απλά δεν αναγνωρίζεται σε αυτά η ιστορική και καλλιτεχνική τους αξία.
Έτσι, το αρχαιολογικό τοπίο στην Τουρκία δεν είναι άμεσα συγκρίσιμο με αυτό των μεσογειακών χωρών της Ευρώπης (την Ιταλία ή και την Ελλάδα) ως προς το θεσμικό πλαίσιο της προστασίας. Η κατάσταση με τις αρχαιότητες στην Τουρκία επιδεινώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες λόγω του ερντογανικού νεοφιλελευθερισμού, της μόνης δυτικής γραμμής που ακολούθησε με απόλυτη συνέπεια το κυβερνών κόμμα.
Εάν στην Ελλάδα μας απασχολεί η εγκατάσταση των ανεμογεννητριών στο φυσικό και αρχαιολογικό τοπίο (βλ. π.χ. την Κοιλάδα των Μουσών στη Βοιωτία), στην Τουρκία αυτή η μορφή επένδυσης εισέβαλε ανενόχλητη στο μοναστήρι του αγίου Συμεών του Θαυμαστορείτου (Asiz Simon manastir) κοντά στην αρχαία Αντιόχεια επί Ορόντου.
Χάθηκε ολόκληρη λουτρόπολη
Στην σημερινή επαρχία Σμύρνης η αρχαία λουτρόπολη των Αλλιανών χάθηκε το 2011 μέσα στα νερά του φράγματος Yortanli, παρά τις εκκλήσεις διεθνών οργανισμών. Στο Yenikapi της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή την πολυδιαφημισμένη σωστική ανασκαφή στο λιμάνι του Θεοδοσίου, οι αρχαιολογικές εργασίες τελείωσαν άρον άρον με την προσωπική παρέμβαση του Ερντογάν, για να ολοκληρωθεί η σήραγγα του Μαρμαρά.
Ακόμη και στο Ζεύγμα, την αρχαία πόλη δίπλα στον Ευφράτη, οι απώλειες δεν είναι αμελητέες: το 80% της πόλης βρίσκεται μέσα στα νερά ενός φράγματος, χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί οι σωστικές ανασκαφές, την ώρα που ο κόσμος θαυμάζει όσα από τα ψηφιδωτά αποσπάστηκαν, για να εκτεθούν στο Gaziantep. Τα παραδείγματα καταστροφής αρχαιοτήτων στην Τουρκία λόγω έργων υποδομών είναι αρκετά.
Από όλα, όμως, αυτό που ξεχωρίζει ως πράξη βαρβαρότητας προς έναν σημαίνοντα αρχαιολογικό χώρο είναι το Hasankeyf στη νοτιοανατολική Tουρκία. Το Hasankeyf, ένας από τους αρχαιότερους οικισμούς στον κόσμο και από τους καλύτερα διατηρημένους μεσαιωνικούς οικισμούς στην Τουρκία, αναπτύχθηκε σε ένα ειδυλλιακό τοπίο κοντά στην κοίτη του ποταμού Τίγρη.
Ήδη από τον Απρίλιο ξεκίνησε να ποντίζεται λόγω του φράγματος Ilisu, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις και
κινητοποιήσεις, που οδήγησαν το 2009 στην αποχώρηση των δυτικών τραπεζών από τη χρηματοδότηση του έργου.
Στην Ελλάδα αυτή η είδηση δεν άγγιξε πολλούς, ακόμη και στην ίδια την αρχαιολογική κοινότητα. Αλλά, τα της γείτονος θα πρέπει να μας απασχολούν περισσότερο και με τρόπο ουσιαστικό, καθώς η Ελλάδα και η Τουρκία είναι κληρονόμοι πολιτισμών που αναπτύχθηκαν στην Μεσόγειο, τα υλικά κατάλοιπα των οποίων τα δύο κράτη φαίνεται πως διαχειρίζονται από διαφορετικές σκοπιές. Ισχύει, όμως κάτι τέτοιο; Εν πολλοίς, ναι. Αλλά σε ελάχιστες περιπτώσεις, μάλλον όχι.
Ανάλογη περίπτωση στη Θεσσαλονίκη
Στο Hasankeyf η Τουρκική Πολιτεία εφάρμοσε το εξής σχέδιο ως ελάχιστο δείγμα προστασίας των εκεί
αρχαιοτήτων: το 2017 και 2018 ορισμένα μνημεία αποσπάστηκαν από τον χώρο και μεταφέρθηκαν σε ένα παρακείμενο αρχαιολογικό πάρκο.
Το 2013 στη Θεσσαλονίκη πήγε να ξεκινήσει κάτι ανάλογο: εκδόθηκε υπουργική απόφαση για τη διάλυση του βυζαντινού σταυροδρομίου που βρέθηκε στη Βενιζέλου και τη μεταφορά του κάποια χιλιόμετρα μακριά στο Στρατόπεδο του Παύλου Μελά.
Ωστόσο, οι αντιδράσεις επιστημόνων και πολιτών απέτρεψαν την εφαρμογή της απόφασης του 2013, οδήγησαν σε μία άλλη το 2017 για διατήρηση του χώρου ως έχει, που και πάλι καταργήθηκε φέτος με μία άλλη προβληματική πρόταση απόσπασης, η οποία εύστοχα παρομοιάστηκε με το πείραμα του Φρανκενστάιν. Μένει τελικά να δούμε εάν στο βυζαντινό σταυροδρόμι της Βενιζέλου η Ελλάδα θα συναντήσει την Τουρκία, συμφωνώντας μαζί της ως προς τους ανατολίτικους τρόπους διευθέτησης εκκρεμοτήτων που ανακύπτουν από την μοιραία επαφή μας με το παρελθόν.