Δημοσιεύτηκε στην έντυπη Today Press
της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα
Επίκουρης Καθηγήτριας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Όλες αυτές τις ημέρες ακούμε διαρκώς συνθήματα για ανυπακοή, για πολιτική ανυπακοή. Για την ανυπακοή σε ένα σαθρό σύστημα και στους νόμους του που ευθύνεται για την τραγωδία των Τεμπών. Ποια είναι όμως πραγματικά η έννοια της πολιτικής ανυπακοής; Είναι πράγματι αυτή που βροντοφωνάζουν στο δρόμο οι εξαγριωμένοι πολίτες; Ο Αμερικάνος φιλόσοφος John Rawls έδωσε τον πιο δημοφιλή ορισμό της πολιτικής ανυπακοής στο βιβλίο του Θεωρία της Δικαιοσύνης. Υποστήριξε λοιπόν ότι είναι μια «πράξη δημόσια, μη βίαιη, με συνειδησιακό έρεισμα αλλά όμως πολιτικού χαρακτήρα, η οποία είναι αντίθετη στο νόμο και διενεργείται συνήθως με σκοπό να προκαλέσει μεταβολή του νόμου ή της πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση».
Ο ίδιος έθεσε τρία δεδομένα που οφείλει να διαθέτει κάθε γνήσια πράξη πολιτικής ανυπακοής. Η διαμαρτυρία πρέπει να βασίζεται σε περιπτώσεις μεγάλων αδικιών που έχουν συντελεστεί και μόνο αφού πρώτα δοκιμάστηκαν τα έννομα μέσα διαμαρτυρίας και αυτά απέτυχαν. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο αυτή η τακτική της διαμαρτυρίας οφείλει να μην εκτραχύνεται και να μη λαμβάνει διαστάσεις που θέτουν σε κίνδυνο την συνταγματική τάξη. Αν συμβεί κάτι τέτοιο τότε παραβιάζονται οι αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης που διέπουν τη συμβίωση ελεύθερων και ίσων ατόμων. Σύμφωνα με τον Rawls η πολιτική ανυπακοή είναι μια πράξη πολιτική που δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχει άδικος ή ανήθικος νόμος. Τελικά, μπορεί να είναι ηθικά δικαιολογημένη η παράβαση ενός κανόνα δικαίου στο όνομα πολιτικών ή ηθικών αξιών; Η πολιτική φιλοσοφία βρέθηκε αντιμέτωπη με αυτό το ερώτημα από πολύ νωρίς, ήδη από την εποχή του Σωκράτη. Όταν εκείνος ρωτήθηκε σχετικά απάντησε αρνητικά, πίνοντας το κώνειο όπως ακριβώς πρόσταζε ο νόμος.
Για να προβάλλει κανείς αυτή τη συζήτηση στο σήμερα είναι σημαντικό να δει πως αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία τις σκηνές των διαδηλωτών να πενθούν για τους νεκρούς των Τεμπών σπάζοντας τα σκαλιά ξενοδοχείων, βάζοντας φωτιές σε κάδους σκουπιδιών, καταστρέφοντας περιουσίες απλών πολιτών. Είναι πολιτική ανυπακοή όταν κάποιοι βάφουν με σπρέι τη σκοπιά του Εύζωνα, όταν την πυρπολούν, όταν βάζουν φωτιά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη; Είναι ανυπακοή όταν φωνάζουν στους Εύζωνες να φύγουν γιατί θα τους κάψουν; Να φύγουν αυτοί που η παρουσία τους επιβεβαιώνει και βροντοφωνάζει γιατί είμαστε ελεύθεροι σήμερα, γιατί μπορούμε ελευθέρα να διαδηλώνουμε και να διεκδικούμε; Πως μπορεί κανείς να απαιτεί οξυγόνο όταν ταυτόχρονα το στερεί από τους Εύζωνες;
Στα δημοκρατικά πολιτεύματα οι διαμαρτυρίες με τη μορφή της πολιτικής ανυπακοής δεν μπορούν ποτέ να λάβουν διαστάσεις νομικά κατοχυρωμένες. Δυστυχώς υπάρχει μια μεγάλη σύγχυση ανάμεσα σε αυτό που πραγματικά πρεσβεύει η τακτική της ανυπακοής και αυτό που οι άνθρωποι νομίζουν ότι πρεσβεύει. Και πολύ περισσότερο προβληματική είναι η αντίληψη ότι η Ιστορία γράφεται με ανυπακοή. Υπάρχουν ισχυρές ηθικές αιτιάσεις που επιβάλλουν την υπακοή στο δίκαιο και στην έννομη τάξη. Αν διαβάσει κανείς τα μανιφέστα των πρωτεργατών της πολιτικής ανυπακοής θα διαπιστώσει πως αυτή είναι μια μη βίαιη τακτική διαμαρτυρίας που ναι μεν εκδηλώνεται μέσα από την παράβαση ενός νόμου, όμως διακηρύττει ταυτόχρονα τη γενική εμπιστοσύνη του παραβάτη στο σύνολο της έννομης τάξης.