Δημοσιεύθηκε στην έντυπη Today Press
τoυ Ανδρέα Μαζαράκη
Η Ρωσία, από το 2000 με την άνοδο του Πούτιν στην εξουσία, άρχισε μια προσπάθεια ανακτήσεως του κύρους της ως μεγάλης δυνάμεως στο διεθνές σύστημα. Ως πρώτο βήμα άρχισε να αντιδρά με διπλωματικά μέσα σε όλα τα διεθνή φόρα στην προσπάθεια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ να χρησιμοποιούν βία, Ιδίως για την αλλαγή κυβερνήσεων σε διάφορα κράτη του πλανήτη, χωρίς εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ.
Η ανησυχία της Ρωσίας για τα τεκταινόμενα στην Συρία άρχισε από την 17 η Μαρτίου του 2011, όταν το ΣΑ του ΟΗΕ, με το ψήφισμα 1973 για την δημιουργία ζώνης απαγορεύσεως πτήσεων στην Λιβύη, έδωσε την δυνατότητα σε Δυτικές δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν στρατιωτικές δυνάμεις και με το πρόσχημα της ανθρωπιστικής επεμβάσεως, να ανατρέψουν την κυβέρνηση του Καντάφι.
Τον Σεπτέμβριο του 2015, η Ρωσία ανέπτυξε αεροπορικές δυνάμεις στην αεροπορική βάση Khmeimim, στην Λατάκεια. Η Ρωσία επενέβη στην Συρία προκειμένου να προλάβει την ανατροπή του Άσαντ και την αντικατάστασή του από κάποιο σουνιτικό φιλοδυτικό καθεστώς, όχι αυτοβούλως, αλλά κατόπιν επισήμου πρόσκλησής της από την κυβέρνηση Άσαντ. Με βάση αυτήν την πρόσκληση, η Ρωσία δικαιολογεί όλες τις ενέργειες της στον εμφύλιο πόλεμο. Πρέπει να σημειωθεί πάντως, ότι η Συρία ανήκε στην επιρροή της ΕΣΣΔ, στην οποία είχε παραχωρήσει και ναυτική βάση στην Ταρσό.
Η επέμβαση της Ρωσίας έγινε όταν οι συριακές δυνάμεις του Άσαντ έλεγχαν μόνο το 1/5 του εδάφους της Συρίας και ο Άσαντ ήταν πολύ πιθανό να καταρρεύσει. Εάν δε οι Δυτικές δυνάμεις επετύγχαναν την αντικατάστασή του με κάποια κυβέρνηση της αρεσκείας τους, η Ρωσία θα έχανε την πρόσβασή της στην Συρία, μέσω της οποίας ξεφεύγει από την περικύκλωση που υφίσταται από τις Δυτικές ναυτικές δυνάμεις στην Ευρώπη και στην Κεντρική Ασία.
Πλέον αυτού του βασικού λόγου, για την παρούσα εργασία, τρεις ακόμη παράγοντες οδήγησαν και οδηγούν την συμπεριφορά της Ρωσίας στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στην Συρία: α. Ο φόβος επεμβάσεων Δυτικών δυνάμεων στις δημοκρατίες του Καυκάσου, κάτι που θα δημιουργούσε αστάθεια μέσα στην Ρωσική Ομοσπονδία. β. Η ανεξέλεγκτη οργάνωση και εγκατάσταση τρομοκρατικών δικτύων από μουσουλμάνους εξτρεμιστές σε περιοχές της Συρίας, τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν παρακλάδια στις μουσουλμανικές περιοχές του Νοτίου Καυκάσου. Στην Ρωσία εκείνη την εποχή, ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες, από την διπλή τρομοκρατική επίθεση στο μετρό της Μόσχας, στις 29 Μαρτίου του 2010, που είχε προκαλέσει τον θάνατο 40 ανθρώπων. Στην επίθεση συμμετείχαν δύο μουσουλμάνες γυναίκες από τον Νότιο Καύκασο, που φόραγαν γιλέκα με εκρηκτικές ύλες. γ. H στήριξη σ’ έναν παλαιό σύμμαχο της στην Μέση Ανατολή, γεγονός που θα ενίσχυε την αξιοπιστία της ως μεγάλης δυνάμεως, που υποστηρίζει και δεν εγκαταλείπει τους συμμάχους της.
Στο διπλωματικό επίπεδο, από το 2011 που ξεκίνησε o εμφύλιος, η Ρωσία έχει ασκήσει veto σε 16 αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ υποστηρίζοντας τον Άσαντ. Τα περισσότερα εξ αυτών ήταν καταδικαστικά για τον Άσαντ, αλλά ως μόνιμο μέλος του ΣΑ του ΟΗΕ, με τα veto δεν επέτρεψε, είτε να του επιβληθούν κυρώσεις, είτε να εκδοθούν καταδικαστικά ψηφίσματα, κάτι που θα δυσκόλευε, ακόμη περισσότερο την διακυβέρνησή του, ειδικά αυτά για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Ρωσία επέλεξε να μην στείλει χερσαίες δυνάμεις στην Συρία για απ’ ευθείας εμπλοκή με τις ομάδες των αντιφρονούντων σε μάχες, αλλά να βασιστεί στον συριακό στρατό που έλεγχε ο Άσαντ και σ’ ένα Σώμα Στρατού, το 5ο, το οποίο συγκρότησαν και εκπαίδευσαν Ρώσοι στρατιωτικοί, στρατολογώντας φιλοκυβερνητικούς πολίτες από όλες τις εθνικότητες και τις θρησκευτικές ομάδες της Συρίας.
