0

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Today Press

του Ανδρέα Μαζαράκη

Ομιλία Ράμα στο Γαλάτσι (12/5/24)… και πέρα από τις εθνικιστικές του υστερόβουλες και ανιστόρητες κορώνες, έθιξε ένα κεφάλαιο που παραμένει ερμάρι διπλά μπαρωμένο από την Ελληνική Πολιτεία, ίσως το σημαντικότερο που αφορά μια χώρα σε τραγική δημογραφική δίνη. Μιλάμε για το κεφάλαιο της ενσωμάτωσης ενός λαού που συνοδοιπορήσαμε χιλιάδες χρόνια, με φωτεινές και σκοτεινές σελίδες.

Παραλήρημα Ράμα λοιπόν αλλά και μεγάλη ευκαιρία να οδοιπορήσουμε το θέμα ζωής που μας έθιξε και που είναι ο άγνωστος συγκάτοικος μας πλέον, εδώ και 35 χρόνια, και είναι καιρός πιά να τον γνωρίσουμε… Η ώρα λοιπόν για να ερευνηθεί ιστορικά το φαινόμενο της μετανάστευσης Αλβανών στην Ελλάδα έφτασε. Και ιδού τι έδειξε πρόσφατη έκθεση στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ιστορίας των ΑΣΚΙ και τι λένε Αλβανοί μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Ελλάδα βίωσε το μεταναστευτικό φαινόμενο από την ανάποδη. Δεν ήταν πια η χώρα που έβλεπε τα παιδιά της να μεταναστεύουν στο εξωτερικό, αλλά η χώρα υποδοχής άλλων μεταναστών, από την Αλβανία, η οποία μόλις ένιωθε τις ωδίνες της γέννησης ενός νέου πολιτικού στάτους. Έγιναν πολλά τότε. Η χώρα μαζί με μετανάστες γέμισε και στερεοτυπικά, ρατσιστικά σύνδρομα. Στις παρέες, κακά τα ψέματα, χρησιμοποιούσαμε αστεία που σχετίζονταν με τους Αλβανούς και την εμφάνισή τους. Στους «Απαράδεκτους», το πιο δημοφιλές τηλεοπτικό σίριαλ της εποχής, ο Βλάσσης Μπονάτσος, όταν διαπιστώνει ότι ένας καλεσμένος του τρώει πολύ λαίμαργα λέει «ρε παιδιά μήπως είναι Αλβανός που μάς τον έχουν συστήσει για Γάλλο;». Γελούσαμε τότε. Και οι Αλβανοί δίπλα μας υπέμεναν τον αφόρητο κομπλεξισμό μας.

Έκτοτε βέβαια κύλησε πολύ νερό στα αυλάκι. Οι Αλβανοί όχι μόνο ενσωματώθηκαν, αλλά βοήθησαν την Ελλάδα να χτίσει το όνειρο της ευμάρειας στην πρώτη δεκαετία του 2000. Άρχισε να συγκροτείται σιγά-σιγά μία ελληνοαλβανική ταυτότητα από παιδιά που γεννήθηκαν μεν στην Ελλάδα, αλλά είχαν αλβανικές ρίζες και «ακουμπούσαν» και στις δύο κουλτούρες. Αυτή η γενιά σταδιακά και παρά τους αποκλεισμούς, άλλαξε τα δεδομένα. Κανείς Αλβανός δεν κρύβει πια την καταγωγή του, οι περισσότεροι ανακαλύπτουν τις ρίζες τους, τα ενοχικά σύνδρομα του παρελθόντος έχουν υποχωρήσει, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους.

Η πρωτοβουλία που πήραν τα ΑΣΚΙ, πρώτα με τη συγκρότηση του Αρχείου Αλβανικής Μετανάστευσης και εν συνεχεία με την έκθεση «Ο φωτογράφος των γονιών μου: 30 χρόνια αλβανικής μετανάστευσης», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ιστορίας που διοργανώθηκε τον προηγούμενο μήνα, ήρθε στον κατάλληλο χρόνο. Οι πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου ζουν και πλέον μπορούν να «παραδώσουν» τις εμπειρίες και τα βιώματά τους στους νεότερους χωρίς ιδιαίτερους δισταγμούς. Οι φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο Σπύρος Στάβερης κατά τις πρώτες ημέρες της εισόδου των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα και η σχετική συζήτηση λειτούργησε -θα έλεγε κανείς-ψυχοθεραπευτικά. Κάποιες πληγές του παρελθόντος άρχισαν να κλείνουν.

Η Ιλιρίντα Μουσαράι, που είναι υπεύθυνη του Αρχείου Αλβανικής Μετανάστευσης και αλβανικής καταγωγής μετανάστρια δεύτερης γενιάς, έζησε τις δικές της αγωνίες για το εγχείρημα: «Ακούγεται πολύ όταν μιλάς για 30 χρόνια απόσταση, αλλά αν μιλήσουμε με όρους ιστορικού χρόνου δεν είναι τίποτα. Αυτό σημαίνει ότι οι συλλογές και τα τεκμήρια που αναζητούσαμε και αναζητούμε, για κάποιους δεν είναι αντικείμενα με ιστορική αξία. Ίσως πολύς κόσμος ακόμα να μην βλέπει υπό ιστορικό πρίσμα τις εμπειρίες του και αυτό είναι λογικό. Παράλληλα τέτοιου είδους τεκμήρια πάντα έχουν πολύ μεγάλη συναισθηματική αξία για τον κάτοχό τους ή κρύβουν μία σχέση πολιτική ή κοινωνική. Φανταστείτε, ας πούμε, τα γράμματα που αντάλλασσε μία οικογένεια», μάς τονίζει χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, ο κύβος της ιστορικής αναζήτησης ερρίφθη και θα έχει και συνέχεια: «Θα συνεχίσουμε με προφορικές συνεντεύξεις για τις οποίες έχουμε ήδη πάρει πολλά θετικά μηνύματα ανταπόκρισης. Όλοι στην ομάδα νιώθουμε πολύ μεγάλη χαρά γι’ αυτό. Ίσως την νιώθουν πιο εύκολη αυτή τη διαδικασία της συνέντευξης οι μεγαλύτεροι άνθρωποι. Όπως και να έχει, εμάς μάς συγκινεί, το ενδιαφέρον, προέρχεται και από τις δύο γενιές μεταναστών. Ελπίζουμε να αρχίσουμε σύντομα, τις επόμενες εβδομάδες. Για την πρόσβαση στο υλικό που θα συγκεντρωθεί φυσικά δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Η ιδιαιτερότητα των ΑΣΚΙ είναι ότι συγκεντρώνουν αρχεία ανοιχτά σε όλους. Και αυτό, άρα, το υλικό θα είναι προσβάσιμο στους πάντες, τον τρόπο θα τον βρούμε, πάντως αυτό δεν αμφισβητείται».

Πίσω πάλι στο ιστορικό event για να μάθουμε ότι «οι φωτογραφίες προβλήθηκαν την ημέρα της εκδήλωσης. Μπορώ να πω ότι το κοινό ήταν μισό-μισό. Και άτομα αλβανικής καταγωγής αλλά και ελληνικής. Αυτό όμως που μάς άρεσε πάνω από όλα είναι ότι οι άνθρωποι αλβανικής καταγωγής έκαναν κτήμα τους αυτή την προσπάθεια, έφεραν μαζί τις οικογένειές τους, τα παιδιά τους κ.τ.λ. Παλαιότερα οι γονείς μας δεν πίστευαν ότι θα έρθει μία μέρα που θα μιλάμε ανοιχτά για το βίωμά μας. Το είπε και η Άννα η Νίνη (σσ δημοσιογράφος, αλβανικής καταγωγής μετανάστρια) στην τοποθέτησή της. Να όμως που έφτασαν τέτοιες μέρες. Είναι μία κομβική στιγμή, είναι καλό το τάιμινγκ, γιατί την ίδια ώρα γίνονται πράγματα από τις αλβανικές συλλογικότητες, υπάρχει ακτιβισμός σε σχέση με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών, άρα και των Αλβανών. Προσπαθούμε να μαζέψουμε όλες τις ψηφίδες, οι Αλβανοί βρίσκονται παντού στην ελληνική κοινωνία».

Ποια είναι όμως η σύνδεση που νιώθει ένας Αλβανός μετανάστης δεύτερης γενιάς με τη χώρα καταγωγής του;

Η Ιλιρίντα απαντά με ειλικρίνεια πως «αν με ρωτάς για τη δική μου σύνδεση με την Αλβανία αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι αλλάζει μέσα στον χρόνο, βιώνει μία μεταβολή. Υπάρχει σίγουρα μία νοσταλγία, εγώ έχω παιδικές αναμνήσεις από την Αλβανία, ενώ μέλη της οικογένειάς μου ζουν εκεί. Από την άλλη πλευρά, η δική μου ζωή δεν είναι εκεί, έχω να ταξιδέψω στη χώρα έξι χρόνια. Άλλα παιδιά έχουν μία σχέση που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω πιο διαρκή. Σε κάθε περίπτωση η Αλβανία είναι η χώρα καταγωγής μας αλλά όχι η χώρα στην οποία ζούμε. Προκύπτει ένα άγχος γι’ αυτό όταν είμαι εκεί, το οποίο κάποιες στιγμές υπάρχει και στην Ελλάδα, αλλά οκ, το διαχειρίζομαι».

Το διαχειρίζεται, διότι, όπως λέει «είμαστε και τα δύο, και Έλληνες και Αλβανοί. Ίσως αυτό προσκρούει στις ανάγκες του πολύ κόσμου που θέλει να κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους. Ωστόσο, η μετανάστευση από τη φύση της εμπεριέχει ένα στοιχείο ριζοσπαστικό, ένα ξένο σώμα έρχεται να “κολλήσει” στο ομογενές σώμα του εθνικού κράτους. Και στην Ελλάδα ήταν τόσο έντονη η ελληνορθόδοξη ταυτότητα που αυτομάτως απέκλειε οτιδήποτε άλλο. Ακόμα και άνθρωποι που έχουν χρόνια στο κίνημα και στους δρόμους κάνουν ερωτήσεις του τύπου “γιατί δεν ξέρουν καλά τη γλώσσα τους;” Ακόμα και αυτοί δεν είναι τόσο καλά πληροφορημένοι, ενώ ξέρουν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία “επίσημη” δυνατότητα να μάθει ο Αλβανός αλβανικά. Σε άλλες χώρες οι μετανάστες μαθαίνουν τη γλώσσα καταγωγής τους στο σχολείο. Τα πρώτα χρόνια της αλβανικής μετανάστευσης στην Ελλάδα αποτελούσε επιλογή των γονιών τα παιδιά να μάθουν γρήγορα και καλά τα ελληνικά έτσι, ώστε να αντιμετωπίσουν και τον ρατσισμό του δρόμου».

Στην κουβέντα μας η Ιλιρίντα «σπάει» και ένα μεγάλο μύθο, που θέλει τα παιδιά της δεύτερης γενιάς να μην έχουν γνωρίσει αποκλεισμούς: «Η πρώτη γενιά Αλβανών μεταναστών ανήκει εξ ολοκλήρου σχεδόν στην εργατική τάξη. Η δεύτερη γενιά, μέσα από τις σπουδές, άρχισε να βιώνει το φαινόμενο της κοινωνικής κινητικότητας, όχι όμως μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο. Δεν είναι αλήθεια πάντως ότι τα παιδιά της δεύτερης γενιάς μεταναστών είναι πλήρως ενταγμένα στην ελληνική κοινωνία, υπάρχουν ακόμα πολλοί αποκλεισμοί. Πρώτος και πιο σημαντικός ο αποκλεισμός από την ιθαγένεια. Κλασικό παράδειγμα: Εγώ την πήρα πριν από δύο μήνες, στα 25 μου χρόνια και ενώ κατοικώ στην Ελλάδα από τα 6 μου.

Ο δεύτερος αποκλεισμός αρχίζει από το γεγονός ότι η ελληνική μεταναστευτική πολιτική δεν έχει στόχο την ενσωμάτωση, αλλά την αφομοίωση και την ομογενοποίηση. Ο τρίτος αφορά τους γονείς μας. Όταν η μάνα σου δεν έχει ιθαγένεια, δεν έχει χαρτιά, δεν μπορεί να πάρει σύνταξη, δημιουργούνται έτσι καθημερινά υλικά προβλήματα. Και όμως, είμαστε μέρος της ελληνικής νεολαίας, βιώνουμε την αγωνία και την επισφάλεια στην εργασία, κάνουμε πολλές φορές δουλειές του ποδαριού, αλλά η καταπίεσή μας είναι διπλή. Είμαστε και φτωχοί και μετανάστες. Αυτές οι μικρές αποχρώσεις παίζουν σημαντικό ρόλο. Ίσως μέσα από το αρχείο και τη δουλειά που έγινε και θα γίνει, όλα αυτά να εξελιχθούν σε αντικείμενο δημοσίου διαλόγου».

You may also like

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ: Απόψεις