Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press
Κάποτε είχαμε την πεποίθηση ότι η «ακρίβεια» είναι η λαϊκή ονομασία του επιστημονικού όρου «πληθωρισμός». Εξάλλου, στα βιβλία μακροοικονομίας, ο όρος «ακρίβεια» δεν υπάρχει. Μόνο τώρα τελευταία ανακαλύψαμε ότι αυτά τα δυο δεν ταυτίζονται, όπως επίσης ότι τα μέτρα για την αντιμετώπιση τους δεν είναι απαραιτήτως ίδια. Γηράσκουμε αεί διδασκόμενοι. Εξάλλου, ο πληθωρισμός ήταν μια ξεχασμένη έννοια για σχεδόν σαράντα χρόνια. Μόνο μετά από την πανδημία ανακαλύψαμε ξανά την ύπαρξη του.
Πληθωρισμός είναι η διαρκής άνοδος των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών.
Η μέτρηση του πληθωρισμού είναι ακριβής και αφορά την μηνιαία επί τοις εκατό άνοδο των τιμών των ίδιων προϊόντων και υπηρεσιών, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου χρόνου. Η «ακρίβεια» είναι ένα συγκριτικό μέγεθος που αφορά την σχέση του γενικού επιπέδου των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, με το επίπεδο των εισοδημάτων.
Δεν υπάρχει επιστημονικός τρόπος μέτρησης της ακρίβειας, άρα η χρήση του όρου είναι σχετικά αυθαίρετη και κατά βάση πολιτική.
Όταν η γενική αίσθηση είναι ότι οι τιμές είναι γενικώς πολύ ψηλά και τα εισοδήματα χαμηλά, τότε λέμε ότι υπάρχει «ακρίβεια», πάντα σε σύγκριση με μια παλιότερη περίοδο που η σχέση αυτών των δύο ήταν διαφορετική, υπέρ των εισοδημάτων. Εξ ου και ανακαλύψαμε ότι ο πληθωρισμός μπορεί να πέφτει, αλλά η ακρίβεια να παραμένει. Φυσικά, για να δημιουργηθεί ακρίβεια πρέπει απαραιτήτως να προηγηθεί μια περίοδος πληθωρισμού. Μπορεί όμως με αλλαγές των οικονομικών συνθηκών ή με κυβερνητικά μέτρα, ο μεν πληθωρισμός να καταπολεμηθεί αλλά η ακρίβεια που ήταν αποτέλεσμα του πληθωρισμού να συνεχίσει να βασιλεύει.
Αυτό ζούμε στην Ελλάδα (και στην Ευρώπη) τους τελευταίους μήνες. Ο μεν πληθωρισμός φαίνεται σταδιακά να τιθασεύεται (μόλις 2,4% ήταν τον Μάιο), αλλά το γενικό πολύ υψηλό επίπεδο τιμών που δημιούργησε τα τελευταία δυο-τρία χρόνια συνεχίζει να κατατρώει τα εισοδήματα των πολιτών-καταναλωτών. Εξ’ ου και η μεν κυβέρνηση πανηγυρίζει που ο πληθωρισμός πέφτει, η δε αντιπολίτευση κραυγάζει ότι η ακρίβεια παραμένει και είναι ανυπόφορη.
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, αυτός που φωνάζει «τι με νοιάζει εμένα που πέφτει ο πληθωρισμός, εφόσον η ακρίβεια υπάρχει» λέει ανοησίες. Αν δεν καταπολεμηθεί πρώτα ο πληθωρισμός, δεν μπορεί να καταπολεμηθεί η ακρίβεια με δεδομένο ότι την δημιουργεί και την φουντώνει ο ψηλός πληθωρισμός. Από την άλλη, όταν κυβέρνηση ρίχνει τα φώτα της μόνο στην πτώση του πληθωρισμού ξεχνώντας την ακρίβεια, κάνει κι αυτή λάθος. Μεγαλύτερο πολιτικό αποτέλεσμα παράγει η ακρίβεια απ’ όσο ο πληθωρισμός. Απλώς η αντιμετώπιση τους είναι διαφορετική.
Ο πληθωρισμός δεν είναι ένας, ενιαίος και πανομοιότυπος, ούτε αντιμετωπίζεται εν μια νυκτί. Παρά τους κομπασμούς όλων των αντιπολιτεύσεων ανά την υφήλιο που τον χρησιμοποιούν ως όπλο κατά των κυβερνήσεων, δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές ούτε ραβδάκια της νεράιδας για να καταπολεμηθεί. Υπάρχει εισαγόμενος και εγχώριος πληθωρισμός, υπάρχει δομικός και συγκυριακός, εσχάτως μάθαμε και τον πληθωρισμό απληστίας. Το πρώτο διεθνές πληθωριστικό κύμα προήλθε από το παγκόσμιο lock down του κορονοϊού, που διατάραξε τις γραμμές παραγωγής και τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Το δεύτερο διεθνές προήλθε από τον πόλεμο στην Ουκρανία που εκτόξευσε τις τιμές της ενέργειας που κινεί την παγκόσμια οικονομία. Το τρίτο διεθνές κύμα χτύπησε τα τρόφιμα και προήλθε από την ξαφνική έξαρση της κλιματικής κρίσης.
Στην Ελλάδα, ο εισαγόμενος πληθωρισμός ήρθε και συνάντησε όλα τα δομικά προβλήματα μιας οικονομίας μικρής, με πολλές αγκυλώσεις, με παλιές αμαρτίες, με άπειρους επιμέρους προστατευτισμούς, με μεγάλα προβλήματα στον ελεύθερο ανταγωνισμό, με τεράστια φοροδιαφυγή, με λειτουργία ολιγοπωλίων, με κρατικό παρεμβατισμό εκεί που δεν χρειάζεται και με απουσία του κράτους σε τομείς που είναι απαραίτητο. Όλα αυτά μαζί, αν και σε κάποια έχει γίνει πρόοδος τα τελευταία χρόνια, συνέτειναν σε ένα εκρηκτικό ξέσπασμα του εγχώριου πληθωρισμού απληστίας που πάτησε πάνω στον εισαγόμενο πληθωρισμό.
Η κυβέρνηση χρειάστηκε τρία χρόνια για να βρει έναν τρόπο να ρίξει το ποσοστό ανόδου του πληθωρισμού. Ένας συνδυασμός αρχικών επιδοματικών πολιτικών (κυρίως στο ρεύμα) και κατασταλτικών μέτρων την τελευταία περίοδο με πολλά και μεγάλα πρόστιμα, φαίνεται τελικά να αποδίδει σταδιακά. Ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται, λιγότερο στα τρόφιμα, περισσότερο στα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες. Απομένει όμως η ακρίβεια, που συσσωρεύτηκε με την πληθωριστική έκρηξη. Επειδή περίπτωση πτώσης των τιμών δεν υπάρχει (ούτε την επιθυμεί κανείς, καθώς αυτό θα σημάνει ύφεση στην οικονομία) η λύση βρίσκεται μόνο στην σταδιακή αύξηση των εισοδημάτων (μισθών και συντάξεων) ώστε το ελληνικό νοικοκυριό να αποκτήσει μεγαλύτερη καταναλωτική ικανότητα.
Εδώ υπάρχει ένα ακόμα θέμα. Ναι μεν μια οικονομία που αυξάνει την πληρωμή της εργασίας ανεβάζει το επίπεδο ζωής των πολιτών της και τονώνει την εσωτερική ζήτηση, όμως η άνοδος των εισοδημάτων δεν πρέπει να συνδέεται μόνο με την καταναλωτική δυνατότητα.
Αν αυτή η αύξηση των εισοδημάτων δεν αντιστοιχεί σε αντίστοιχη άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας, με την δημιουργία δηλαδή περισσότερου πλούτου, τότε κάνουμε μια τρύπα στο νερό. Απλώς αυξάνουμε τον δανεισμό και τα ελλείμματα τροφοδοτώντας έναν φαύλο κύκλο ανόδου των τιμών και των εισοδημάτων. Βεβαίως είμαστε στην Νομισματική Ένωση και δεν έχουμε δυνατότητα να κόβουμε πληθωριστικό χρήμα, όμως ο κίνδυνος αυτός συνεχίζει να παραμένει έστω και μέσα στα στενά Ευρωπαϊκά μας πλαίσια. Ας μην ξεχνάμε πως ήμασταν μέλη της ΟΝΕ όταν χρεοκοπήσαμε.
Κοντολογίς, η αντιμετώπιση τόσο του πληθωρισμού (που φαίνεται να επιτυγχάνεται) όσο και της ακρίβειας (που παραμένει), δεν αφορά μεμονωμένες αποφάσεις και δράσεις, αλλά την υιοθέτηση μιας συνολικής οικονομικής πολιτικής που θα αντιμετωπίζει τα δομικά μας προβλήματα, διατηρώντας όμως την χώρα σε μια αναπτυξιακή τροχιά.
Μοιάζουν πολύ θεωρητικά όλα αυτά, όμως η οικονομία είναι σαν ένας πύργος από αλληλοστηριζόμενα τουβλάκια. Αν ένα μετακινηθεί άγαρμπα, μπορεί να πέσουν όλα μαζί. Όπερ, η ακρίβεια υφίσταται μεν, το πρώτο βήμα εναντίον της γίνεται με την πτώση του πληθωρισμού, όμως η τελική της καταπολέμηση δεν μπορεί να γίνει μέσα σε λίγους μήνες. Προφανώς πρέπει να ανέβουν τα εισοδήματα, αλλά δίχως να τροφοδοτηθεί νέος πληθωρισμός, δίχως να αυξηθεί η ανεργία και δίχως να πληγούν τα δημόσια έσοδα που σήμερα βρίσκονται σε ικανοποιητικό σημείο.
Προφανώς δεν είναι εύκολη εξίσωση για τον καινούριο υπουργό Ανάπτυξης Τάκη Θεοδωρικάκο, ούτε για το σύνολο της κυβέρνησης. Από την άλλη, η ακρίβεια παράγει πολιτική δυσαρέσκεια, καθώς ο μέσος Έλληνας αποζητά την βελτίωση της ζωής του σε σύντομο χρόνο, όχι κάπου στο μακρινό μέλλον. Όταν η νοικοκυρά βρίσκεται μπροστά στο ράφι του σούπερ μάρκετ φρίττει με την τιμή του ελαιόλαδου (το βρεφικό γάλα μπήκε σε κάποιο λογαριασμό), όμως ο υπουργός οικονομικών φρίττει από την πιθανότητα να μην καταφέρουμε να είμαστε συνεπείς με το πλεόνασμα που πρέπει να πετύχει φέτος (και τα επόμενα χρόνια) η χώρα. Έχουν και οι δύο δίκιο, απλώς είναι δύσκολο να κάτσουν οι δυο τους σ’ ένα τραπέζι και να τα βρουν…