Σχετικά με την αποκατάσταση του κύρους της ως μεγάλης δυνάμεως, δύο γεγονότα μαρτυρούν ότι πέτυχε τον στόχο της σε μεγάλο βαθμό: α. ΟΙ ΗΠΑ συνομίλησαν απ’ ευθείας με την Ρωσία σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών, για την καταστροφή του χημικού οπλοστασίου του Άσαντ το 2013 και για κατάπαυση του πυρός το 2016. Εάν η Ρωσία δεν είχε κομβικό ρόλο στην ροή των εξελίξεων για την τύχη του Άσαντ στο έδαφος, οι ΗΠΑ δεν θα υπολόγιζαν την Ρωσία ως ισότιμο συνομιλητή τους. β. ΗΠΑ και Ρωσία υιοθέτησαν μηχανισμούς συνεργασίας (Deconfliction) σε όλα τα επίπεδα διοικήσεως, από το 2016, μόλις ρωσικές δυνάμεις εγκαταστάθηκαν στην Συρία, προκειμένου να αποφευχθεί η απευθείας σύγκρουση μεταξύ δυνάμεων των δύο χωρών στο πεδίο. Στο ανώτατο στρατιωτικό επίπεδο, υιοθετήθηκε μια κόκκινη γραμμή επικοινωνίας, με το ένα άκρο στην αμερικανική βάση Al-Udeid στο Κατάρ και το άλλο στην ρωσική αεροπορική βάση Khmeimim, έξω από την Λατάκεια.
Πρωτοβουλία της Αστάνα
Astana Process ονομάστηκε η διπλωματική πρωτοβουλία της Ρωσίας για εξεύρεση λύσεως μέσω διαπραγματεύσεων στην Αστάνα του Καζακστάν, μεταξύ Ρωσίας, Τουρκίας και Ιράν και την παρουσία του ΟΗΕ. Οι τρεις χώρες λειτουργούν μέχρι σήμερα και ως εγγυήτριες δυνάμεις των αποφάσεων των συναντήσεων στην Αστάνα, αν και υπήρξαν αποκλίσεις στην εφαρμογή τους στο έδαφος. Στις 24 και 25 Ιανουαρίου του 2024, έλαβε χώρα ο 21ος γύρος συνομιλιών στο πλαίσιο αυτής της πρωτοβουλίας.
Η Ρωσία εκτός από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την υποστήριξη του στρατού του Άσαντ, ανέλαβε πρωτοβουλία και στο διπλωματικό πεδίο. Έτσι, από τον Ιανουάριο του 2017, προσκάλεσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την Τουρκία, το Ιράν και τον ΟΗΕ, προκειμένου μέσω συνομιλιών να τερματιστεί η ένοπλη σύρραξη. Στις αρχικές διαπραγματεύσεις ο ΟΗΕ εκπροσωπήθηκε από τον ειδικό απεσταλμένο του για την Συρία, StatTan de Mistura. Σκοπός τηςΡωσίας ήταν να αποκλείσει τις ΗΠΑ από τις διαπραγματεύσεις για την Συρία και παράλληλα να δείξει στην διεθνή κοινότητα την ικανότητά της να λειτουργεί ως ειρηνοποιός στο ταραγμένο RSC της Μέσης Ανατολής και στο Υποσύστημα του Λεβάντε.
Συμπεράσματα
α. Η Ρωσία με την εμπλοκή της από το 2015 στον πόλεμο της Συρίας, τόσο σε διπλωματικό επίπεδο μέσω των συνομιλιών στην Αστάνα, όσο και με την χρηση στρατιωτικών δυνάμεών της στο έδαφος, αποτελεί πλέον έναν απαραίτητο συνομιλητή για την εξεύρεση πολιτικής λύσης στην συριακή κρίση.
β. Η ενεργός συμμετοχή της Ρωσίας στον πόλεμο ανάγκασε τις ΗΠΑ να διαπραγματεύονται απ’ ευθείας με την Ρωσία και συνεπώς να την αντιμετωπίζουν ως ισότιμο ομιλητή, κάτι που ήταν στους στόχους εξωτερικής πολιτικής του Πούτιν.
γ. Η Ρωσία έχει συμφέρον να διατηρηθεί ο Άσαντ στην εξουσία, ώστε και αυτή, με την στήριξή του, να παραμείνει σημαντικός δρών στο RSC της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.
δ. Με την παρουσία της στην Συρία όλα αυτά τα χρόνια της κρίσεως έχει καταφέρει να αποφύγει τρομοκρατικά χτυπήματα από αντάρτες του ΙΚ, καθώς και ανεξέλεγκτη είσοδο τρομοκρατών στο έδαφος της.