Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Αν αυτές τις μέρες του καύσωνα δυο άτομα αποφασίσουν να πεταχτούν μέχρι το Πόρτο Ράφτη για να κάνουν ένα μπάνιο και αν έχουν προνοήσει να κλείσουν ομπρέλα και ξαπλώστρες δυο μέρες νωρίτερα, θα πρέπει να πληρώσουν κατ’ ελάχιστον 125 ευρώ. Για να μπουν κάτω από την σκιά της ομπρέλας και να απλώσουν τις πετσέτες τους η τιμή είναι 25 ευρώ και στην συνέχεια πρέπει να δώσουν τουλάχιστον άλλα 100 ευρώ σε παραγγελίες, που είναι η περίφημη «ελάχιστη κατανάλωση». Δεν μιλάμε για τον Αστέρα Βουλιαγμένης, ούτε για την πισίνα του Four Seasons με τα παπιγιοναρισμένα γκαρσόνια να στέκονται πάνω απ’ τον πελάτη, μιλάμε για το λαϊκό και μαζικό Πόρτο Ράφτη όπου χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.
Και παραδίπλα στο Αυλάκι, το ίδιο είναι. Και στις παραλίες κοντά στο Σούνιο, οι ίδιες τιμές «παίζουν». Βεβαίως, έχεις το δικαίωμα να καρφώσεις στην άμμο την δική σου ομπρέλα και να απλώσεις από κάτω της την δική σου πετσέτα, τουλάχιστον αυτό το κατάφερε το περσινό κίνημα για τις ελεύθερες παραλίες και η φετινή πλατφόρμα καταγγελιών του υπουργείου. Υπάρχει πια σε κάθε παραλία ένας κάποιος ελεύθερος χώρος, αλλά η πολυκοσμία είναι τόσο μεγάλη και αφόρητη που αν πας μετά τις 11 το πρωί, τα απλωμένα πόδια σου τρακάρουν στα ποδάρια του παραδιπλανού.
Τι να κάνουμε, έχει πολύ κόσμο η Αττική. Οπότε ας πάμε για διακοπές σε κανένα υπέροχο ελληνικό νησάκι, με τα άσπρα σπιτάκια, τα γαλάζια πορτοπαράθυρα και τα γραφικά σοκάκια.
Μόνο που για να πάρει κανείς τέτοια απόφαση, πρέπει να είναι είτε πολύ πλούσιος, είτε πολύ τολμηρός. Δεν μ’ αρέσει να γκρινιάζω, όμως είναι κοινή πεποίθηση ότι η κατάσταση με τις τιμές έχει ξεφύγει. Για να πάει και να επιστρέψει από την Νάξο ένα ζευγάρι με το αυτοκίνητο του, πρέπει να πληρώσει
περί τα 400 ευρώ. Αν έχει και παιδί, το κόστος ανεβαίνει στα 500 ευρώ. Θα πείτε «ας μην πάει με το γρήγορο, ας επιλέξει το συμβατικό καράβι, στο οποίο οι τιμές είναι κατά 25% μικρότερες». Σύμφωνοι, αλλά όταν η κοινωνία προχωρά, το φυσιολογικό είναι να θέλουμε το καλό, το σύγχρονο και το γρήγορο σε λογική τιμή, όχι το παλιό επειδή είναι φθηνότερο. Μπορούμε να πάμε και στην Θεσσαλονίκη με αραμπά δίχως να πληρώσουμε βενζίνη και διόδια, αλλά είναι αυτή λύση να την προτείνουμε σε κάποιον;
Οι περίφημες «ελληνικές διακοπές» είναι πλέον μια δυστοπική υπόθεση. Εκτός κι αν κάποιος διαθέτει εξοχικό σπίτι ή πατρικό στο χωριό, κάθε άλλη λύση είναι συνώνυμη της ακρίβειας και της ταλαιπωρίας. Ο μαζικός τουρισμός προφανώς είναι πηγή πλούτου για την ελληνική κοινωνία, αλλά χρόνο με τον χρόνο αφαιρεί από τον μέσο Έλληνα την απόλαυση των διακοπών που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν αναφαίρετο δικαίωμα του, αλλά και συγκριτικό του πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων λαών. Δυστυχώς, το κοντινό νησάκι για να περάσουμε ένα Σαββατοκύριακο ή μια βδομάδα, είναι πλέον απλησίαστο όνειρο για τον συμπατριώτη μας.
Οι τιμές των ξενοδοχείων και των καταλυμάτων, από το 2021 μέχρι σήμερα έχουν αυξηθεί τουλάχιστον κατά 100%. Το δωμάτιο που πριν τρία χρόνια νοικιαζόταν με 100 ευρώ, σήμερα κοστίζει τουλάχιστον 200, ενδεχομένως και παραπάνω. Η υψηλή ζήτηση και κάτι ψευτοανακαινίσεις δίνουν το δικαίωμα στον ιδιοκτήτη να ανεβάζει τις τιμές 40-50% κάθε χρόνο, δίχως να βλέπει την πελατεία του να μειώνεται ούτε κατ’ ελάχιστο. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως παραβιάζεται μια άλλη πολύ βασική αρχή της οικονομίας, που λέει ότι η τιμή δεν πρέπει να προσαρμόζεται μόνο στην ζήτηση αλλά και να αντιστοιχεί στην ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρονται. Και η σχέση αυτή γίνεται όλο και
χειρότερη για τον πελάτη.
Δυστυχώς, το άθροισμα των χρημάτων που πρέπει να πληρώσει μια οικογένεια για μια βδομάδα διακοπών ξεπερνά πια κατά πολύ τις οικονομικές δυνατότητες ενός μέσου ελληνικού νοικοκυριού. Βάζοντας δίπλα-δίπλα εισιτήρια, διαμονή, φαγητό μεσημέρι και βράδυ, ομπρέλα στην παραλία, παγωτά, ποτά και βραδινή διασκέδαση, καταλήγουμε σ’ ένα θηριώδες ποσό που δεν αντιστοιχεί στις
δυνατότητες αποταμίευσης της μέσης ελληνικής οικογένειας.
Το επίσης ενδιαφέρον είναι ότι η τρομερή πολυκοσμία σε όλους τους προορισμούς διακοπών, δημιουργεί ένα συνολικότερα άσχημο περιβάλλον, το οποίο αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια των χαλαρωτικών διακοπών.
Όταν σε όλα τα παραθεριστικά θέρετρα το κυκλοφοριακό είναι αφόρητο, τα parking για τα αυτοκίνητα ανύπαρκτα, οι ταβέρνες και τα εστιατόρια γεμάτα με (δίωρες!) κρατήσεις, οι παραλίες στο έλεος θορυβωδών μπιτσόμπαρων και αδίστακτων επιχειρηματιών, τα πλοία και τα αεροπλάνα σαρδελοποιημένα από τον κόσμο, τότε οι διακοπές μετατρέπονται σε μια ατέλειωτη σειρά μικρών
καθημερινών εκνευρισμών, που καμία σχέση δεν έχουν με την ξεγνοιασιά και την ξεκούραση. Και μόνο η αίσθηση ότι βρίσκεσαι διαρκώς με το χέρι στην τσέπη, αναιρεί την αίσθηση της απόλαυσης και της χαράς.
Ξέρω ότι όλα όσα έχω γράψει ως τώρα μοιάζουν με την ανώφελη μουρμούρα ενός νοσταλγού των «παλιών καλών εποχών», ο οποίος αρνείται να δεχτεί ότι οι συνθήκες γύρω του αλλάζουν. Ενδεχομένως να είναι και έτσι, όμως πέρσι και φέτος ακούω όλο και περισσότερους να λένε ότι αδυνατούν να επωμιστούν το κόστος μιας βδομάδας διακοπών και ότι τελικά δεν πρόκειται να πάνε.
Έχω επίσης υπ ‘όψη μου αρκετούς, που αφού επέστρεψαν από τις διακοπές τους, όχι μόνο δεν τις νοσταλγούν διόλου αλλά αντίθετα λένε πως δεν θα τις επαναλάβουν. Στο μεταξύ, στο φόρουμ της Αμφίπολης που έγινε πριν μια βδομάδα, άκουσα έναν από τους πιο έγκυρους επικεφαλής μεγάλου τουριστικού ομίλου να λέει ότι η Ελλάδα μπορεί τα επόμενα χρόνια να φθάσει τα 60 εκατομμύρια τουρίστες από τα 35-40 που υποδέχεται σήμερα. Δεν ξέρω αν ένιωσα αγαλλίαση για το οικονομικό όφελος αυτής της προοπτικής ή τρόμο για τις δεδομένες παρενέργειες της.
Δεν θα υποστηρίξω ότι ο τουρισμός κατέληξε τελικά κάτι άσχημο ή αρνητικό για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Θα ήμουν εκτός τόπου και χρόνου. Αφού όμως πρόκειται για την δραστηριότητα που δίνει σχεδόν το 30% του ΑΕΠ της χώρας, θα υποστηρίξω μια όλο και πιο έντονη ελεγκτική παρεμβατικότητα του ελληνικού κράτους, ώστε να κρατηθούν κατά το δυνατόν οι δέουσες ισορροπίες.
Όταν στους δημοφιλείς προορισμούς η φοροδιαφυγή οργιάζει, όταν η φράση «πληρώνω με κάρτα» ισοδυναμεί με casus belli (πολεμική πράξη), τότε το κράτος κάτι πρέπει να κάνει. Ούτε είναι λογικό, την ώρα που ο μέσος Έλληνας δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να πάει διακοπές στον τόπο του, να
υπάρχουν τουριστικές περιοχές που διοικούνται από μαφίες. Αυτά είναι ασυμβίβαστα.
Επί του παρόντος, η μόνη λύση που διαφαίνεται για έναν οικονομικά στριμωγμένο νοικοκύρη, είναι να ψάξει για προορισμούς που είναι λιγότερο της μόδας και μακριά από τα περάσματα του μαζικού τουρισμού. Πρόσφατα βρέθηκα στο Οφρύνιο του νομού Καβάλας, όπου ανακάλυψα καταπληκτικές
παραλίες, ανθρώπινες συνθήκες διακοπών, σχετικά φθηνά δωμάτια, καλό φαγητό με έντιμη τιμή και ομπρέλες με πέντε ευρώ. Υπάρχουν τέτοιοι προορισμοί ακόμα, ας ψάξετε να τους βρείτε εφόσον ο στόχος σας δεν είναι γκλαμουριά και η βαβούρα. Μετά από λίγα χρόνια όμως, φοβούμαι πως κι αυτοί θα εξαφανιστούν.