0

Από την έντυπη Today Press

Το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που σημάδεψε την πολιτική ιστορία της Ελλάδας από το 1974 μέχρι και τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, βρίσκεται ξανά στο πολιτικό προσκήνιο.

Μετά από μια δεκαετία παρακμής και πολιτικής αφάνειας, η επιστροφή του στην αξιωματική αντιπολίτευση και η ανάδειξή του ως δεύτερου πολιτικού πόλου στη χώρα, θέτει μια σειρά από καίρια ερωτήματα. Έχει τα φόντα το ΠΑΣΟΚ να διεκδικήσει ξανά την εξουσία; Μπορεί ο Νίκος Ανδρουλάκης να «χτυπήσει» στα ίσα τον Κυριάκο Μητσοτάκη; Και πάνω απ’ όλα, είναι σε θέση να πείσει τους πολίτες ότι αποτελεί μια σύγχρονη, αξιόπιστη εναλλακτική για το μέλλον της χώρας;

Από την Ανάδειξη στην κατάρρευση

Η πορεία του ΠΑΣΟΚ είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική εξέλιξη της Μεταπολίτευσης. Από την ίδρυσή του το 1974 από τον Ανδρέα Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε ως ένα μικρό κόμμα (13% το 1974), που όμως πολύ γρήγορα έγινε η φωνή των λαϊκών στρωμάτων, των ‘’μη προνομιούχων’’ όπως τότε τους ονόμασε ο ιδρυτής του.

Οι εθνικές εκλογές του 1981 υπήρξαν ορόσημο. Με το εντυπωσιακό 48% των ψήφων, το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε την εξουσία και εγκαινίασε μια νέα εποχή στην Ελλάδα. Η δεκαετία του ‘80 χαρακτηρίστηκε από κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, διεύρυνση του κράτους πρόνοιας και τη δημιουργία μιας ισχυρής μεσαίας τάξης. Παράλληλα, όμως, έθεσε και τις βάσεις για παθογένειες, όπως η διόγκωση του δημόσιου τομέα, η υπερχρέωση της χώρας και η διάλυση κάθε ιεραρχίας. Η παρουσία κορυφαίων στελεχών, όπως ο Γιώργος Γεννηματάς, ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ο Γεράσιμος Αρσένης και ο Κώστας Λαλιώτης, έδωσε τότε στο κόμμα μια δυναμική πολιτική ταυτότητα.

Η δεύτερη περίοδος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, από το 1993 και μετά, με τον Κώστα Σημίτη στην ηγεσία, έφερε τη χώρα πιο κοντά στην Ευρώπη. Η είσοδος στην ΟΝΕ το 2001 και η ανάπτυξη των υποδομών, με τη δημιουργία της Εγνατίας Οδού, της Αττικής οδού, του μετρό Αθηνών, της γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου, των έργων του 2004 και του αεροδρομίου “Ελευθέριος Βενιζέλος”, ήταν επιτεύγματα που σφράγισαν εκείνη την εποχή. Ωστόσο, ήδη από τότε άρχισαν να διαφαίνονται τα σημάδια της επερχόμενης κρίσης.

Το 2004 σηματοδότησε την αρχή του τέλους της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ. Οι εκλογικές ήττες, η απογοήτευση από την πολιτική του Γιώργου Παπανδρέου και, κυρίως, η διαχείριση της οικονομικής κρίσης το 2010, οδήγησαν στην πλήρη κατάρρευση του κόμματος. Από το 44% του 2009, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε το 2012 στο 12%, ενώ το 2015 είχε κατρακυλήσει στο 4,7%. Η διάσπαση με τη δημιουργία του ΚΙΔΗΣΟ από τον Γιώργο Παπανδρέου και η είσοδος του Βενιζελικού ΠΑΣΟΚ με τη Νέα Δημοκρατία σε κυβερνήσεις συνεργασίας συνέβαλαν στην απαξίωσή του. Ήταν μια υπεύθυνη τότε στάση, αλλά πληρώθηκε πολύ ακριβά.

Η Επιστροφή στο Προσκήνιο

Η σημερινή ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η σταδιακή αποκατάσταση της εικόνας του κόμματος ξεκίνησε με την ανάδειξη του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία το 2021. Αντικατέστησε την Φώφη Γεννηματά που διακρίθηκε για την αντοχή και την σοβαρότητα της, με α οποία κράτησε το ΠΑΣΟΚ με την μύτη πάνω απ’ το νερό. Ο Ανδρουλάκης, παρά το μάλλον άγαρμπο παρουσιαστικό του και την όχι και τόσο μεγάλη ρητορική του δεινότητα, είναι ένας πολιτικός με μάλλον ήπιο προφίλ, τεχνοκρατική αντίληψη και ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Κατάφερε να επαναφέρει την ενότητα στο κόμμα και να του δώσει μια νέα δυναμική. Από την μέρα που ανέλαβε, παρά την κριτική ότι «δεν κάνει για αρχηγός», κατάφερε να ανεβάζει διαρκώς το ΠΑΣΟΚ. Λίγο κάθε φορά, αλλά πάντα ψηλότερα.

Η εκλογική του άνοδος στις πρόσφατες εκλογές και η μετεκλογική του ανάδειξη  (λόγω κατάρρευσης και διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ) σε αξιωματική αντιπολίτευση, σηματοδοτεί ένα νέο κεφάλαιο. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε θέση να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας και να διεκδικήσει εκ νέου την εμπιστοσύνη των πολιτών.

Μπορεί ο Ανδρουλάκης να κερδίσει τον Μητσοτάκη;

Ένα από τα βασικά ερωτήματα που τίθενται είναι αν ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει τη δυνατότητα να «χτυπήσει» στα ίσα τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η Νέα Δημοκρατία παραμένει κυρίαρχη στον πολιτικό χάρτη, με έναν ηγέτη που έχει καταφέρει να διατηρήσει υψηλή δημοτικότητα, παρά τις προκλήσεις και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κυβέρνησή του.

Ο Ανδρουλάκης, αν και έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη ενός σημαντικού ποσοστού ψηφοφόρων, δεν έχει καταφέρει ακόμα να πείσει ότι αποτελεί μια εξίσου ισχυρή και αξιόπιστη επιλογή. Δεν έχει αποκτήσει την τόσο πολύτιμη εικόνα του «πρωθυπουργήσιμου». Βεβαίως, οι «μονομαχίες» στην Βουλή και στα τηλεοπτικά στούντιο δίνονται πια ανάμεσα σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, γεγονός που δείχνει την αναβάθμιση του. Παράλληλα, δυο-τρεις πρωτοβουλίες που πήρε, του «βγήκαν». Το πρόβλημα της στέγης για παράδειγμα ή το πρόσφατο με την φορολόγηση των τραπεζών, αν και σ’ αυτό ο Μητσοτάκης του έκανε αριστοτεχνική ρελάνς.

Το μεγαλύτερο στοίχημά του Ανδρουλάκη, πέραν της δικής του πολιτικής ωρίμανσης, είναι να δημιουργήσει μια ηγετική ομάδα με όραμα και εμπειρία, που θα μπορέσει να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Η τελευταία μάχη ηγεσίας που διεξήχθη με σοβαρότητα και αίσθηση ενότητας, έβαλε στο παιχνίδι και μια σειρά από άλλα στελέχη. Γερουλάνος, Διαμαντοπούλου, Κατρίνης, που προστέθηκαν στους νεώτερους της προηγούμενης τετραετίας όπως ο Χριστοδουλάκης, Χριστίδης και άλλοι. Υλικό για δημιουργία σοβαρής ηγετικής ομάδας υπάρχει, όλα εξαρτώνται από την βούληση του αρχηγού.

Η αξιοπιστία ενός κόμματος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πρόγραμμά του και από τα πρόσωπα που καλούνται να το υλοποιήσουν. Το ΠΑΣΟΚ καλείται να παρουσιάσει ένα σύγχρονο, ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο κυβερνητικό πρόγραμμα, που θα απαντά στις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Οι πολίτες έχουν κουραστεί από τον λαϊκισμό και τις κενές υποσχέσεις. Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να πείσει ότι αποτελεί μια υπεύθυνη και σοβαρή εναλλακτική.

Ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ είναι να παρασυρθεί σε λογικές λαϊκισμού, προκειμένου να προσελκύσει μεγαλύτερα ποσοστά ψηφοφόρων. Η Νέα Δημοκρατία το κατηγορεί ήδη ότι κινδυνεύει να γίνει ένας «πράσινος ΣΥΡΙΖΑ», υιοθετώντας δημαγωγικές πρακτικές και υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα.

Ο Ανδρουλάκης και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πρέπει να αντισταθούν σε αυτή την παγίδα. Η επιλογή της υπευθυνότητας και του ρεαλισμού μπορεί να είναι δύσκολη, αλλά μακροπρόθεσμα είναι η μόνη οδός που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας του κόμματος.

Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να ξαναγίνει Λαϊκό Κίνημα;

Το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον έχει αλλάξει ριζικά σε σχέση με τις δεκαετίες του ‘80 και του ’90. Οι πολίτες είναι πιο δύσπιστοι, πιο απαιτητικοί και λιγότερο δεκτικοί σε παραδοσιακά πολιτικά συνθήματα. Η πρωτοκαθεδρία δεν δίνεται εύκολα και κάθε πιθανότητα να ξαναζήσει ο τόπος πολιτική αστάθεια, αντικειμενικά λειτουργεί υπέρ του Μητσοτάκη.

Ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία. Η ιστορική του πορεία και η σύνδεσή του με σημαντικά επιτεύγματα της Μεταπολίτευσης αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη. Αν καταφέρει να εκφράσει ξανά τις ανάγκες της μεσαίας τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, να δώσει λύσεις στα σύγχρονα προβλήματα και να εμπνεύσει με ένα νέο όραμα για το μέλλον, τότε μπορεί να ξαναγίνει το μεγάλο λαϊκό κίνημα που κάποτε ήταν.

Η επιστροφή στην εξουσία δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί στρατηγική, επιμονή και, κυρίως, την ικανότητα να απαντήσει στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Αν το ΠΑΣΟΚ καταφέρει να πείσει ότι είναι το κόμμα του μέλλοντος και όχι ένα κόμμα του παρελθόντος, τότε μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις την εξουσία και να ξαναγίνει ο μεγάλος πολιτικός πόλος που σημάδεψε την ιστορία της χώρας.

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις