Κάνοντας τον πολιτικό απολογισμό του κυβερνητικού διημέρου στη Θεσσαλονίκη, ο υπουργός Επικρατείας ‘Ακης Σκέρτσος έθεσε – με συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό «Σκάι» – τα εκλογικά/πολιτικά διλήμματα της επόμενης περιόδου, τα θέματα των συνεργασιών και του εκλογικού νόμου, με ταυτόχρονη αναφορά στη ζήτημα των υποκλοπών. Ανέδειξε, συγχρόνως όμως, και το κυβερνητικό σχέδιο για την παροχή κινήτρων προς δημοσίους υπαλλήλους κρίσιμων τομέων να εργασθούν σε ακριτικές περιοχές.
«Αυτό που απασχολούν την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό είναι η παραγωγή έργου, η ολοκλήρωση των προγραμματικών δεσμεύσεων που ανέλαβε αυτή η κυβέρνηση το 2019», τόνισε εισαγωγικώς και οι οποίες (δεσμεύσεις) «σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό έχουν υλοποιηθεί, πιστοί στο δόγμα, “ό,τι λέμε, το κάνουμε”. Αυτό φάνηκε και στην ομιλία της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης το Σάββατο, ότι έχουμε μία κυβέρνηση η οποία έχει πάει αρκετά βήματα μπροστά τη χώρα από το 2019 έως σήμερα».
Ταυτοχρόνως, ο υπουργός Επικρατείας επανέλαβε το «κομβικό ερώτημα», που έθεσε ο πρωθυπουργός από την Θεσσαλονίκη, με ποιον θα γίνουν τα άλματα που χρειάζεται η χώρα. Με την κυβέρνηση αυτή που, όπως είπε, έχει ειλικρινή διάθεση σύγκλισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, που εργάζεται για τον εκσυγχρονισμό του κράτους, της χώρας, της οικονομίας, της κοινωνίας, της εκπαίδευσης, της υγείας ή με δυνάμεις, οι οποίες θα αποτελέσουν μια δεύτερη φορά στη συμφορά. «Αυτό είναι το δίλημμα που έθεσε ο πρωθυπουργός και αυτό πρέπει να επαναφέρουμε στη μνήμη και τη δημόσια συζήτηση». Εν τέλει, συμπλήρωσε, οι πολίτες πρέπει να επιλέξουν μια κυβέρνηση που έχει σχέδιο για το παρόν και το μέλλον.
«Ο πρωθυπουργός έχει όραμα για το μέλλον, να κάνει την Ελλάδα πιο ευρωπαϊκή, πιο δίκαιη, πιο φιλελεύθερη. Αυτά είναι πράγματα που δεν ακούμε από την αντιπολίτευση». Και, συνεχίζοντας, «η κυβέρνηση έχει μία ευθύνη, να πάει παρακάτω τη χώρα, να την βοηθήσει να προοδεύσει. Με αυτό το στόχο όποιες πολιτικές δυνάμεις θέλουν να συγκλίνουν, είναι ευπρόσδεκτες. Ο πρωθυπουργός, ούτως η άλλως, δεν εφαρμόζει μια πολιτική κλεισμένων θυρών απέναντι σε δυνάμεις και προσωπικότητες που θέλουν να συμβάλουν στο έργο εκσυγχρονισμού της χώρας. Μιλάτε με έναν άνθρωπο που δεν προέρχεται από την Νέα Δημοκρατία», θύμισε ο ‘Α. Σκέρτσος και συμπλήρωσε:
«Όποιος θέλει, μπορεί να έλθει και να βοηθήσει. Από εκεί και πέρα δεν είναι ζήτημα προσώπων, είναι ζήτημα πολιτικών. Ποιος συμφωνεί με πολιτική προσωπικού γιατρού και αν δεν συμφωνεί, γιατί; Ποιος συμφωνεί με το διευρυμένο ολοήμερο σχολείο, το οποίο βοηθάει τις νέες οικογένειες; Επί του πραγματικού πρέπει να αναμετρηθούμε και επί του πραγματικού οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης θα πρέπει να μας πουν τι θέλουν, πού θέλουν να πάνε την χώρα».
