0

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press

του Ανδρέα Μαζαράκη

Το καλοκαίρι του 1974, πενήντα χρόνια πριν, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Τουρκία βρέθηκαν σε πόλεμο. Από καμία πλευρά δε γίνεται πολύς λόγος για τον πόλεμο αυτόν. Η ανατολική Μεσόγειος είναι συνηθισμένη από πολέμους και η σύγκρουση αυτή δεν τοποθετήθηκε ανάμεσα στις σημαντικές: οι τελευταίες γίνονται συνήθως στην μαρτυρική Παλαιστίνη.

Ο δεύτερος λόγος είναι γιατί ο επιτιθέμενος, η Τουρκία, θεώρησε ότι το 1974 δεν επρόκειτο ακριβώς για πόλεμο, αλλά για “ειδική στρατιωτική επιχείρηση” που είχε στόχο να εμποδίσει την εκπλήρωση του στόχου των πραξικοπηματιών της Λευκωσίας, την Ένωση με την Ελλάδα. Ο τρίτος λόγος είναι γιατί η ελληνική πλευρά έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να χάσει τον πόλεμο αυτό. Και όλοι γνωρίζουμε ότι δεν είναι ευχάριστα τα κεφάλαια της εθνικής ιστορίας που αναφέρονται σε ήττες και ταπεινώσεις, ιδιαίτερα όταν αυτές προκλήθηκαν σε ατμόσφαιρα απόλυτης ανεπάρκειας της ελληνικής πλευράς.

Μισό αιώνα μετά υπάρχουν ενδείξεις ότι το ενδιαφέρον για τον πόλεμο του 1974 και τις επιπτώσεις του αποκτά νέα δυναμική. Δεν αναφέρομαι φυσικά στο blame game στο οποίο επιδόθηκαν οι κυβερνήσεις σε Λευκωσία και Αθήνα διαμέσου των Φακέλων της Κύπρου. Κανέναν δεν έκαναν σοφότερο οι “μαρτυρίες” και οι μετακυλιόμενες ευθύνες που παρελαύνουν στις ατελείωτες σελίδες τους. Αντίθετα, στην απέναντι πλευρά, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αποκτά προοδευτικά τη θέση της στη στρατιωτική ιστορία, όχι μόνο την τουρκική.

Το βιβλίο των Έρικσον και Ουαγιάρ, μια στρατιωτική ιστορία της εισβολής, εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο των Αμερικανών Πεζοναυτών! Η επιχείρηση εντάσσεται πλέον στις λαμπρές σελίδες της τουρκικής στρατιωτικής ιστορίας, χωρίς να διακρίνονται τύψεις. Έκτοτε, άλλωστε, η Τουρκία έχει πραγματοποιήσει αριθμό εισβολών και επεμβάσεων έξω από τα σύνορά της. Ο πόλεμος του Ιουλίου 1974 έχει όμως χαρακτηριστικά που θα ενδιέφεραν την σημερινή αμυντική πολιτική της Ελλάδας και, ως εκ τούτου, θα όφειλε να τύχει σοβαρότερης προσοχής και μελέτης.

Για να μην υπάρξει παρεξήγηση, με τον όρο μελέτη δεν εννοούμε την παράθεση κατορθωμάτων και μεμονωμένων επιτευγμάτων, ούτε την οφειλόμενη τιμή στους υπερασπιστές του νησιού. Δυστυχώς κάθε σοβαρή αποτίμηση των τότε συμβάντων καλύπτεται κάτω από το σκοτεινό μανδύα της “μνήμης” μέσα από τον οποίο ελάχιστα πράγματα μπορεί να διακρίνει κανείς. Στο στρατηγικό και στο τακτικό πεδίο ετούτου του πολέμου αναδεικνύονται ερωτήματα που θα έπρεπε να εξεταστούν. Ας αναφερθούμε, στο σύντομο αυτό άρθρο, σε τέσσερα από αυτά.

Τα πλεονεκτήματα

Ας ξεκινήσουμε με ένα βασικό πλεονέκτημα της ελληνικής πλευράς. Γνώριζε καλά τον αντίπαλο λόγω της κοινής συμμετοχής των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ και μπορούσε να παρακολουθήσει τις δυνατότητες, τις κινήσεις και τις ενέργειές του. Πέρα από τα υπόλοιπα, γνώριζε και το μέγεθος των δυνατοτήτων του. Μπορούσε να παρακολουθήσει τη μεθοδική προσπάθεια της Τουρκίας να δημιουργήσει αποβατικό στόλο μετά τις συγκρούσεις του 1964 στην Κύπρο, έχοντας προφανώς στο νου της την εισβολή στο νησί.