Και στο «δια ταύτα», «χρειαζόμαστε αποτελεσματικές και σταθερές κυβερνήσεις που θα έχουν ως στόχο μία ευρωπαϊκή, σύγχρονη, δίκαιη Ελλάδα. Όποιος θέλει να προστρέξει ένα τέτοιο πρόγραμμα, είναι ευπρόσδεκτος».
Σε ερώτηση για το πώς διαμορφώνεται η ισορροπία μεταξύ επιτελικού κράτος και Υπουργείων, ο υπουργός Επικρατείας εξήγησε εν πρώτοις ότι «επιτελικό κράτος είναι ένα πλαίσιο κανόνων που ορίζουν την κυβερνητική στοχοθεσία για τον επόμενο χρόνο ή τα επόμενα δύο, τρία ή ακόμη και τέσσερα χρόνια, τον τρόπο με τον οποίο παρακολουθούμε την υλοποίηση αυτού του έργου και πώς επιλύουμε προβλήματα που μπορεί να ανακύπτουν στην καθημερινή βάση σε διυπουργικά ζητήματα. Αυτός είναι ο ρόλος του επιτελικού κράτους, από εκεί και πέρα υπάρχει συνεχής συνεργασία του πρωθυπουργού με κάθε υπουργό για τη χάραξη και άσκηση πολιτικής στο επίπεδο του υπουργείου. Οι σχέσεις αυτές προφανώς πρέπει να είναι διαρκείς, “ζωντανές” και μέσα από διάλογο», έκλεισε τη σχετική απάντηση.
Σε συνέχεια ερωτήματος που δέχθηκε στη συνέντευξη Τύπου της Κυριακής ο πρωθυπουργός, για την υποστελέχωση γιατρών στην περιφέρεια, απάντησε ότι «είναι δρομολογημένες 6.000 προσλήψεις υγειονομικών στο Σύστημα Υγείας για το 2022 και το 2023, οι οποίες έρχονται να προστεθούν στις 18.000 προσλήψεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Υπάρχει, όμως, ένα παράλληλο σχέδιο που επεξεργαζόμαστε στην Προεδρία (της Κυβέρνησης) στο πλαίσιο του επιτελικού κράτους που έχει να κάνει με την κινητροδότηση δημοσίων υπαλλήλων, όχι μόνο υγειονομικών, αλλά και εκπαιδευτικών, και ενστόλων από τα Σώματα Ασφαλείας, ειδικοτήτων του Δημοσίου που είναι κρίσιμες για την παροχή σημαντικών δημόσιων αγαθών (υγεία, εκπαίδευση, ασφάλεια) σε ακριτικές περιοχές, νησιωτικές και ορεινές». Εν κατακλείδι, ο κυβερνητικός σχεδιασμός έχει φθάσει «σε ένα αρκετά καλό επίπεδο ωριμότητας και κωδικοποίησης των κινήτρων, και είναι κάτι που θα ανακοινώσουμε το επόμενο διάστημα», εξήγγειλε ο ‘Α. Σκέρτσος.
Στο θέμα του εκλογικού νόμου, «προφανώς γίνονται συζητήσεις μέσα στην κυβέρνηση, γίνονται εισηγήσεις προς τον πρωθυπουργό, μπορεί να ανοίγουν τέτοια θέματα, αλλά ο πρωθυπουργός έχει τον τελικό λόγο. Και ο ίδιος έδωσε το στίγμα ότι είναι απόλυτα θεσμικός, ότι θέλει να επενδύσει ακόμη περισσότερο σε αυτή τη σχέση εμπιστοσύνης που έχει οικοδομήσει με τους πολίτες όλα τα χρόνια της διακυβέρνησης αλλά και όσο ήταν στην αντιπολίτευση», ήταν το εισαγωγικό του σχόλιο.
Και συμπλήρωσε: «Και έτσι θα συνεχίσει, με τρόπο σοβαρό, θεσμικό, χωρίς να λοξοκοιτάει δεξιά και αριστερά για τακτικισμούς. Με μοναδικό στόχο, να υπάρχει μία σταθερή, αποτελεσματική, σοβαρή φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση -αυτό χρειάζεται ο τόπος σε αυτές τις δύσκολες συγκυρίες που έχουμε πολλές κρίσεις που έχουμε να διαχειρισθούμε».
Στην τοποθέτησή του για το ΠΑΣΟΚ παρατήρησε πως «πρέπει να λύσει κάποια ζητήματα στρατηγικής, εσωτερικά. Έχει μια ηγεσία αυτήν τη στιγμή που φαίνεται ότι επιλέγει να κάνει μονοθεματική αντιπολίτευση». Κατά τον υπουργό Επικρατείας, «το πολύ σοβαρό ζήτημα των παρακολουθήσεων πρέπει να τεθεί σε θεσμική βάση, να δούμε πώς μπορούμε να διορθώσουμε όλες τις αστοχίες που παρατηρήθηκαν αλλά δεν μπορεί αυτό να είναι το μείζον ζήτημα που απασχολεί ή μονοπωλεί τη δημόσια συζήτηση». Εκτίμησε δε, ότι «η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε μια απόκλιση από τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις ότι υπάρχει μια σημαντική υποστήριξη στο κυβερνητικό έργο, τις πολιτικές που εφαρμόζονται, που αντλούν και από το “οπλοστάσιο” των ιδεών του ΠΑΣΟΚ».
Στο ζήτημα της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, σημείωσε ότι «έχουν γίνει επανειλημμένα προσκλήσεις από την κυβέρνηση, από την ΕΥΠ, προς τον κ. Ανδρουλάκη να ενημερωθεί για το θέμα που τον ενδιαφέρει. Αρνείται να το κάνει ο ίδιος. Καμία άρνηση δεν υπάρχει από την πλευρά της κυβέρνησης – το είπε ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Έχει επανειλημμένα τεθεί στον κ. Ανδρουλάκη να συζητήσουν και πολιτικά, και αυτό δεν έχει βρει κάποιο αποδέκτη». Εν κατακλείδι δε, «η “μπάλα’ βρίσκεται στο “γήπεδο” του κ. Ανδρουλάκη».
Για το γενικότερο ζήτημα των υποκλοπών, διεμήνυσε πως η κυβέρνηση κινείται «με απόλυτα θεσμικό τρόπο, η κυβέρνηση πρώτη ανέδειξε το θέμα, διαπίστωσε το πρόβλημα, έγινε αναγνώριση και ανάληψη πολιτικής ευθύνης στο ανώτατο επίπεδο – στο επίπεδο του πρωθυπουργού – υπήρξαν παραιτήσεις. Επίσης, συζητήσεις και συνεδριάσεις της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών, τώρα έρχεται η εξεταστική. Όλα θα γίνουν με τρόπο τέτοιο και με ευθύνη και πρωτοβουλία της κυβέρνησης ώστε να χυθεί άπλετο φως, όπως πρέπει, εντός του πλαισίου, όμως, του απορρήτου που διέπει τη λειτουργία αυτής της τόσο σημαντικής υπηρεσίας. Η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών δεν είναι μια απλή υπηρεσία, χρειάζεται μια προστασία της ίδιας της λειτουργίας και των υπηρεσιών που προσφέρει στην εθνική ασφάλεια. Βλέπουμε αντίστοιχα από την πλευρά της αντιπολίτευσης δυστυχώς μια προσπάθεια εργαλειοποίησης και διαρροών για το κάθε τι που αφορά στην υπόθεση».
Και, κλείνοντας, «η ευθύνη του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης είναι να προστατεύσουν στον απόλυτο βαθμό τον κρίσιμο ρόλο που επιτελεί σήμερα σε ένα περιβάλλον πολλών και δύσκολων απειλών που δέχεται η Ελλάδα». Ώστε, συμπέρανε, «να υπάρξει και διαλεύκανση της υπόθεσης και θεσμικές παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες που θα περιφρουρήσουν το χώρο ώστε να μην συμβούν ξανά τέτοιες αστοχίες και ταυτόχρονα προστασία της ίδιας της ΕΥΠ».