Οι μικρές ναυπηγικές της δυνατότητες και ο δισταγμός των ΗΠΑ για τη μεταβίβαση αξιόλογων αποβατικών μέσων οδήγησαν στην δημιουργία ενός στόλου αποβατικών ακάτων (LCT, LCU) μικρών δυνατοτήτων (ονομαστική ταχύτητα 8 κόμβων, μικρή μεταφορική ικανότητα, περίπου άοπλα). Η απόκτηση του Ertugrul (αρματαγωγό LST, το πρώτο σημαντικό σκάφος αποβατικών επιχειρήσεων που αποκτούσε η Τουρκία) από τις ΗΠΑ το καλοκαίρι του 1973, οι έντονες εργασίες προσαρμογής και αποκατάστασης που στόχευαν να το επαναφέρουν σε πολεμική ετοιμότητα δεν πέρασαν απαρατήρητες από την Αθήνα. Το ίδιο και η μετατροπή βοηθητικών πλοίων του στόλου σε οπλιταγωγά.

Στον τομέα των εναέριων μέσων, οι έντονες προετοιμασίες ειδικά των μεταγωγικών αεροσκαφών (C-130, C-160, κλπ.) και των μεταφορικών ελικοπτέρων (ΑΒ 204 και UH-1) την άνοιξη του 1974, επίσης δεν πέρασε απαρατήρητη. Η ενίσχυση των αερομεταφερόμενων και των αμφίβιων μονάδων ήταν εμφανής. Ακόμα και μονάδες της Χωροφυλακής προστέθηκαν στις αερομεταφερόμενες μονάδες. Δεν επρόκειτο για κάτι κρυφό. Η κυβέρνηση Ετσεβίτ ήθελε να προειδοποιήσει ως προς το τι θα έπραττε εάν υπήρχε ελληνική επέμβαση στην Κύπρο. Δεν κρατούσε, λοιπόν, στο σκοτάδι τις προετοιμασίες της. Η Αθήνα λοιπόν γνώριζε τις αντιδράσεις της Άγκυρας και γνώριζε επίσης τα μέσα που διέθετε για να τις υπηρετήσει.

Η ταραγμένη περίοδος του 1974

Ένα δεύτερο πλεονέκτημα της ελληνικής πλευράς ήταν ότι είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Μπορούσε να επιλέξει το χρόνο και τον τόπο των ενεργειών της, επιβάλλοντας στην απέναντι πλευρά το δικό της ημερολόγιο και τις δικές της επιλογές. Η κοινή λογική θα έλεγε ότι ο εξαρτώμενος από την Αθήνα χρονισμός των σχεδίων για αλλαγή καθεστώτος στο νησί με στόχο την ένωση, θα επέλεγε την πλέον κατάλληλη στιγμή.

Ο θάνατος του Γρίβα, η πρόσκαιρη διακοπή των τρομοκρατικών επιχειρήσεων της ΕΟΚΑ-Β’ που ακολούθησε και η διαμάχη για την ηγεσία της, έδωσε πρόσθετες ευκαιρίες επιλογής. Ο χρόνος ευνοούσε την ελληνική πλευρά. Ο εξοπλισμός του ελληνικού στρατού με σύγχρονα όπλα βρισκόταν ένα στάδιο πριν τον αντίστοιχο τουρκικό και ήταν υπόθεση εβδομάδων η λειτουργική ένταξη των νέων οπλικών συστημάτων στις μονάδες.

Για όσο διάστημα εξάλλου δεν εκδηλωνόταν το πραξικόπημα οι δρόμοι σε θάλασσα και αέρα ήταν ανοικτοί για την ελληνική πλευρά, η οποία μπορούσε να βελτιώσει σημαντικά τις θέσεις της στην Κύπρο. Δεν ίσχυε το ίδιο για την τουρκική πλευρά. Παρόλα αυτά, τον Απρίλιο 1974, η ΕΟΚΑ-Β’ επανέλαβε τις τρομοκρατικές της επιθέσεις εναντίον οπαδών του Μακαρίου περιορίζοντας την ευχέρεια επιλογών της Αθήνας.

Η συνακόλουθη πίεση της Λευκωσίας για αντικατάσταση μέρους των Ελλαδιτών αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς, δημιούργησε νέο ημερολόγιο, πιεστικό ως προς την εξέλιξη των γεγονότων. Η παράταση των εκκρεμοτήτων μέχρι τη χειμερινή ή έστω την φθινοπωρινή περίοδο ήταν επιβεβλημένη, επειδή θα ήταν τότε πρακτικά αδύνατη μια αποβατική επιχείρηση με τα μέσα που διέθετε η τότε Τουρκία. Πνίγηκε, όμως, κάτω από την πολιτικά επιτακτική ανάγκη της άμεσης ανατροπής του Μακαρίου. ‘Ετσι ακυρώθηκε το δεύτερο πλεονέκτημα της ελληνικής πλευράς.

Ο συσχετισμός δυνάμεων του 1974

Το τρίτο πλεονέκτημα αφορούσε τον εξαιρετικά θετικό, για την ελληνική πλευρά, συσχετισμό δυνάμεων στο πεδίο της αναμέτρησης. Οι Έλληνες διέθεταν στην Κύπρο δύναμη αρμάτων μάχης (όχι τελευταίας τεχνολογίας, αλλά σημαντικά όταν οι Τούρκοι δεν είχαν τίποτε ανάλογο), τεθωρακισμένα οχήματα και ειδικά σημαντική δύναμη πυροβολικού. Επιπλέον διέθετε σαφέστατη αριθμητική υπεροχή και εμπειροπόλεμες μονάδες. Η απέναντι πλευρά δεν είχε σχεδόν κανένα από τα παραπάνω και βασιζόταν αποκλειστικά στην επέμβαση της Τουρκίας για να αντιμετωπίσει μια ολομέτωπη ελληνική επίθεση.

Το τέταρτο πλεονέκτημα αφορούσε τη γεωγραφία. Η τουρκική παρουσία στο νησί περιοριζόταν σε θύλακες που συνολικά κατείχαν το 3-5% του νησιού. Οι περισσότεροι από αυτούς τους θύλακες ήταν απομονωμένοι, δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους χωρίς την μεσολάβηση δυνάμεων του ΟΗΕ. Επιπλέον μόνο ένας ή δύο από αυτούς τους θύλακες είχαν πρόσβαση στην θάλασσα, αλλά χωρίς προκυμαίες και λιμενικές εγκαταστάσεις. Ο χάρτης επέβαλε την απόκτηση προγεφυρώματος σε κάποια ακτή της Κύπρου ώστε να γίνει δυνατή μια στρατιωτική εισβολή στο νησί.

Με τα τεχνικά μέσα που διέθετε τότε η Τουρκία (αποβατικές ακάτους των 300-500 τόνων, άοπλες, με μικρή μεταφορική ικανότητα, περιορισμένη ακτίνα ενέργειας και ταχύτητα 6-8 κόμβων) η μόνη ακτή που προσφερόταν για τη δημιουργία προγεφυρώματος ήταν η βόρεια ακτή. Κατά μήκος όμως αυτής της ακτής δέσποζε η οροσειρά του Πενταδάκτυλου, ενός μετρίου ύψους ορεινού όγκου που όμως πρόσφερε φυσικές θέσεις άμυνας ενώ διέθετε λίγες διαβάσεις προς τον νότο. Η πλέον σημαντική από αυτές ήταν εκείνη του δρόμου Λευκωσίας-Κυρήνειας, μέρος του οποίου ήταν κάτω από τουρκικό έλεγχο. Ακόμα και αυτός ο δρόμος ήταν εκτεθειμένος σε πυρά πυροβολικού, αρκεί το τελευταίο να έχει ταχθεί στις κατάλληλες θέσεις.

Μάθημα στρατιωτικής ιστορίας

Η γεωγραφία καθιστούσε το τουρκικό σχέδιο εισβολής αναγκαστικό και προβλέψιμο. Το πρώτο σκέλος αφορούσε την ενίσχυση του πλέον σημαντικού από στρατηγική άποψη τουρκοκυπριακού θύλακα, εκείνου βόρεια της Λευκωσίας, ώστε να αντέξει στην πίεση που θα εξασκούσαν εναντίον του τα πλέον μάχιμα τμήματα της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, που βρίσκονταν στην περιοχή της Λευκωσίας.

Η ενίσχυση δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο από τον αέρα και με μονάδες χωρίς βαρύ οπλισμό. Το δεύτερο σκέλος αφορούσε τη δημιουργία προγεφυρώματος με αποβατική επιχείρηση. Το προγεφύρωμα έπρεπε να γίνει κοντά στην Κυρήνεια, με στόχο όχι μόνο την κατάληψη των πενιχρών λιμενικών εγκαταστάσεων της πόλης αλλά και τη γειτνίαση με τον δρόμο προς την Λευκωσία. Η εξασφάλιση του τελευταίου ήταν κρίσιμη παράμετρος για την επιτυχία της εισβολής, δηλαδή την συνένωση των δύο σημαντικών προγεφυρωμάτων. Άρα ο χώρος της τουρκικής ενέργειας ήταν και προβλέψιμος και εξαιρετικά εκτεθειμένος σε αμυντικές αντιδράσεις.

Το πώς η ελληνική πλευρά κατάφερε να χάσει αυτόν τον πόλεμο αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της στρατιωτικής ιστορίας. Πρόκειται για περίπτωση, άξια να διδάσκεται σε κάθε μάθημα στρατιωτικής ιστορίας. Στην Ελλάδα αυτό δε γίνεται. Η σχετική συζήτηση αναλίσκεται σε ατελείωτα blame-game και σε άφθονες περί προδοσίας ρητορείες. Από την πλευρά μας σε επόμενο άρθρο θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε αυτό ακριβώς: το πώς δηλαδή κατάφερε να χάσει ετούτο τον πόλεμο η ελληνική πλευρά.

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις